05 / 12 / 2018

Πρώτα ήρθαν για τους Αλβανούς

Όταν οι Αλβανοί χτύπησαν για πρώτη φορά την πόρτα της ελληνικής οικογένειας για δουλειά, δεν περίμεναν –μάλλον- τέτοια αντιμετώπιση, στιγματίζοντας ολόκληρη γενιά μεταναστών.

Credits

Κείμενο:

Tags:

Μόλις αρχές δεκαετίες ’90. Η Δύση είχε αρχίσει να εισχωρεί βαθειά στα Βαλκάνια, η Ελλάδα δε άνηκε από καιρό εις τη δύσην και άρχιζε ήδη να φαντάζει για κάποιους ως μία γη σωτηρίας. Κάπου εκεί, μεταξύ Ευρώπης και Βαλκανίων, μια μικρή χώρα λίγων εκατομμυρίων κατοίκων, μόλις είχε αφήσει πίσω τον Κομμουνισμό και έκανε τα πρώτα βήματά της προς τις γείτονες χώρες.

Το 1991 κατέφτασε στην Ελλάδα η πρώτη «φουρνιά», άνθρωποι οι οποίοι, πολλοί από αυτούς, είχαν περάσει μέσα από βουνά, περπατώντας μέρες για να φτάσουν μέχρι την Κακαβιά κι από κει να βρεθούν στην υπόλοιπη χώρα. Το πρώτο κύμα, σημειώνεται, έγινε από Έλληνες της Αλβανίας, διαχωριζόμενοι ως «βορειοηπειρώτες» από τους αλβανούς υπηκόους.

Παρά την πολλά υποσχόμενη Ελλάδα, κανείς δε θα μπορούσε να γνωρίζει τι θα ακολουθούσε για αυτούς. Ένα μέλλον αβέβαιο εχθρικό και μια χώρα η οποία πέραν από τους «ξένους» της, έρχεται να καλωσορίσει και μια «τάση» η οποία θα ποτίσει σε όσους μεγάλωσαν κατά την δεκαετία εκείνη. Κι ο λόγος, για την «αλβανοφοβία».

«Ντρεπόμουν να χρησιμοποιήσω το αλβανικό μου όνομα»

Ο Γιώργος (Αρμάντο*), ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς του και τα δύο του αδέρφια το 1995, όντας μόλις ενός έτους. Πρώτη τους επιλογή ήταν η Κέρκυρα. Έπειτα βρέθηκαν στην Κερατέα και από εκεί στην Αθήνα, όπου μένουν τα τελευταία 20 χρόνια. Οι πέντε τους αποφάσισαν να αποχαιρετήσουν και να αφήσουν πίσω τους αδέρφια και γονείς, χτίζοντας μια νέα ζωή στην Ελλάδα.

«Ήταν δύσκολα στην Αλβανία εκείνη την περίοδο, ειδικά για μια οικογένεια με τρία παιδιά» μου λέει ο Γιώργος. «Ο πατέρας μου καταγόταν από ένα ελληνικό χωριό της Αλβανίας, οπότε η Ελλάδα ήταν μια καλή επιλογή για μας, καθώς ο πατέρας μου γνώριζε τη γλώσσα και θα μπορούσαμε να πάρουμε πιο εύκολα χαρτιά».

Ο Γιώργος φέρνει στη μνήμη του τα πρώτα του χρόνια στην Ελλάδα, τους πρώτους φίλους και τις πρώτες μέρες στο σχολείο.

«Ποτέ όταν με ρωτούσαν πως με λένε δεν είχα χρησιμοποιήσει το αλβανικό μου όνομα», θυμάται. «Προτιμούσα να χρησιμοποιώ το Γιώργος. Μόλις είχα ξεκινήσει το νηπιαγωγείο όταν η δασκάλα μου, τότε, ζήτησε από τη μητέρα μου να με βαφτίσει. Τώρα μονάχα καμιά φορά ο πατέρας μου μπορεί να με φωνάξει ως ‘’Αρμάντο’’».

Όμως όπως εξηγεί ο ίδιος, η υιοθέτηση του ‘’ελληνικού’’ ονόματος δεν ήταν άμεση επιλογή του. «Φοβόμουν ότι αν έλεγα σε ένα παιδάκι το πραγματικό μου όνομα ίσως να του φαινόταν περίεργο και να μη με έκανε παρέα».

Η μητέρα καθαρίστρια, ο πατέρας στην οικοδομή

Η κατάσταση για τους ομογενείς της Αλβανίας φαίνεται να ήταν λιγότερο δύσκολη, δεδομένου ότι είχαν το πλεονέκτημα να γνωρίζουν τη γλώσσα. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνό εργατικό δυναμικό στις οικοδομές και τις χειρονακτικές δουλειές.

Για τη μητέρα του Γιώργου όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς της ήταν δύσκολο να εξοικειωθεί, δεδομένου ότι δε γνώριζε ακόμα τη γλώσσα. Πολλές αλβανίδες γυναίκες, όπως και η κα. Αφροδίτη συνέχισαν τη ζωή τους στην Ελλάδα δουλεύοντας ως καθαρίστριες σε σπίτια οικογενειών.

