Κάθε πρωί ο Μάικ Μαβίνγκα ξυπνάει γύρω στις έξι. Η γυναίκα του αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα υγείας, γι’ αυτό o 33χρονος αιτούντας άσυλο από το Κονγκό θέλει να έχει τελειώσει με τις δουλειές που πρέπει να γίνουν στο σπίτι, πριν φύγει για τη δουλειά.
Γύρω στις επτάμισι ανεβαίνει στο ποδήλατό του. Χρειάζεται περίπου σαράντα λεπτά για να βγει από την πόλη της Καρδίτσας, να συνεχίσει στον περιφερειακό Καρδίτσας-Τρικάλων με τις μεγάλες αποθήκες δεξιά κι αριστερά του δρόμου, και να περάσει την πύλη της μάντρας με τα αυτοκίνητα που βρίσκεται στο τρίτο χιλιόμετρο.
Εργάζεται έως τη μία το μεσημέρι, όταν ανεβαίνει στο ποδήλατο και πάλι, ώστε να επιστρέψει στο διαμέρισμα και να μπει στο Zoom για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ελληνικών που προσφέρει η Αναπτυξιακή Καρδίτσας (ΑΝΚΑ) στους αιτούντες άσυλο της πόλης. Έπειτα γυρίζει πάλι στη δουλειά.
Ο Μαβίνγκα έχει συμπληρώσει ένα χρόνο από όταν έφτασε στην επαρχιακή πόλη της Θεσσαλίας. Από τον Ιούλιο του 2020 εργάζεται στη Lux Cars, όπου φροντίζει για τη συντήρηση και καθαριότητα — μεταχειρισμένων και νέων — αυτοκινήτων που ετοιμάζονται να προσφερθούν για πώληση.
Από τη στιγμή που έπιασε δουλειά, λέει, νιώθει καλύτερα με τη ζωή εδώ. Ένα μήνα πριν ξεκινήσει να εργάζεται για την εταιρεία, στις 12 Ιουνίου 2020, η γυναίκα του γέννησε στην Καρδίτσα το πρώτο τους παιδί.
Το επόμενο παιδί, αστειεύεται ο Μαβίνγκα, θα το βγάλουν Φώτη.
Ο Μάικ και ο Φώτης
Ο Φώτης Κουκουράβας είναι ο ιδιοκτήτης της Lux Cars και αφεντικό του Μαβίνγκα. Στο κινητό του, μια μέρα του περασμένου Ιανουαρίου που οι δυο τους μας υποδέχονται στη μάντρα, ο Κουκουράβας μας δείχνει φωτογραφίες του γιού του Μαβίνγκα με καμάρι.
Ο ίδιος δεν γνώριζε τον Μαβίνγκα πριν τον προσλάβει. Ένας φίλος του που έμενε στην ίδια πολυκατοικία, στην οποία στα πλαίσια του προγράμματος ESTIA είχε προσφερθεί ένα διαμέρισμα στην οικογένεια από το Κονγκό, του μίλησε για εκείνον, και τον προσέλαβε.
Ο Μαβίνγκα μιλάει γαλλικά. Ο Κουκουράβας, που έχει μεγαλώσει στη Γερμανία, γερμανικά. Η καθημερινή συνεννόηση μεταξύ τους περιλαμβάνει νοήματα και χειρονομίες, που εμπλουτίζονται με σκόρπιες λέξεις στα ελληνικά και τα αγγλικά.
Αλλά η δουλειά βγαίνει όπως πρέπει. Άλλωστε, «πλέον και ο Μάικ καταλαβαίνει ελληνικά», λέει ο Κουκουράβας. «Έτσι δεν είναι;». Ο Μαβίνγκα γνέφει καταφατικά χαμογελώντας.
Δεν είναι πως ο Κουκουράβας δεν έχει ακούσει ρατσιστικά σχόλια από όταν προσέλαβε τον Μαβίνγκα στην επιχείρησή του. Αλλά, όπως λέει, εκτός από το γεγονός ότι έχοντας ζήσει στο εξωτερικό γνωρίζει πως είναι να είσαι ξένος, τα λόγια αυτά δεν τον αγγίζουν.
«Έχω μάθει να κοιτάω τον άλλον στα μάτια και, αν μου κάνει, τελείωσε. Δεν με νοιάζουν αυτά τα σχόλια γιατί εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Και αν θέλω θα προσλάβω και άλλον», λέει.
Για την ακρίβεια ήδη, ξέροντας πως σύντομα θα χρειαστεί ένα ακόμη άτομο στη δουλειά, ο Κουκουράβας σκέφτεται να ζητήσει από τον Μαβίνγκα να του συστήσει κάποιον από την αφρικανική κοινότητα των αιτούντων άσυλο στην Καρδίτσα, της οποίας είναι πρόεδρος.
