26 / 10 / 2020

«Μαμά, τι είναι οι Αλβανοί;»

Ο Μάριος και η Μιρέλα έφτασαν στην Ελλάδα πριν 24 χρόνια. Τα παιδιά τους γεννήθηκαν εδώ, κι εκείνοι καλλιεργούν το σκόρδο που κάνει γνωστό στο εξωτερικό τον Πλατύκαμπο Λάρισας. Αλλά ακόμα περιμένουν την ελληνική ιθαγένεια.

Credits

Ρεπορτάζ:

Φωτογραφίες:

Επιμέλεια:

Tags:

Translations

Τους θερινούς μήνες, ο Θεσσαλικός κάμπος κατακλύζεται από τη μυρωδιά των σκόρδων.

Την περίοδο αυτή συναντάς εργάτες στις αυλές των σπιτιών, μπροστά από μεγάλες ανοιχτές αποθήκες, να πλέκουν τα μαραμένα σκόρδα σε αρμαθιές. Μικρά φορτηγά Ρομά καταφθάνουν και περιφέρονται στους δρόμους του χωριού, παζαρεύοντας με τους παραγωγούς την τιμή του σκόρδου που έπειτα θα μεταπωλήσουν στις λαϊκές αγορές των αστικών κέντρων — ίσως και στα τριπλά λεφτά, όπως λένε οι ίδιοι οι παραγωγοί.

Τον περασμένο Ιούλιο, κάτω από τον ίσκιο ενός αυτοσχέδιου υπόστεγου, όπου στεγάζουν τη δική τους σοδειά, συνάντησα τον Μάριο και τη γυναίκα του Μιρέλα. Βρήκα τον Μάριο να πλέκει σκόρδα, ενώ η Μιρέλα είχε επιστρέψει στο σπίτι για να τελειώσει με τις δουλειές εκεί πριν την προλάβει το μεσημέρι. «Θα την φωνάξω να σου δείξει πως πλέκουμε τα σκόρδα», μου είπε ο Μάριος. «Το κάνει πιο σωστά και γρήγορα από μένα».

Το ζευγάρι από την Αλβανία ζει μαζί με τους δύο γιους του στον Πλατύκαμπο Λάρισας, μία από τις κυριότερες περιοχές παραγωγής σκόρδου στην Ελλάδα, που πρόσφατα τράβηξε το ενδιαφέρον της ιαπωνικής φαρμακευτικής εταιρείας Wakunaga, εγκαινιάζοντας τις σχέσεις του θεσσαλικού χωριού με την παγκόσμια αγορά.

Ο Μάριος και η Μιρέλα ζουν στην Ελλάδα λίγο παραπάνω από μια εικοσαετία. Πρώτα ήρθε ο Μάριος, διασχίζοντας με τα πόδια τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε η Μιρέλα, που έφτασε έγκυος μέσα σε ένα ταξί στο μέρος που ζουν μέχρι και σήμερα.

Η συνέντευξη είχε κανονιστεί αρχικά με τον Μάριο, με σκοπό την σύνθεση ενός πορτρέτου -μιας προσωπικής μαρτυρίας- ενός νέου άνδρα μετανάστη από την Αλβανία, που θα αναδείξει πτυχές της πραγματικότητας της ζωής του στην Ελλάδα, με σκοπό να δημοσιευθεί πλάι στα πορτρέτα άλλων νέων ανδρών προσφύγων και μεταναστών, για το πρότζεκτ Last in Line του Solomon.

Αλλά η Μιρέλα άφησε τις δουλειές που έκανε στο σπίτι και ήρθε να με γνωρίσει. Κάθισε μαζί μας και μου είπε την ιστορία τους μέσα από τη δική της οπτική. Άλλωστε, οι ιστορίες των δύο είναι αλληλένδετες. Και η μία αναπόσπαστο κομμάτι της άλλης.

Πώς ο Όλσι έγινε Μάριος

Μάριος: Το κανονικό μου όνομα είναι Όλσι. Στην Αγιά όταν ήμουν, άρχισαν να με φωνάζουν Μάριο. Μάριος, Μάριος, Μάριος, κάπου το συνήθισα. Μου άρεσε και το κράτησα.

