24 / 04 / 2021

Δουλεύοντας σε σπίτια άλλων την εποχή της πανδημίας

Από όταν έφτασε στην Ελλάδα -27 χρόνια πριν- η Ροδίκα εργάζεται ως οικιακή βοηθός. Όταν η COVID-19 εμφανίστηκε, είδε την εργασιακή της πραγματικότητα να αλλάζει.

Credits

Ρεπορτάζ:

Φωτογραφίες:

Επιμέλεια:

Tags:

Όταν ανακοινώθηκε επίσημα το πρώτο lockdown στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2020, το τηλέφωνο της Ροδίκα άρχισε να χτυπά. Είναι οικιακή βοηθός και οι οικογένειες για τις οποίες δούλευε τής ζήτησαν να σταματήσει να πηγαίνει σπίτι τους για ένα διάστημα.

Λίγα πράγματα ήταν τότε γνωστά για τον νέο ιό και τη μετάδοσή του. Οι οικογένειες ―ειδικά αυτές με γηραιότερα μέλη― φοβούνταν να έρθουν σε επαφή με άτομα εκτός του σπιτιού. H Ροδίκα μοιραζόταν το ίδιο άγχος.

«Δεν ήθελαν αυτοί και δεν ήθελα κι εγώ. Ήταν αμοιβαίο. Δεν ξέραμε τι γινόταν», λέει η ίδια στο Solomon.

Τρεις εβδομάδες αργότερα επικοινώνησε ξανά με τις ίδιες οικογένειες. Κάποιες της είπαν διστακτικά ότι χρειάζονται τη βοήθειά της. Επέστρεψε στη δουλειά με «μεγάλη χαρά». Ένιωθε, όμως, και ανασφάλεια τόσο με τις μετακινήσεις, όσο και με τον ιό. «Κάποιες μέρες ένιωθα σα να με παρακολουθεί κάποιος».

Φοβούμενη μην κολλήσει από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η Ροδίκα χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό της για να πάει στα σπίτια. Άλλοτε έστελνε μήνυμα με τον κωδικό παροχής βοήθειας και άλλοτε χρησιμοποιούσε τη βεβαίωση μετακίνησης που της έδιναν κάποιοι εργοδότες. «Είχα αυτόν τον φόβο ότι κάποιος με κοιτάζει, παρόλο που έβγαινα με SMS».

Από τη Ρουμανία στην Ελλάδα

Η Ροδίκα ήρθε στην Ελλάδα το 1994. Μεγάλωσε σε ένα παραδουνάβιο χωριό της Ρουμανίας μαζί με τη μητέρα της και τις δύο αδερφές της. Ο πατέρας της έλειπε για μεγάλα διαστήματα από το σπίτι. Ήταν εργάτης και μετανάστης σε αραβικές χώρες. Το τελευταίο του ταξίδι ήταν στο Ιράκ. Γύρισε στην οικογένειά του στη Ρουμανία άρρωστος και μέσα σε λίγους μήνες απεβίωσε.

«Η μαμά ήταν 42 χρονών. Μείναμε τρία κορίτσια: η μεγαλύτερη 21, εγώ 19 και η μικρότερη 13. Ήταν λίγο ζόρικα τα πράγματα».

Ήρθε στην Ελλάδα νιόπαντρη, σε ηλικία 23 ετών. Μετά την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, πολλοί Ρουμάνοι αναζήτησαν δουλειά στη χώρα.

«Ήταν τα πρώτα χρόνια και έφευγε ο περισσότερος κόσμος από τη Ρουμανία. Βρεθήκαμε εδώ πολλά νέα παιδιά».

Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με την ελληνική γλώσσα ήταν ένα τραγούδι της Νανάς Μούσχουρη που περιστασιακά ακουγόταν στο πατρικό της όταν ήταν παιδί.

Για να καταφέρει να συνεννοηθεί, η Ροδίκα πήγαινε στα σπίτια με λεξικό. Στην πρώτη της δουλειά στην Ελλάδα, βοηθούσε με τις οικιακές δουλειές και φρόντιζε τα δύο μικρά παιδιά της οικογένειας. Έφυγε μετά από έξι μήνες, όταν άρχισε να μαθαίνει καλύτερα τη γλώσσα και συνειδητοποίησε ότι μιλούσαν άσχημα για εκείνη στα ελληνικά.

Με την οικογένειά της μιλούσε στο τηλέφωνο κάθε δύο εβδομάδες. Περίμενε μαζί με άλλες φίλες της μετανάστριες στην ουρά του ΟΤΕ, ο οποίος αναλάμβανε να κάνει τη σύνδεση με τα σπίτια τους στη Ρουμανία.