«Δεν είναι εύκολο να αφήνεις μια χώρα»
Ο Μάρτιος φέτος έχει διπλή σημασία για τον Μαβίνγκα, καθώς πέραν του ότι γίνεται 33 ετών, θα περάσει και από τη συνέντευξη για το αίτημά του για λήψη διεθνούς προστασίας.
Ο Κουκουράβας είναι αισιόδοξος: «Θα μείνει, ο Μάικ θα μείνει εδώ». Πίσω στο Κονγκό, ο Μαβίνγκα εργαζόταν ως ηλεκτρονικός, επιφορτισμένος με την τοποθέτηση και συντήρηση των κεραιών τηλεπικοινωνίας μεγάλης εταιρείας. Είχε φτιάξει το σπίτι του και, προτού αναγκαστεί να το εγκαταλείψει, για την Ελλάδα γνώριζε μονάχα τα «βασικά»: ότι η χώρα είχε κατακτήσει το EURO 2004 στο ποδόσφαιρο και πέρασε μια πολυετή οικονομική κρίση τα επόμενα χρόνια.
Ένας μεγάλος αριθμός των αιτούντων άσυλο που βρίσκονται στην Ελλάδα φαντάζονται τη ζωή τους σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, με τη Γερμανία να είναι εκείνη που αναφέρεται συχνότερα. Ορισμένοι αναζητούν τρόπους να φύγουν από τη χώρα, ενώ το αίτημά τους για άσυλο ακόμη εκκρεμεί. Άλλοι, ακόμη και εάν τελικά λάβουν διεθνή προστασία στην Ελλάδα, στην πρώτη ευκαιρία φεύγουν για αλλού στην Ευρώπη.
Ο Μαβίνγκα δεν σκέφτεται να φύγει — ούτε για τη Γερμανία, ούτε για κάποια άλλη χώρα. «Εάν έρθει και το boss (αφεντικό), εντάξει», αστειεύεται. Όταν σοβαρεύει, όμως, προσθέτει, με ήρεμη φωνή, πως δεν είναι καθόλου εύκολο να αφήνεις μια χώρα για μια άλλη.
Εκείνος το έκανε, γιατί χρειάστηκε. Αλλά δεν θα ήθελε να το ζήσει ξανά.
Πρόσβαση στην εργασία – στα χαρτιά
Τους τελευταίους μήνες, το Solomon πραγματοποιεί μια μεγάλη έρευνα σχετικά με την εργασιακή πραγματικότητα των ανθρώπων σε κίνηση (αιτούντων άσυλο, προσφύγων, μεταναστών) στην Ελλάδα στη συγκυρία της πανδημίας. Στα πλαίσια αυτής, και καλύπτοντας διαφορετικές περιοχές της χώρας, συνομιλούμε τόσο με τους ίδιους όσο και με κρατικούς λειτουργούς, αξιωματούχους, ερευνητές κι ανθρώπους με εμπειρία στο πεδίο.
Εάν, λοιπόν, έπρεπε να κρίνουμε πόσο αντιπροσωπευτική σε σχέση με τη γενική εμπειρία που συναντούμε όλο αυτό το διάστημα είναι η περίπτωση ενός αιτούντα άσυλο που εργάζεται με ασφάλιση, έχοντας δημιουργήσει δεσμούς με τον εργοδότη του, και μαθαίνει ελληνικά με την προοπτική να συνεχίσει τις σπουδές του και να ριζώσει στην Ελλάδα, τότε θα έπρεπε δίχως δισταγμό να πούμε πως ο Μάικ Μαβίνγκα βρίσκεται πολύ κοντύτερα στο να θεωρηθεί εξαίρεση, παρά κανόνας.
Έχουν περάσει τουλάχιστον πέντε χρόνια από την κορύφωση του προσφυγικού φαινομένου και το σύνολο των χρημάτων από ευρωπαϊκά κονδύλια που έχουν διατεθεί στην Ελλάδα, σε αυτό το διάστημα, ξεπερνά τα 2 δισ. Ευρώ.
Τι συμβαίνει ως προς την ένταξη των προσφύγων στην αγορά εργασίας;
Στη θεωρία, φέρεται να αποτελεί «βασική προτεραιότητα» τόσο για την παρούσα κυβέρνηση, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου της οποίας, Νότης Μηταράκης, έχει δηλώσει πως «θέλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στους πρόσφυγες να γίνουν ενεργά μέλη της οικονομίας και της κοινωνίας», όσο και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, κατά τη διακυβέρνηση της οποίας παρουσιάστηκε η Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη.