Μιρέλα: Εμένα όποτε με ρωτάνε το όνομα του άντρα μου δε λέω ποτέ Μάριος. Λέω Όλσι. Και του λέω και εκείνου να συστήνεται με το πραγματικό του όνομα. Τελικά κάποιοι τον φωνάζουν έτσι και κάποιοι αλλιώς. Όλο αυτό προέκυψε γιατί δεν μπορούν να πουν το όνομα Ό-λ-σ-ι. Μα τι δεν μπορούν; Δεν είναι τίποτα. Τέσσερα γράμματα είναι! Υπάρχουν Έλληνες που το λένε τόσο καθαρά, τόσο ωραία!

Εγώ δεν ήθελα να αλλάξω όνομα με τίποτα. Όποιος θέλει να το πει. Μας έλεγαν, και ακόμα μας το λένε, τι ονόματα είναι αυτά που έχετε εσείς; Και είναι μερικά τόσο όμορφα ονόματα! Δε λέω, υπάρχουν και τα παλιομοδίτικα που ούτε εμάς μας αρέσουν. Αλλά δεν έχει σχέση αυτό.

Μάριος: Πέρασα για πρώτη φορά τα σύνορα από την Αλβανία στην Ελλάδα στα τέλη Μαρτίου του 1996. Ήμουν γύρω στα 18 και είχα μόλις τελειώσει από φαντάρος. Μαζί μου ήταν άλλα δύο παιδιά στην ηλικία μου, όλοι άντρες. Ήμασταν συγχωριανοί και ξέραμε ο ένας τον άλλον.

Όταν έφτασα στην Ελλάδα έκατσα τρεις μήνες στα Γρεβενά. Κόβαμε και μεταφέραμε ξύλα στο βουνό. Μέναμε έξω, σε ένα τσαντίρι από νάυλον. Πολύ δύσκολη δουλειά. Έκατσα τρεις με τέσσερις μήνες εκεί, μετά γύρισα πάλι Αλβανία, έκατσα δύο εβδομάδες και μετά άντε πάλι εδώ.

Μικρά παιδιά ήμασταν. Βαρεθήκαμε εδώ; Επιστρέφαμε πάλι Αλβανία. Καθόμασταν λίγο και μετά άντε πάλι από Γράμμο. Το έκανε πολύς κόσμος αυτό. Εγώ τρεις φορές πήγα και ήρθα με τα πόδια.

Πέρασα από Γράμμο, από Δεσκάτη, Γρεβενά, Τρίκαλα, Καλαμπάκα, και Λάρισα. Όλα με τα πόδια. Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν στον Γράμμο. Μία εβδομάδα μέσα στα χιόνια χωρίς νερό, χωρίς φαγητό και χωρίς παπούτσια. Κοιμόμασταν σε ένα παλιό σπίτι, που έσταζε από πάνω χιόνι που έλιωνε, και μας είχε κάνει μούσκεμα και δεν νιώθαμε τίποτα από την κούραση. Όταν ξυπνήσαμε ήμασταν παγωμένοι.

Μιρέλα: Ακούω τι ιστορίες του Μάριου και των φίλων του -γιατί εγώ δεν το δοκίμασα με τα πόδια-, πόσα ανθρώπινα κουφάρια συνάντησαν εκεί που περνούσαν τον Γράμμο! Πτώματα που τα έτρωγαν οι λύκοι.

Μάριος: Είναι αλήθεια, για εμάς τους άντρες Αλβανούς ήταν πιο δύσκολα. Έχουμε περάσει πράγματα που δε λέγονται. Να βλέπεις ανθρώπους σκοτωμένους, σφαγμένους στα βουνά, μιλάμε πολύ δύσκολα. Δεν είχαμε διακινητές για να περάσουμε τα σύνορα και ποτέ δεν ήξερες ακριβώς τον δρόμο. Περνούσαμε σε κάποια σημεία που τα σύνορα δεν ήταν φυλαγμένα, προχωρούσαμε, και όπου βγούμε. Πόσες μάνες είναι που ακόμα ψάχνουν τα παιδιά τους! Τόσα χρόνια και δεν μπορούν να τα βρουν.