Η μητέρα του δε γνώριζε τη γλώσσα, παρά μόνον ορισμένες λέξεις και καθημερινές εκφράσεις που είχε μάθει από τον σύζυγό της. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν δύσκολο να ενσωματωθεί στην νέα κοινωνία, πόσο μάλλον να βρει και δουλειά. «Ήταν δύσκολο για αυτήν στην αρχή, ναι. Ωστόσο υπήρχαν άνθρωποι καλοί, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν» μου λέει. «Η μητέρα μου δουλεύει ως καθαρίστρια, ο πατέρας μου στην οικοδομή».

«Υπήρχαν ωστόσο φορές», συνεχίζει «που τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα γι αυτήν. Ήταν στιγμές που ένιωθε ότι οι κυρίες στις οποίες δούλευε της συμπεριφέρονταν υποτιμητικά, κυρίως προσβάλλοντας έμμεσα το μορφωτικό της επίπεδο. Ήταν δύσκολο στην Αλβανία την εποχή που μεγάλωσαν οι γονείς μας να σπουδάσει κάποιος, χρειαζόταν χρήματα. Για αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι επέλεγαν να δουλέψουν μετά το σχολείο».

Λέγοντάς μου για τα χρόνια του ως «αλβανάκι» στην Ελλάδα, θυμάται κι ένα περιστατικό -που ίσως πολλοί από εμάς είχαν γίνει μάρτυρες- το οποίο σκιαγραφεί λίγο-πολύ τον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον «ξένο».

«Στην έκτη δημοτικού έγινε η κλήρωση και έτυχε να είμαι εγώ αυτός που θα σηκώσει τη σημαία», μου λέει. «Θυμάμαι που υπήρχαν παιδιά, κι ακόμα και φίλοι μου, οι οποίοι παραπονιόντουσαν που θα κρατούσε Αλβανός τη σημαία. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Εγώ το θεωρούσα τιμητικό για μια χώρα να δώσει τη σημαία σε ένα ξένο παιδί. Φαίνεται πως το παιδί αυτό τιμά με τη σειρά του αυτή τη χώρα».

«Εδώ τους Αλβανούς τους γαμάμε»

Όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα, ο Γιώργος είχε ακούσει πως ο στρατός είναι «περίεργο μέρος», όπως ανέφερε. Μπαίνοντας στο στρατόπεδο περίμενε ότι θα αντικρίσει κάθε λογής χαρακτήρες.

«Ακούμε πολλά για τον στρατό κάθε μέρα και τους ανθρώπους που τον υπηρετούν. Ωστόσο τον πρώτο καιρό που ήμουν στο στρατόπεδο δεν είχα δει ή ακούσει κάτι περίεργο, μέχρι που μια μέρα μας επισκέφτηκε ένας λοχίας», μου λέει.

«Δεν ξέρω τι έχετε ακούσει, αλλά εδώ τους Αλβανούς τους γαμάμε», αφηγείται ο Γιώργος γελώντας, λίγο αμήχανα. «Εκείνη την στιγμή ωστόσο φάνηκε σα μεμονωμένο περιστατικό», μου εξηγεί, «Δεν είχε μιλήσει κάποιος άλλος με τον ίδιο τρόπο».

Ωστόσο οι γονείς του Γιώργου βλέπουν την κλεψύδρα να αδειάζει για αυτούς στην Ελλάδα, καθώς σκέφτονται να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους.

«Κοίτα, η μητέρα μου έχει φτάσει σε μια ηλικία που δεν μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται άλλο ως καθαρίστρια. Με τα χρόνια ξεκίνησαν τα προβλήματα, όπως να της πονάνε τα πόδια. Πόσο να αντέξει;», εξηγεί.

«Ο πατέρας μου, σχεδόν 60 χρονών άνθρωπος αναγκάστηκε πρόσφατα να μεταναστεύσει για δεύτερη φορά στη ζωή του γιατί η οικοδομή έχει πεθάνει. Έπρεπε να δουλέψει, να βγάλει λεφτά», λέει ο Γιώργος.

«Ο πατέρας μου έπαιρνε πολύ λίγα ένσημα, αναλόγως πού θα εργαζόταν. Η μητέρα μου όμως, δούλευε μαύρα… Δε νοιάστηκε κανείς για τις γυναίκες αυτές», μου αναφέρει. «Πλησιάζοντας αργά στη σύνταξη και οι δύο, σκέφτονται να επιστρέψουν στην Αλβανία. Την αγάπησαν την Ελλάδα αλλά δυστυχώς δε βλέπουν μέλλον. Θα γυρίσουν, να βρίσκονται κοντά στους δικούς τους τουλάχιστον».