Σε αυτή, άλλωστε, η απασχόληση αναγνωρίζεται ρητά ως βασικό στοιχείο της διαδικασίας ένταξης, καθώς «η εξεύρεση εργασίας είναι θεμελιώδους σημασίας για τη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας».
Η πολύμηνη έρευνα του Solomon δείχνει πως παρά τις εκάστοτε κυβερνητικές εξαγγελίες, τα χρόνια που έχουν περάσει, και το ύψος των χρημάτων που έχουν διοχετευθεί στην Ελλάδα, ελάχιστα βήματα έχουν γίνει πράγματι προς αυτή την κατεύθυνση.
Τόσο, που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η εργασιακή ένταξη όχι μόνο δεν έχει επιτευχθεί, αλλά ούτε και προσεγγιστεί κατά υποψία. Και πως γι’ αυτό, αναπόφευκτα, οι εικόνες από εξώσεις αναγνωρισμένων προσφύγων, που τις τελευταίες εβδομάδες έφτασαν από τα Γρεβενά ως την Κόρινθο και τη Θεσσαλονίκη, και από την Σπάρτη έως τη Χαλκίδα, θα επαναλαμβάνονται και τα επόμενα χρόνια.
Πέντε Σύροι πρόσφυγες στην Καρδίτσα
Ας επιστρέψουμε στην Καρδίτσα. Είναι Ιανουάριος του 2021, στον κάμπο έχει βροχή και υγρασία, και στο σπασμένο παράθυρο στο αγροτόσπιτό του ο Σαμίρ Χασάν έχει τοποθετήσει νάυλον για μπάλωμα.
Ξέρει πως θα πρέπει να το επισκευάσει άμεσα για να αντιμετωπίσει το κρύο. Αλλά το περιορισμένο του εισόδημα τον ανάγκασε να πρέπει να επιλέξει τη δαπάνη του χειμώνα: παράθυρο ή ξύλα για τη σόμπα.
Τις ώρες που μας φιλοξενεί με το συνάδελφο Θοδωρή Νικολάου στο σπίτι, και ενώ εμείς σερβιριζόμαστε ζεστό τσάι και φθηνά αφορολόγητα τσιγάρα από την Αχαρνών, και τα πέντε του παιδιά μας περιεργάζονται ή γέρνουν και αποκοιμιούνται από τις συζητήσεις των μεγάλων, ο Χασάν τροφοδοτεί τακτικά τη σόμπα με ξύλα. Πέρα από τα στρώματα, πρόκειται για το μόνο έπιπλο που δεσπόζει στο δωμάτιο με τους ποτισμένους από την υγρασία τοίχους.
Εκτός από την οικογένεια του οικοδεσπότη, μαζί μας βρίσκονται ο Μοχαμάντ, ο Αλί, ο Αμπντεραχμάν Πιλάρ, ο Σαλίμ Μαχμούντ. Και ο Φεράζ. Ο Φεράζ είναι από την Παλαιστίνη και έχει συμπληρώσει 20 χρόνια στην Ελλάδα. «Ερωτικός μετανάστης», αστειεύεται ο ίδιος. Έχει σπουδάσει γεωπόνος, έχει ζήσει στην Θεσσαλονίκη και μισή ντουζίνα άλλες πόλεις, και εργάζεται ως διερμηνέας στην ΑΝΚΑ.
Χρέη διερμηνέα καλείται να εκτελέσει και σήμερα, καθώς αναλαμβάνει να μεταφέρει στα ελληνικά τα λεγόμενα των Σύρων, αναγνωρισμένων προσφύγων, που ήρθαν στην Ελλάδα το 2018. Έφτασαν στη Σάμο και έμειναν στον καταυλισμό Βαθύ, όπου «αναγκάστηκαν να επιστρέψουν χίλια τετρακόσια χρόνια πίσω» και «έγιναν μια οικογένεια με τους αρουραίους» προτού μεταφερθούν σε διαμερίσματα στην πόλη της Καρδίτσας.
Η κοινή καταγωγή δεν είναι το μόνο πράγμα που οι πέντε Σύροι μοιράζονται. Έχουν όλοι τους συγγενείς ή φίλους που, αφ’ όταν ξεκίνησε ο πόλεμος πριν από δέκα χρόνια, εγκατέλειψαν τη χώρα πριν από αυτούς. Αυτό σημαίνει πως οι συγγενείς και φίλοι τους είχαν τη «δυνατότητα» να μείνουν σε καλύτερες συνθήκες στα νησιά του Αιγαίου όπου βρέθηκαν, αλλά, κυρίως, μπόρεσαν να συνεχίσουν ταχύτερα το ταξίδι τους προς την Ευρώπη.