Και μετά ήταν και αυτοί που έβγαιναν με κουκούλες πάνω στο Γράμμο, και όπως περνούσε κόσμος τους σταματούσαν, τους απειλούσαν με μαχαίρι και τους έπαιρναν τα λεφτά. Κυριαρχούσε ο φόβος. Μέχρι να φτάσουμε είχαμε συνέχεια το χέρι στην καρδιά. Είχα ένα φιλαράκι εκεί από το χωριό μου, δεκαπέντε φορές ήρθε, δεκαπέντε φορές τον έπιασαν. Και ξύλο; Έκατσε δύο χρόνια στην Αλβανία στο νοσοκομείο. Με φτυάρια, με τσεκούρια, με ό,τι έβρισκαν. Ανέβηκε πάνω στο δέντρο και έκοψαν όλο το δέντρο για να τον κατεβάσουν.

Εγώ την τρίτη φορά που πέρασα τα σύνορα είπα ότι πίσω στην Αλβανία δεν γυρνάω ξανά. Το 1998 έφτιαξα και τα χαρτιά μου στον ΟΑΕΔ.

Η άφιξη της Μιρέλας

Μιρέλα: Εμένα με πέρασαν με πλαστό διαβατήριο. Δηλαδή, όχι πλαστό, κανονικό ήταν, και απλώς έφτιαξαν κάπως την φωτογραφία ώστε να μου μοιάζει. Πληρώσαμε πολύ ακριβά, 2.000 με 3.000 ευρώ. Μπορούσαν να περάσουν δύο τρία άτομα με την ίδια ταυτότητα.

Έφτασα στα σύνορα. Ήμουν έγκυος και είχε ένα μέτρο χιόνι. Ο διακινητής παρακολουθούσε από ψηλά στο βουνό τι θα συμβεί. Φυσικά, από τη στιγμή που έφτασα στα σύνορα αυτός δεν με ήξερε. Αυτό ήταν γι’ αυτόν, μέχρι εκεί. Και από την άλλη πλευρά των συνόρων περίμενε πώς και πώς ο ταξιτζής. Λεφτά ήθελε κι εκείνος.

Ο αστυνομικός που βάζει τη σφραγίδα στα αλβανικά σύνορα επέμενε να υπογράψω ένα χαρτί που θα δήλωνε ότι εγώ η τάδε είμαι με πλαστή ταυτότητα. Με λίγα λόγια, ήταν άλλος ένας που ήθελε λεφτά στο χέρι. Αν ήταν να μην περάσει κανείς, δεν θα περνούσε κανείς. Τέλος. Λειτουργεί όμως ένα ολόκληρο σύστημα από πίσω.

Θα υπογράψεις αυτό που σου λέω εγώ, έλεγε. Γιατί να το κάνω αυτό;, του απαντούσα. Σιωπή. Με άφηνε στην άκρη για πέντε λεπτά και έπειτα ξεκινούσε πάλι. Πώς σε λένε; Γενέθλια; Εγώ έπρεπε να πω τα στοιχεία της κοπέλας στην ταυτότητα. Με άφηνε λοιπόν στην άκρη μαζί με τους άλλους για να μπερδευτώ και να τα ξεχάσω. Εκεί που ρωτούσε κάποιον άλλον, απευθυνόταν πάλι σε μένα. Και ήταν άγριος για να τρομάξω και να τα χάσω. Τέσσερις-πέντε φορές έγινε αυτό. Μου λέει κάποια στιγμή, πολύ καλά τα έχεις μάθει. Ποια;, του λέω εγώ. Γίνεται να μην ξέρω το όνομά μου και πότε γεννήθηκα; Και πάλι στη γωνία.

Κάποια στιγμή του είπα πως δέχομαι να υπογράψω. Θα γράψω όμως ότι με αναγκάζετε να δηλώσω ψευδή στοιχεία. Τρελάθηκε! Όχι, όχι. Ήρθε πάνω μου, μου άρπαξε το χαρτί και το έσκισε. Τι έκανες;, μου λέει. Αυτό που σου είπα. Είπα θα γράψω αυτά που θέλω εγώ, όχι αυτά που μου λες εσύ. Και ήταν κάποιος εκεί που είναι από τα μέρη του Μάριου, εκεί από την Ερσέκα στο Γράμμο, και του λέει, τι την ταλαιπωρείς έγκυο γυναίκα, άστην, φτάνει πια. Εκεί οι δικοί σας έβαλαν απλά σφραγίδα. Αν έβαζαν την σφραγίδα στα αλβανικά σύνορα, μετά οι άλλοι εδώ δεν ήταν τόσο δύσκολο να σε αφήσουν. Αν έβλεπαν και έγκυο γυναίκα ή με μικρό παιδί τους περνούσαν πρώτους.