Η πανδημία καλλιεργεί τον φόβο

Η Ροδίκα επέστρεψε σχετικά σύντομα στα σπίτια που εργαζόταν και πριν την πανδημία. Οικονομικά νιώθει σχετικά διασφαλισμένη.

Αυτό που είδε, ωστόσο, η ίδια να αλλάζει στην εργασιακή της καθημερινότητα ήταν η διάθεση και η συμπεριφορά των ανθρώπων στα σπίτια που δούλευε.

«Είναι πιεσμένος ο κόσμος. Βλέπω μεγαλύτερη πίεση στους μεγαλύτερους ανθρώπους, οι φόβοι είναι πολύ έντονοι».

Παρότι η βοήθειά της είναι σε αρκετές περιπτώσεις πολύτιμη, τόσο σε πρακτικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, παρατηρεί πως πλέον το παραμικρό ερέθισμα είναι αρκετό για να δημιουργήσει μεγάλες εντάσεις.

«Όταν μπαίνεις, παίρνεις μέρος στην οικογένειά τους θέλοντας και μη. Αλλά τώρα είναι λίγο πιο δύσκολο γιατί καταπιέζονται οι άνθρωποι».

Στα σπίτια που εργάζεται, η Ροδίκα φορά πάντα μάσκα. Είναι κάτι που της έχουν ζητήσει οι περισσότερες οικογένειες ― ένα μέτρο προστασίας που θα έπαιρνε ούτως ή άλλως και η ίδια.

Ειδικά στα νοικοκυριά με ηλικιωμένα άτομα πολλές φορές αισθάνεται ότι την αντιμετωπίζουν με καχυποψία, αφού θεωρητικά είναι η μόνη που θα μπορούσε να μεταφέρει τον ιό στο σπίτι. «Είναι περίεργο γιατί ναι μεν σε θέλουν, γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, αλλά από την άλλη προσπαθούν να σε στιγματίσουν», λέει.

Την ρωτήσαμε εάν εκείνη έχει ζητήσει ποτέ από τις οικογένειες να φορούν μάσκα τις ώρες που εργάζεται στο σπίτι τους.

«Όχι, δεν το έχω πει ποτέ. Μου έχει περάσει από το μυαλό αυτό. Εφόσον και αυτοί το ζητούν, θα μπορούσα κι εγώ. Απλώς δεν το σκέφτηκα ποτέ και δεν το ζήτησα. Κακώς δεν το ζήτησα».

Η ζωή «ανάμεσα»

Πριν την καραντίνα η Ροδίκα παρακολουθούσε δια ζώσης μαθήματα για υπολογιστές στη γειτονιά της, πήγαινε εκδρομές με τις φίλες της και συμμετείχε σε εκδηλώσεις και χορούς της ρουμανικής κοινότητας στην Αθήνα.

Τον τελευταίο χρόνο η ζωή της έχει χωρέσει μεταξύ εργασίας και σπιτιού. Είναι κάτι που λέει πως δεν την έχει καταβάλει ιδιαίτερα. Επικοινωνεί πλέον καθημερινά με την οικογένειά της στη Ρουμανία μέσω messenger και παρακολουθεί ενθουσιωδώς online μαθήματα για ψυχολογία.

Για τις ανάγκες της συνέντευξης και της φωτογράφισης επισκεφθήκαμε το σπίτι της δύο φορές. Η τηλεόραση ήταν πάντα ανοιχτή γιατί, όπως λέει, την βοηθά να μαθαίνει καινούργιες λέξεις στα ελληνικά και να διορθώνει όσα έχει μάθει λάθος. Ένα από τα σχέδια που κάνει είναι να εκπαιδευτεί στην διερμηνεία ρουμανικών κι ελληνικών.

Όταν έφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον τότε σύζυγό της, η σκέψη ήταν να δουλέψουν στη χώρα για δύο χρόνια, να μαζέψουν κάποια λεφτά και να επιστρέψουν στη Ρουμανία.

Σε τρία χρόνια, η Ροδίκα θα κλείσει τριάντα χρόνια στην Ελλάδα. «Έχω την εντύπωση ότι δεν ξεπέρασα ποτέ ότι έφυγα από τη χώρα μου», λέει.


Το άρθρο δημοσιεύεται στα πλαίσια της πολύμηνης δημοσιογραφικής έρευνας «Μετανάστευση και εργασία στην Ελλάδα τον καιρό του κορονοϊού» του Solomon, που υποστηρίζεται από το Rosa Luxemburg Stiftung – Office in Greece.

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.