Ζώντας εκεί πια, λένε, έμαθαν τη γλώσσα, εργάζονται, έχουν φτιάξει τη ζωή τους. Κάποιοι απέκτησαν με δάνειο και αυτοκίνητο για τις οικογένειές τους. «Και εσείς;», ρωτάμε τους συνομιλητές μας. Οι ίδιοι, απαντούν, συχνά εξαρτώνται από εκείνους που τα έχουν καταφέρει στην Ευρώπη, και χρειάζεται να ζητούν την οικονομική τους βοήθεια για να καταφέρουν να βγάλουν το μήνα.
«Γνωρίζουμε πως κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό που θέλουμε είναι να παίρνουμε επιδόματα. Αλλά όσο ήμασταν στην Τουρκία δεν παίρναμε οποιαδήποτε βοήθεια και ήμασταν καλά — ήμασταν καλά γιατί μπορούσαμε να εργαστούμε», λέει ο Μοχαμάντ.
«Δεν είμαστε τεμπέληδες, είμαστε άνθρωποι που τους αρέσει να κουράζονται. Στη Συρία τα παιδιά ξεκινούν να δουλεύουν από το δημοτικό», προσθέτει. Αλλά όταν η κουβέντα φτάνει στις εργασιακές εμπειρίες τους στην Ελλάδα, οι τόνοι ανεβαίνουν και οι εκφράσεις σκληραίνουν στα πρόσωπά τους. Καθώς κάποιος αφηγείται την εμπειρία του, οι υπόλοιποι παρεμβαίνουν, θέλουν να μοιραστούν κι εκείνοι κάποιο δικό τους περιστατικό.
Κι αυτό που έχουν γνωρίσει, κυρίως, είναι η εργασιακή εκμετάλλευση.
Μεροκάματο των 10 ή 15 ευρώ
Πίσω στο Χαλέπι, ο Μοχαμάντ διατηρούσε μαζί με τον πατέρα του κατάστημα με κινητά τηλέφωνα. Ο Σαλίμ Μαχμούντ έφτιαχνε στρώματα και κουρτίνες. Ο Σαμίρ Χασάν ήταν ράπτης και στο εργοστάσιο όπου ήταν υπεύθυνος είχε 18 εργάτες υπό την επίβλεψή του.
Στην Καρδίτσα έχουν εργαστεί όλοι τους κυρίως σε καλλιέργειες και στην οικοδομή. Με, και συχνότερα χωρίς ασφάλιση.
Από το 2015, που η Καρδίτσα φιλοξενεί πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, 25-50 άτομα απασχολούνται κάθε χρόνο στις αγροτικές καλλιέργειες μέσα από τη συνεργασία της ΑΝΚΑ με τοπικούς συνεταιρισμούς και παραγωγούς.
Το περασμένο καλοκαίρι, λόγω της πανδημίας, τα σύνορα με την Αλβανία, που τροφοδοτεί κατά βάση με εργατικό δυναμικό τους κάμπους, έμειναν για μεγάλο διάστημα κλειστά. Υπήρξε μια έξτρα ανάγκη για εργατικά χέρια.
Έτσι, αρκετοί εργάστηκαν με ασφάλιση (εργόσημο) ως εργάτες γης, στις πιπεριές, τον καπνό, το καλαμπόκι ή το βαμβάκι.
Άλλωστε, όπως εξηγούσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Solomon, ο ερευνητής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Απόστολος Καψάλης, και οι ίδιοι οι παραγωγοί προτιμούν την απασχόληση εργατών με εργόσημο, αφού οι αμοιβές τους τότε εκπίπτουν της εφορίας.
Έχουν όμως εργαστεί — δίχως ασφάλιση — και με μεροκάματο των δέκα ή των δεκαπέντε ευρώ στα χωράφια. Ή έχουν «κολλήσει» δύο μεροκάματα σε μια μέρα: ο Σαμίρ Χασάν λέει πως για ένα διάστημα εργαζόταν το πρωί στα χωράφια και το απόγευμα σε εργοστάσιο κατασκευής τούβλων, από τις εφτάμιση το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ. Το μεροκάματό του ήταν 25 ευρώ.
Έχουν περάσει διαστήματα απλήρωτοι, κατά τα οποία παρότι εργάζονταν έπρεπε να ζήσουν με δανεικά. Έχουν ξεγελαστεί από εργοδότες τους ούτως ώστε να υπογράψουν, δίχως να γνωρίζουν ελληνικά, το χαρτί της παραίτησής τους. Κι έχουν αντιληφθεί μήνες μετά πως, παρά τα όσα νόμιζαν, εργάζονταν δίχως ασφάλιση.