Ο φόβος της ακροδεξιάς

Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στην πλατεία Αττικής, η Βικτώρια, ένα κορίτσι 18 ετών, μου αφηγείται πώς είναι να μεγαλώνει ένα παιδί στην καρδιά της ελληνικής πρωτεύουσας, λίγα βήματα πιο πέρα από το κάστρο της Χρυσής Αυγής.

«Ήμουν μόλις Δημοτικό, όταν η Χρυσή Αυγή ξεκίνησε να εμφανίζεται στην πλατεία Αττικής. Δεν είχαν πειράξει, μπροστά μου τουλάχιστον, Αλβανούς. Είχαν επιτεθεί όμως σε άλλους μετανάστες, όπως Πακιστανούς. Μια φορά μάλιστα είχαν επιτεθεί σε έναν άντρα στην πλατεία, τον μαχαίρωσαν και τον άφησαν εκεί. Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τους κατοίκους, και τους γονείς μου, να ανησυχούν όταν κυκλοφορώ στην περιοχή», μου λέει.

«Δε μας είχαν επιτεθεί ποτέ ωστόσο» συνεχίζει, «μόνο η αστυνομία μας αντιμετώπιζε κυρίως περίεργα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αστυνομικοί εμφανίζονταν στην πλατεία για να κάνουν έλεγχο σε όσους Αλβανούς βρίσκονταν στην πλατεία» λέει και εξηγεί: «Μάλιστα δεν τους έκαναν καν έλεγχο τις περισσότερες φορές. Απλά τους προσήγαγαν με το πρόσχημα ότι δεν είχαν χαρτιά. Μια φορά είχαν ‘’μαζέψει’’ και τον πατέρα μου, ο οποίος απλώς δεν έτυχε να έχει τα χαρτιά μαζί του. Ωστόσο, το πρόβλημα λύθηκε ακριβώς την επόμενη μέρα. Γινόταν συχνά αυτό».

«Υπήρχαν περιορισμοί από τους γονείς μου. Φοβούνταν και ακόμα φοβούνται. Όχι μόνο για τις εξόδους το βράδυ, αλλά ακόμα και το πρωί. Έχουν υπάρξει φορές που μου έχουν πει μάλιστα να αποφεύγω να μιλάω αλβανικά στο λεωφορείο ή στο τραίνο. Δεν ξέρεις πώς μπορεί να αντιδράσει ο καθένας».

Στο 6ο Γυμνάσιο Αθηνών, όπου και πήγαινε πριν μερικά χρόνια η Βικτώρια, η πλειονότητα των μαθητών αποτελούνταν από μετανάστες. «Περίπου οχτώ στα δέκα παιδιά δεν ήταν Έλληνες. Οι περισσότεροι μάλιστα συμμαθητές μου ήταν Αλβανοί. Με έκανε να νιώθω πολύ άνετα αυτό, ήταν πολύ καλό το περιβάλλον και δε φοβόμουν να εκφραστώ ή να μιλήσω» μου λέει.

Η Βικτώρια γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Μένει τα τελευταία δέκα χρόνια στην περιοχή της πλατείας Αττικής με τους γονείς της. Ως παιδί δεύτερης γενιάς θα έπρεπε να της έχει δοθεί ιθαγένεια. Πέντε χρόνια μετά αφού κατέθεσε τα απαραίτητα έγγραφα, βρίσκεται ακόμα σε αναμονή.

«Χρειάζομαι τα χαρτιά για να μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου εδώ στην Ελλάδα. Γεννήθηκα εδώ, εδώ έχω σπουδάσει και εδώ έχω τους φίλους μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί ένα κράτος δεν μπορεί να δεχτεί ένα παιδί». Καταλαβαίνω ότι μπορεί να με βλέπουν σαν ξένη αλλά εμένα η ζωή μου είναι εδώ», μου λέι.

Είκοσι χρόνια τώρα συναντάμε στα θρανία μας, στις γειτονιές και τα ΜΜΜ τους «ξένους» της Αλβανίας. Είκοσι χρόνια μετά βλέπουμε να έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, η οποία ξεκινάει πλέον να κάνει τα πρώτα της βήματα να δέχεται τους ανθρώπους που τους αντιμετώπιζε σαν ανθρώπους που «ήρθαν στη χώρα τους να πάρουν τις δουλειές τους».

Κατά τα πρώτα χρόνια, όταν οι Αλβανοί χτύπησαν για πρώτη φορά την πόρτα της ελληνικής οικογένειας για δουλειά, δεν περίμεναν –μάλλον- τέτοια αντιμετώπιση, στιγματίζοντας ολόκληρη γενιά μεταναστών.

Η ταμπέλα του «λαθρομετανάστη» θα παίζει για τα επόμενα χρόνια στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, συνοδεύοντας τις επιθέσεις κατά των Αλβανών. Οι δολοφονίες μάλιστα μεταφράζονται και ως οργή των Ελλήνων ή φόβος. Το 1991, μόνο, καταγράφηκαν 15 ανθρωποκτονίες μεταναστών από Έλληνες. Πρώτα ήρθαν για τους Αλβανούς…

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.