Μπήκα στο ταξί και εκεί τελείωσε προς το παρόν το μαρτύριο. Με έφερε στον Πλατύκαμπο. Είχε χιόνι και εδώ θυμάμαι. Πήγαμε στο σπίτι ενός φίλου και με έβγαλε ο Μάριος μια βόλτα έξω να περπατήσω να ξεχαστώ, και κοιτάω γύρω μου και λέω, τι μέρος είναι αυτό που με έφερες; Μου είπε πως δεν θα είναι έτσι τα πράγματα και πως θα πάνε καλύτερα. Ότι δεν ήταν αυτό το χωριό στο οποίο θα μέναμε εμείς, αλλά κάποιο άλλο. Ξεκινήσαμε να πάμε προς τα κει, και κάποια στιγμή όπως πηγαίναμε το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και μπήκε σε χωματόδρομο. Πηγαίναμε στη μονάδα, εκεί που ζούσε και δούλευε ο Μάριος.

Μάριος: Μέναμε σε ένα σπιτάκι στη μονάδα με τα ζώα που δούλευα. Ένα δωμάτιο ήταν. Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Είχαμε τουλάχιστον και μία τουαλέτα. Δεν ήταν σπίτι όπως έχουμε εδώ τώρα. Αλλά ξέρεις, όπου πας συνηθίζεις, μαθαίνεις.

Μιρέλα: Φτάνουμε και τι να δω; Στο δωμάτιο έμενε ένας άλλος πριν και τα πράγματα που είχε χρησιμοποιήσει ήταν όλα εκεί. Πού να κοιμηθώ; Έβγαλα από το κρεβάτι όλα όσα είχε αφήσει αυτός, μέχρι και το στρώμα, έβλεπες δηλαδή τα σίδερα από κάτω. Άνοιξα τη βαλίτσα και έστρωσα δικά μου σεντόνια που είχα φέρει από την Αλβανία.

Πώς θα κοιμηθείς έτσι έγκυος γυναίκα;, μου λέει ο Μάριος. Θα κοιμηθώ, του λέω. Όλο μου το σώμα είχε γεμίσει σημάδια από τα σίδερα. Και πότε θα πάμε σπίτι μας;, ρώτησα. Αυτό είναι το σπίτι μας, μου απαντάει ο Μάριος. Τι; Δεν το πίστευα.

Είχα και μία καλή γειτόνισσα από Βόρεια Αλβανία που ερχόταν και μου έλεγε, κάτσε ηρέμησε και εγώ έχω τόσα χρόνια εδώ, θα το συνηθίσεις. Εγώ όμως όλο έκλαιγα. Να μιλάνε αυτοί Ελληνικά και εγώ σαν μπούφος εκεί πέρα. Και μου έλεγε αυτή η γυναίκα, χθες ήρθες, θες να τα μάθεις τα Ελληνικά να τα μιλάς τέλεια σήμερα; Δεν γίνεται.

Σημειώσεις στην ντουλάπα

Δούλευε ο Μάριος και εγώ καθόμουν. Προσπαθούσα να μάθω τη γλώσσα. Δύσκολα πολύ. Έβλεπα τους άλλους να μιλάνε και έλεγα, πω πω τι θα κάνω, πώς θα μάθω;

Έβγαινα έξω στο χωριό και υπήρχαν φορές που μου έλεγαν καλημέρα και εγώ απαντούσα καλησπέρα, τι να έκανα; Νόμιζα ότι είναι το ίδιο. Ντρεπόμουν. Τι είπες;, μου έλεγε ο Μάριος.

-Τι είπα;

-Τι είναι τώρα;

-Πρωί.

-Και γιατί λες καλησπέρα;

Καθόμουν στο σπίτι και έβλεπα στην τηλεόραση στα τοπικά κανάλια διάφορα πράγματα που διαφήμιζαν. Άκουγα συνέχεια κατσαρόλα και κατσαρόλα, και έβγαινα έξω και ρωτούσα το Μάριο, τι είναι κατσαρόλα; Κάτσε να τελειώσω τη δουλειά και θα σου πω, απαντούσε. Μετά ερχόταν κουρασμένος και έπεφτε αμέσως για ύπνο.