«Κανείς δεν θα δεχόταν τις αμοιβές μας»
Αρκετούς από τους εργοδότες που αναφέρουν στην κουβέντα μας, όμως, τους θυμούνται ευχάριστα. Είναι εκείνοι που ακόμη και εάν τους πρόσφεραν μικρό μεροκάματο, τους φέρθηκαν καλά και τους έκαναν να νιώσουν πως έχουν κι εκείνοι θέση στην Ελλάδα.
Για οδηγό έχουν μια αραβική παροιμία που λέει πως «ξεκίνα με τα λίγα, για να φτάσεις στα πολλά». Έτσι, λένε πως ακόμη και όταν είχαν χαμηλό μεροκάματο, το ξημέρωμα που έφευγαν για τα χωράφια πήγαιναν τραγουδώντας με ενθουσιασμό.
«Δεν θέλουμε παλάτια αλλά απλώς να ζήσουμε. Εγώ έχω παιδιά και πρέπει να τα ταΐσω. Οπότε, ακόμη και δέκα ευρώ να μου δίνουν για δουλειά, θα πάω να δουλέψω», λέει ο Σαλίμ Μαχμούντ.
Οι υπόλοιπες ευκαιρίες απασχόλησης που είχαν ήταν κυρίως στην οικοδομή. Η μοίρα τους συνδέεται και πάλι με κείνη των Αλβανών: είναι εκείνοι που τους παίρνουν να δουλέψουν σε οικοδομές που ανεγείρονται στην πόλη. Το μεροκάματο που λαμβάνουν για την επίπονη δουλειά στην οικοδομή είναι 15 ευρώ.
Γνωρίζουν πως οι άνθρωποι που τους απασχολούν με όρους εκμετάλλευσης σήμερα είχαν τα ίδια βιώματα κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. «Μας το λένε οι ίδιοι», λέει ο Σαλίμ Μαχμούντ. «Πως στην ίδια ακριβώς θέση που βρισκόμαστε εμείς σήμερα, βρίσκονταν τότε εκείνοι όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Και πως κανένας άλλος δεν θα δεχόταν τις αμοιβές που δεχόμαστε εμείς».
Ρωτήσαμε τους αρμόδιους
Γεγονός που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι πως, σε θεωρητικό επίπεδο, τόσο οι αιτούντες άσυλο όσο και οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα, έχουν δικαίωμα στη νόμιμη εργασία.
Συγκεκριμένα, με την προηγούμενη κυβέρνηση οι αιτούντες άσυλο μπορούσαν να απασχοληθούν με σχέση εξαρτημένης εργασίας άπαξ και έκαναν αίτηση για λήψη διεθνούς προστασίας, ενώ με την παρούσα το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται αφού παρέλθει εξάμηνο από την αίτηση.
Στη σχετική αιτιολογική έκθεση για την αλλαγή της νομοθεσίας, δηλώνεται πως η τροποποίηση εισάγεται «προκειμένου να μην καθίσταται το σύστημα ασύλου ελκυστικό σε πολίτες τρίτων χωρών». Αλλά η πραγματικότητα είναι πως, ούτως ή άλλως, τέτοιος «φόβος» δεν ευσταθεί.
Όπως εξηγεί σε μια εκτενή συνέντευξή του στο Solomon ο Paul Schlag, ερευνητής και συντάκτης πρόσφατης δημοσιευμένης έρευνας για την εργασιακή ένταξη των νεαρών προσφύγων στην ελληνική αγορά εργασίας, παρότι οι πρόσφυγες θεωρητικά απολαμβάνουν την πλήρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, ως επί το πλείστον ωθούνται στην ανασφάλιστη εργασία με συνέπεια να παραμένουν αποκλεισμένοι από τα εργασιακά τους δικαιώματα και την πλήρη κοινωνική τους ένταξη.
Με βάση τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας, στην Ελλάδα βρίσκονται σήμερα περίπου 119.700 αιτούντες άσυλο και αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, από τους οποίους 100.600 στην ενδοχώρα και 19.100 στα νησιά του Αιγαίου.
Ζητήσαμε να λάβουμε στοιχεία, έστω κατά προσέγγιση, αναφορικά με το πόσοι εκ των ενηλίκων εργάζονται σήμερα με μορφή εξαρτημένης απασχόλησης και την προβλεπόμενη ασφάλιση. Απευθυνθήκαμε στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ) και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR).
Μας αποκρίθηκαν άμεσα οι δύο διεθνείς οργανισμοί (ΔΟΜ, Ύπατη Αρμοστεία), δίχως όμως να διαθέτουν συγκεκριμένα στοιχεία ως προς αυτό. Το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, το οποίο πρόσφατα απέκτησε υφυπουργό αρμόδια με το χαρτοφυλάκιο της ένταξης, δεν μας απάντησε.
Χειρότερη η εικόνα σε νησιά και δομές φιλοξενίας
Η εικόνα που παρουσιάζεται σε πολλές περιοχές της χώρας είναι πολύ χειρότερη, καθώς οι δυσκολίες ξεκινούν πολύ πριν την αναζήτηση και εύρεση εργασίας, δηλαδή από την έκδοση ΑΦΜ ή το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού.
Σε σχετικό ενημερωτικό οδηγό της προς τους αιτούντες άσυλο, η Ύπατη Αρμοστεία θέτει εύσχημα τις δυσκολίες που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν, για παράδειγμα, στην προσπάθειά τους να ανοίξουν ένα τραπεζικό λογαριασμό:
«Σημειώστε ότι η εμπειρία που σχετίζεται με το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού στην Ελλάδα ποικίλει από άτομο σε άτομο. Η εξυπηρέτηση σε ορισμένες τράπεζες είναι καλύτερη σε σχέση με άλλες. Μπορείτε να ζητήσετε βοήθεια από Έλληνες φίλους σας ή από μια ελληνική ΜΚΟ».
Τόσο αιτούντες άσυλο όσο και εργαζόμενοι ΜΚΟ που μίλησαν στο Solomon είπαν πως το φαινόμενο των τραπεζών που αρνούνται να ανοίξουν λογαριασμό σε έναν αιτούντα, παρότι ισχύει σχετική πρόβλεψη από χρόνια, είναι άκρως σύνηθες.
Σε άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου, οι τοπικές εφορίες αρνούνται δίχως εξήγηση να τους εκδώσουν ΑΦΜ — που επίσης προβλέπεται. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε ορισμένους ανθρώπους να λειτουργούν ως «μεσάζοντες»: διασφαλίζοντας μια αμοιβή για τον εαυτό τους από τους ενδιαφερόμενους αιτούντες άσυλο, απευθύνονται στη συνέχεια σε συγκεκριμένες εφορίες, όπου και φροντίζουν οι «πελάτες» τους να λάβουν ΑΦΜ δίχως κανένα πρόβλημα.
Τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα στις δομές της ηπειρωτικής Ελλάδας, τις οποίες διαχειρίζεται ο ΔΟΜ. Ο ΔΟΜ «τρέχει» 32 δομές στην ηπειρωτική Ελλάδα, με συνολική χωρητικότητα 30.729 θέσεων. Αλλά, σύμφωνα με τα στοιχεία του, μεταξύ όσων από αυτούς είναι ενήλικοι μόλις ένας στους τρεις (32.66%) έχει ΑΦΜ. Και μόνο ένας στους δέκα (10.90%) άνω τον 15 ετών είναι γραμμένος στον ΟΑΕΔ.
Ακόμη λιγότεροι εξ αυτών εκτιμάται πως εργάζονται με ασφάλιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μυρσίνη Ηλείας. Εκεί, η δομή που λειτουργεί θεωρούνταν πρότυπο κατά τα πρώτα χρόνια του προσφυγικού φαινομένου, καθώς διασφαλίζονταν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στους ενοίκους, που ήταν κυρίως Συριακής καταγωγής.
Την περασμένη αγροτική σεζόν, ωστόσο, δίχως να έχει ληφθεί καμία ουσιαστική μέριμνα για την εργασιακή ένταξή τους ή την αξιοποίηση της υπάρχουσας επαγγελματικής τους κατάρτισης από την τοπική κοινωνία, πρόσφυγες της δομής εργάζονταν για μεροκάματο των 15 ευρώ στα χωράφια. Όπως δηλαδή στην Καρδίτσα.
Η σημασία του παραδείγματος της Καρδίτσας
Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους το παράδειγμα της Καρδίτσας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αναφορικά με την εργασιακή ένταξη των προσφύγων. Ο κύριος είναι πως η θεσσαλική πόλη, που φιλοξενεί πρόσφυγες από το 2015 και συμμετέχει στο Δίκτυο των Πόλεων για την Ένταξη, θεωρείται ένα ιδιαίτερα θετικό παράδειγμα στην ελληνική πραγματικότητα.