Είχαμε μία μεγάλη ντουλάπα, θυμάμαι, και άνοιγα την πόρτα της ντουλάπας και έγραφα λέξεις εκεί για να μην τις ξεχνάω. Γέμισα ντουλάπες, τετράδια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έμαθα να γράφω πριν μάθω να μιλάω. Με νόηματα συνεννοούμουν στην αρχή. Όπως μπορούσα.

Μάριος: Και για μένα ήταν δύσκολο στην αρχή αλλά πέρασαν επτά-οκτώ μήνες, ένας χρόνος, και έμαθα. Κοίταξε, αν κάνεις παρέα μόνο με Αλβανούς δεν μπορείς να μάθεις. Εγώ ήμουν συνέχεια με Έλληνες.

Τα παιδιά μας που ξέρουν τα ελληνικά, όταν μας ακούν, μας διορθώνουν. Ξέρουν και αλβανικά, πολύ καλά, αλλά δεν ξέρουν να τα γράψουν το ίδιο καλά. Γεννήθηκαν και τα δύο εδώ. Έχουν ελληνική ιθαγένεια. Ταυτότητα, κανονικά.

Εμείς;

Κανονικά από το νόμο, όπως γίνεται στη Γερμανία, στην Αμερική, στην Ιταλία, πρέπει να πάρουμε ιθαγένεια και εμείς. Έχουμε 24 χρόνια εδώ. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν, αλλά μόνο εδώ γίνεται αυτό το πράγμα. Είναι μεγάλο θέμα. Και τόσα χρόνια μόνο λεφτά. Κάνε χαρτιά, 1.500 ευρώ. Ξανά πάλι, άλλα 1.500 ευρώ. Ε, κάτσε ρε φίλε τώρα. Είναι πολλά λεφτά!

Μαμά, τι είναι οι Αλβανοί;

Μάριος: Με τους ντόπιους είχαμε πάντα καλές σχέσεις. Οι άνθρωποι για τους οποίους δούλεψα με είχαν σαν παιδί τους. Με έβαλαν σπίτι τους. Η μαμά των παιδιών στο Μόδεστο, το χωριό που μέναμε στην αρχή, είχε την Μιρέλα σαν κόρη της. Όταν γέννησε, ήταν μαζί της στο νοσοκομείο. Αυτή είχε τρία αγόρια και την Μιρέλα την έλεγε το κορίτσι. Σκέψου να μην έχεις εδώ τη μάνα σου ή τον πατέρα σου, και να έχει βρεθεί αυτός ο άνθρωπος να σε προσέχει.

Υπήρξαν βέβαια και αυτοί που μας αντιμετώπισαν με ρατσισμό και καχυποψία. Υπήρχε το στίγμα. Αυτοί είναι Αλβανοί. Ξέρεις πόσο άσχημο ήταν; Παίρνεις με χαρά το παιδί από το χέρι να το πας στο σχολείο, λες καλημέρα στους άλλους γονείς και δεν σου απαντάει κανείς. Αυτό είναι ντροπή! Η καλημέρα είναι από τον Θεό.

Μιρέλα: Επέστρεφε το παιδί από το σχολείο και, ξέρεις, καταλαβαίνεις αν κάτι του συμβαίνει. Ρωτούσα να μάθω τι έχει. Τα άλλα παιδιά μου είπαν ότι είμαι παλιοαλβανός, έλεγε. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά είχαν αυτή την ιδέα ότι Αλβανός είναι ένας γκογκόλ, δηλαδή κάτι τρομακτικό. Μαμά, τι είναι οι Αλβανοί;, ρωτούσε το παιδί. Αλβανοί είμαστε εμείς. Είμαι εγώ, ο μπαμπάς, είναι ο θείος, είναι ο φίλος παραπέρα. Έτσι είναι οι Αλβανοί, έλεγα εγώ.

Όχι, εγώ δεν είμαι Αλβανός, απαντούσε αυτός. Βρε δεν είναι τίποτα κακό, του έλεγα εγώ πάλι.