Στην ΑΝΚΑ, για υπηρεσίες που σχετίζονται με τους πρόσφυγες, απασχολούνται 36 άτομα. Τα προβλήματα που αλλού προκύπτουν από την άρνηση ενός τραπεζικού υπαλλήλου να ανοίξει λογαριασμό έχουν αποφευχθεί, μέσα από τη συνεργασία με την Συνεταιριστική Καρδίτσας, ενώ στην επαφή των προσφύγων με δημόσιες υπηρεσίες υπάρχει η υποστήριξη διερμηνέων και κοινωνικών λειτουργών.
Οι πρόσφυγες που βρίσκονται ήδη στην πόλη συμμετέχουν στην προσπάθεια ένταξης και όσων φτάνουν αργότερα. Καθ’ όλα τα χρόνια, εναντίον προσφύγων δεν έχουν σημειωθεί περιστατικά όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, και περίπου 450 πρόσφυγες βρίσκονται σήμερα μεταξύ του πληθυσμού των 55.000 κατοίκων της πόλης.
Οι σχέσεις που οικοδομούνται μεταξύ των προσφύγων και του ντόπιου πληθυσμού αποδείχθηκαν στην περίπτωση της καταστροφικής πλημμύρας τον περασμένο Σεπτέμβριο, όπου πρόσφυγες βρέθηκαν στο πλευρό των πληγέντων από την πρώτη στιγμή. Αντίστοιχη κινητοποίηση υπάρχει και για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Μάσκες εθελοντικά – γιατί αλλιώς δεν γίνεται
Στο Σταυροδρόμι, το Διαπολιτισμικό Κέντρο της ΑΝΚΑ που εγκαινιάστηκε το 2019 στην Καρδίτσα, συναντάμε την 33χρονη Σαμπρίν από το Ιράκ και τον 31χρονο Σιρουάν από τη Συρία.
Τους τελευταίους μήνες, με την χορηγία ραπτομηχανών από την Ύπατη Αρμοστεία και τη βοήθεια της κυρίας Μιχαέλας, έχουν ράψει συνολικά «ολόκληρα χιλιόμετρα από ύφασμα», όπως η ίδια λέει, παράγοντας περίπου 150 μάσκες την εβδομάδα οι οποίες στη συνέχεια προσφέρονται σε ανθρώπους της πόλης.
Η Σαμπρίν και ο Σιρουάν έχουν δουλέψει από πολύ μικρή ηλικία ως ράφτες, και έτσι με το ξέσπασμα της πανδημίας προσφέρθηκαν εθελοντικά να αξιοποιήσουν τις δεξιότητες τους στην ραπτική για να βοηθήσουν την τοπική κοινωνία. Ωστόσο, το πρόβλημα της αναζήτησης και εύρεσης εργασίας, που θα τους εξασφαλίσει κάποιο εισόδημα, παραμένει.
Οι ίδιοι θα ήθελαν να εργάζονται. Η Σαμπρίν λέει πως ψάχνει δουλειά από την πρώτη ημέρα που βρέθηκε στην Καρδίτσα, αφού θέλει «να νιώθει χρήσιμη και όχι απλώς να κάθεται, να τρώει, να κοιμάταιν». Θα ήθελε να μείνει στην Ελλάδα. Κι εκείνη όπως ο Μαβίνγκα, στη μάντρα αυτοκινήτων, έχει κουραστεί να φεύγει διαρκώς.
Το όνειρο της Γερμανίας
Για τους πέντε Σύρους που συναντήσαμε δεν ισχύει το ίδιο. Είναι αποφασισμένοι, όταν λάβουν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, να φύγουν από την Ελλάδα.
«Ορκίζομαι πως αυτή τη στιγμή έχω πάνω μου μόνο δέκα ευρώ για το γάλα των παιδιών. Ντρέπομαι να το πω, αλλά στην πόλη γνωρίζουμε πως υπάρχουν και άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια. Μπείτε στη θέση μας. Τι να κάνουμε; Να ζητιανέψουμε ή να κλέψουμε τράπεζα; Αφού δεν μας θέλετε εδώ, και το βλέπουμε, δώστε μας τουλάχιστον τα ταξιδιωτικά μας έγγραφα για να φύγουμε και να είστε καλά», λέει ο Μοχαμάντ.
Πιστεύουν πως η Ελλάδα θα μετανιώσει που δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες των προσφύγων για το όφελός της. «Η Γερμανία και η Τουρκία που το έκαναν δεν είναι χαζές». Και, μιλώντας με συγγενείς τους στη Γερμανία, η ιδέα του να μετακομίσουν και οι ίδιοι εκεί, όπου θα μπορούν να εργάζονται και να συντηρούν την οικογένειά τους, φαντάζει όλο και πιο θελκτική.
«Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τους Έλληνες. Ίσα-ίσα που και με τους ανθρώπους και με τον καιρό, συχνά νιώθουμε σαν στη χώρα μας. Αλλά είμαι 23 χρονών. Θα έπρεπε κανονικά να ζω τη ζωή μου, αλλά μέχρι τώρα έχω βιώσει μόνο πόνο και δυστυχία. Πρέπει να φύγω τουλάχιστον για τα παιδιά μου».
Η προοπτική της Γερμανίας υπάρχει στο μυαλό μεγάλου μέρους των αιτούντων άσυλο και αναγνωρισμένων προσφύγων στην Ελλάδα. Ακόμα και στην Καρδίτσα, όπου πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται σε άλλες περιοχές είναι λυμένα, κάθε τόσο κάποιος αναχωρεί για τη Γερμανία με το πλάνο να χτίσει τη ζωή του εκεί.
Μεταξύ των εργαζομένων στην ΑΝΚΑ, αναφέρεται η περίπτωση ενός Σύριου πρόσφυγα, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει το πιο δυνατό παράδειγμα ένταξης, όπως το θέτουν. Είχε συμπληρώσει ενάμιση χρόνο στην Καρδίτσα, εργαζόταν σε ένα υποδηματοποιείο, ήταν ευχαριστημένος με την αμοιβή και τη ζωή του στην πόλη.
Ακόμη κι εκείνος, όμως, συγκέντρωσε τα 1.500 δολάρια που απαιτούνταν για το «λάδωμα» για να πάρει το διαβατήριό του νωρίτερα, και όταν το έλαβε έφυγε για τη Γερμανία.
Η προσδοκία μεγάλου μέρους των αιτούντων άσυλο πως η ζωή τους θα συνεχιστεί στη Γερμανία έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνονται οι προοπτικές ένταξης ακόμη κι εκείνων που θα μείνουν στην Ελλάδα. Συχνά όταν προσφέρονται μαθήματα ελληνικών, για παράδειγμα, η συμμετοχή είναι μικρή. Το ενδιαφέρον για μαθήματα γερμανικών ή αγγλικών είναι μεγαλύτερο.
Υπάρχει σχεδιασμός για την ένταξη στην Ελλάδα;
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως το ζήτημα της ένταξης αποτελεί για εκείνη προτεραιότητα.
Αλλά εδώ δημιουργείται μια διφορούμενη κατάσταση, καθώς διόρισε μεν προσφάτως υφυπουργό με αρμοδιότητα το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο, αλλά επέλεξε για τη θέση στέλεχός της που στο παρελθόν έχει αποκαλέσει τους αιτούντες άσυλο που φτάνουν στην Ελλάδα «άοπλους εισβολείς». Σε μια από τις πρώτες επίσημες δηλώσεις ύστερα από την ανάληψη των καθηκόντων της, η Σοφία Βούλτεψη αναφέρθηκε στις δεξιότητες που θα λάβουν οι πρόσφυγες, που «θα τους είναι χρήσιμες όταν γυρίσουν στις δικές τους πατρίδες».
Οι πρόσφυγες όμως, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να επιστρέψουν στις χώρες τους. Για την ακρίβεια τους απαγορεύεται, και εάν συμβεί αυτό χάνουν το καθεστώς προστασίας που τους έχει αποδοθεί (αφού σημαίνει πως δεν κινδυνεύουν εκεί). Κυρίως, όμως, δεν υπάρχουν οι συνθήκες για να επιστρέψουν.
«Αν δεν είχαμε πόλεμο δεν θα φεύγαμε. Αν το ζήτημα ήταν απλώς ότι πεινάγαμε, θα καθόμασταν να πεινάμε. Δεν υπολογίζαμε να φύγουμε από τη χώρα μας, ούτε έξω από την πόλη μας δεν φεύγαμε προτού ξεσπάσει ο πόλεμος», λέει ο Χασάν, λίγο πριν τους αποχαιρετήσουμε.
«Αλλά τώρα δεν μπορούμε να γυρίσουμε, για το καθεστώς θεωρούμαστε λιποτάκτες. Εγώ έφυγα από τη Συρία για να μη σκοτωθώ και για να μη χρειαστεί να σκοτώσω».
Το άρθρο δημοσιεύεται στα πλαίσια της πολύμηνης δημοσιογραφικής έρευνας «Μετανάστευση και εργασία στην Ελλάδα τον καιρό του κορονοϊού» του Solomon, που υποστηρίζεται από το Rosa Luxemburg Stiftung – Office in Greece.