Δηλαδή να πρέπει να το εξηγήσεις στο παιδί με τόση λεπτομέρεια για να το καταλάβει. Να το ακούς να έρχεται κλαίγοντας και να σου λέει, μαμά με είπαν Αλβανέ, φύγε από δω. Ξέρεις πως νιώθεις; Και για εμάς τους ίδιους δηλαδή. Όταν συνοδεύαμε τα παιδιά στις σχολικές εκδρομές, οι Ελληνίδες μάνες ήταν πάντα όλες μαζί και εμείς χωριστά από αυτές. Υπήρχαν κάποιες που μπορεί να κάθονταν και μαζί μας. Με τους δασκάλους ήταν διαφορετικά επίσης. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Ποτέ, ποτέ, ποτέ!

Μάριος: Έπειτα είναι και το άλλο… Το ξέρουμε ότι υπήρξαν Αλβανοί που έχουν κάνει κακό παλιά, και δημιουργούνταν έτσι στον κόσμο η εντύπωση ότι όλοι θα είναι το ίδιο κακοί. Και μετά ήταν και αυτοί που κατέληξαν να κάνουν κακό γιατί τους εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι Έλληνες.

Τον έπαιρνε τον Αλβανό ο Έλληνας, τον είχε και δούλευε για δύο χρόνια, δεν τον πλήρωνε, και όταν του ζητούσε τα λεφτά πήγαινε και του έκανε καταγγελία στην αστυνομία. Ελάτε πάρτε τον. Είναι παράνομος χωρίς χαρτιά. Δηλαδή, να τον πιάσουν, να τον διώξουν, να γλιτώσει τα λεφτά το αφεντικό. Αυτό ήταν εκμετάλλευση! Πολλοί έκαναν ό,τι έκαναν γιατί είχαν αφήσει πίσω στην Αλβανία παιδιά και οικογένεια που πεινούσαν, και αυτά τα λεφτά ήταν που περίμεναν για να ζήσουν. Και πόσοι είναι αυτοί που δεν γύρισαν ποτέ πίσω γιατί τους σκότωσαν ή πέθαναν στα βουνά!

Σκόρδα, σκόρδα, σκόρδα

Μάριος: Πιο πριν δουλεύαμε σε σκόρδα άλλων. Οκτώ χρόνια δούλευε η Μιρέλα σε έναν παραγωγό εδώ στο χωριό. Εγώ τρία. Είχα ένα φιλαράκι, τον Βλαδίμηρο, και μου λέει βάλε σκόρδα, βάλε σκόρδα. Ένα στρέμμα στην αρχή, από ένα έγιναν πέντε, από πέντε, εικοσιπέντε, τριάντα και έτσι έγινε δική μας επιχείρηση. Τότε δούλευα σε εργοστάσιο, άφησα και το εργοστάσιο και τώρα έχω τα δικά μου σκόρδα. Το χειμώνα μπορώ να πάω πάλι.

Μιρέλα: Εγώ σκάλιζα βαμβάκι και κάπου-κάπου καθάριζα και κανένα σπίτι αν έβρισκα. Αλλά αυτό γινόταν σπάνια γιατί είχα μικρό παιδί. Δεν μπορούσα να το αφήσω μόνο του. Θα επέστρεφε σπίτι ο Μάριος και μετά θα έβγαινα εγώ για δουλειά. Και ήταν και κοντά τα χωράφια που πήγαινα.

Μάριος: Ήμασταν μαθημένοι να δουλεύουμε στα χωράφια ήδη από την Αλβανία. Και επίσης εδώ οι συνθήκες δεν είχαν καμία σχέση με πίσω. Στην Αλβανία τα πάντα γίνονταν με τα χέρια. Με άλογα, με γαϊδούρια… Τα παιδικά χρόνια δεν ήταν καφετέριες. Ήταν δουλειά. Γι αυτό δεν μας φαίνονται δύσκολες οι δουλειές εδώ. Και εδώ έχουν μπει και μηχανήματα. Πραγματικά, σκέψου να τα κάνεις όλα με τα χέρια σου. Εδώ ήταν χρόνια μπροστά από την Αλβανία. Στην Αλβανία ακόμα και σήμερα σε κάποια χωριά οργώνουν με τα άλογα.

Λένε, οι Αλβανοί μας παίρνουν τη δουλειά, βάζουν σκόρδα, πήραν τα μεροκάματα, πάλι έχουν αυτό τον τρόπο σκέψης. Εγώ δουλεύω μόνος μου, μαζί με την γυναίκα μου, με τα παιδιά μου, δεν κλέβω τη δουλειά κανενός. Μπορείς να βάλεις και να καλλιεργήσεις σκόρδα; Κάντο. Δεν είναι κακό αυτό που κάνω. Φτιάξαμε αυτή τη στέγη εδώ γιατί δεν μπορείς να δουλεύεις στον ήλιο. Μας έκαναν μήνυση. Δεν ξέρουμε ποιος. Δεν είναι δικό μας το μέρος. Το ξέρουμε. Δεν το αγοράσαμε. Το φτιάξαμε για να κάνουμε τη δουλειά μας και θα το χαλάσουμε πάλι. Και το κρατούσα καθαρό αυτό το μέρος. Κάθε χρόνο. Κανείς δεν ασχολούνταν από το δήμο.

Το να πας να δουλεύεις στα σκόρδα και να μην πληρώνεσαι, που είναι και βαριά δουλειά, είναι αμαρτία. Μπορεί εμάς να μην μας έχει τύχει αλλά ξέρουμε τόσες ιστορίες ανθρώπων που έμειναν απλήρωτοι. Οι περισσότεροι που δουλεύουν σε εμάς είναι και αυτοί Αλβανοί. Έχουν έρθει και Ρομά, και Ρουμάνοι και κάποιες Ελληνίδες γυναίκες. Και Ινδοί.

Το «εδώ» και το «εκεί»

Μάριος: Ήμασταν μουσουλμάνοι. Εδώ δεν είχε ούτε τζαμί ούτε τίποτα. Τώρα πάμε εκκλησία. Ούτε στην Αλβανία βέβαια πηγαίναμε στο τζαμί, δεν πήγα καμιά φορά, δεν ξέρω πως είναι μέσα. Μου αρέσει όμως να πάω στην εκκλησία εδώ σε γιορτές και τέτοια. Δεν είμαστε βαφτισμένοι. Θέλουμε όμως με το καλό το καλοκαίρι. Πρώτα τα παιδιά και μετά εμείς.

Μιρέλα: Ο Μάριος θέλει, εμένα δεν μου αρέσει. Στην αρχή είχα την ιδέα ότι, αν βαφτιστώ, θα μείνω όλη μου τη ζωή εδώ. Να όμως που τώρα θέλω να είμαι εδώ και δεν θέλω να γυρίσω στην Αλβανία. Θέλω μόνο να πάω να δω τους δικούς μου, αλλά αυτό μόνο. Έρχονται οι οικογένειές μας, μάς βλέπουν αλλά φέτος λόγω του κορονοϊού δεν τα κατάφεραν.

Μάριος: Πηγαίναμε τρεις τέσσερις φορές τον χρόνο πιο παλιά. Γιατί είμαστε κοντά. Είμαστε εδώ Κορυτσά. Μπαίνουμε μέσα από την Κρυσταλλοπηγή. Μισή ώρα με σαράντα λεπτά είμαστε από κει. Την έχουν φτιάξει πολύ ωραία. Ούτε στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοια πόλη. Και έχει ένα σωρό Έλληνες, δεν χρειάζεται να μιλάς Αλβανικά καθόλου. Και στα μαγαζιά ο κόσμος μιλάει Ελληνικά.

Κάποιοι από τους ανθρώπους με τους οποίους ήρθαμε μαζί από την Αλβανία, με τα χρόνια έφυγαν και επέστρεψαν πίσω εκεί. Ένας μάλιστα άνοιξε δικό του μαγαζί και πουλάει διάφορα βιολογικά προϊόντα.

Ένα καλοκαίρι που θα πάμε θα έρθεις μαζί μας και θα δεις πόσο όμορφα είναι.

Μιρέλα: Όταν μας έφερε ο πατέρας μου στην Κορυτσά το 2000 έλεγα που μας έφερε. Αυτή είναι η Κορυτσά; Αλλά να δεις τώρα. Την πρασινάδα με τα δέντρα την είχε πάντα αλλά τώρα μαγαζιά, δρόμοι, ξενοδοχεία, το κέντρο. Μικρή πόλη αλλά όμορφη. Πολύ!

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.