17 / 06 / 2020

«Δεν ήξερα ότι πρέπει να πω κάπου την ιστορία μου»

O Κεϊτά είναι από την Ακτή Ελεφαντοστού και ζει στην Αθήνα από το 2010. Ανήλικος ακόμα, αποχωρίστηκε την οικογένειά του για να κυνηγήσει το όνειρό του να παίξει ποδόσφαιρο.

Credits

Κείμενο:

Φωτογραφίες:

Tags:

O Κεϊτά είναι από την Ακτή Ελεφαντοστού και ζει στην Αθήνα από το 2010. Ανήλικος ακόμα, αποχωρίστηκε την οικογένειά του για να κυνηγήσει το όνειρό του να παίξει ποδόσφαιρο.

Αντί, όμως, της καριέρας που ονειρευόταν, βρέθηκε να δουλεύει μαζί με άλλους συνομηλίκους του σε εργοστάσιο μιας χώρας της Ανατολικής Μεσογείου.

Έμεινε εκεί μέχρι που κατάφερε να μαζέψει τα χρήματα για τους διακινητές, και να ξεκινήσει ένα δύσκολο και αβέβαιο ταξίδι, διασχίζοντας τα σύνορα διαφορετικών χωρών και έχοντας τελικό προορισμό τη Γαλλία.

Για καιρό πίστευε ότι η παραμονή του στην Ελλάδα θα είναι προσωρινή, μην εγκαταλείποντας το αρχικό του σχέδιο να φτάσει στη χώρα της επιθυμίας του.

Δέκα χρόνια μετά, και έπειτα από έναν άνισο αγώνα με την ελληνική γραφειοκρατία για την τακτοποίηση του καθεστώτος παραμονής του στη χώρα, που τον έφερε αντιμέτωπο με τα όριά του, ο Κεϊτά έχει λάβει την άδεια διαμονής για τρία χρόνια, εργάζεται ως διερμηνέας στην Κάριτας Ελλάς, ενώ, παράλληλα, σχεδιάζει να ξεκινήσει σπουδές στον χώρο της προπονητικής.

Αυτή είναι η ιστορία του.

Με τα λόγια του Κεϊτά

Ήρθα στην Ελλάδα το 2010. Ήμουν τότε σχεδόν 17 χρονών. Δεν θυμάμαι πολύ καλά το μέρος όπου έφτασα. Αυτό που ξέρω, και από αυτά που ακούω δηλαδή, πέρασα σίγουρα από Θράκη, στα σύνορα με Τουρκία.

Πριν από αυτό ήμουν σε μία χώρα της Ανατολικής Μεσογείου. Είχα πάει εκεί από την Ακτή Ελεφαντοστού, από όπου κατάγομαι, για να παίξω ποδόσφαιρο. Ήταν μια κυρία η οποία μου είπε, θα σε πάρω εγώ εκεί και θα παίξεις μπάλα. Ήμουν μικρός.

Όταν έφτασα εκεί, μου λέει, εδώ μπορείς να δουλεύεις. Θα δουλεύεις για έξι μήνες, θα μου δίνεις τα χρήματα, και τους άλλους έξι μήνες ό,τι παίρνεις είναι δικό σου. Και αυτό ενώ και τη βίζα και το εισιτήριο, τα είχαν πληρώσει όλα οι γονείς μου. Ήξερα όμως κάποια άλλα μεγαλύτερα παιδιά, που ήταν από τη χώρα μου, οπότε έφυγα από αυτή και πήγα μαζί τους. Δουλεύαμε από τις επτά το απόγευμα μέχρι τις επτά το πρωί σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει μπουκάλια για Coca-Cola. Αν ξέραμε από την αρχή ότι τα πράγματα έχουν έτσι, δεν θα με άφηναν οι γονείς μου να φύγω.

Τα παιδιά με τα οποία έμεινα ήταν καλά παιδιά στην αρχή. Ε μετά, ξέρεις, εκείνη τη στιγμή που ψάχνει ο άλλος να φύγει, να βρει κάπου να πάει… Ο καθένας θέλει κάτι καλύτερο για τον εαυτό του.

Μάζεψα κάποια λεφτά και, μετά από έξι μήνες, ψάξαμε να βρούμε διακινητές που μπορούσαν να μας βοηθήσουν να πάμε στη Συρία, και από κει στην Τουρκία. Καθώς διασχίζαμε τα βουνά ανάμεσα στα σύνορα των δύο χωρών άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Τούρκοι στρατιώτες μας εντόπισαν και μας κυνήγησαν. Εγώ χωρίστηκα από την υπόλοιπη ομάδα και βρέθηκα μόνος μου να τρέχω προς διαφορετική κατεύθυνση. Με έπιασαν και με πήγαν σε ένα στρατόπεδο, μόνος εγώ, δεν υπήρχαν άλλοι πρόσφυγες. Δεν ήξεραν τι να με κάνουν. Οι στρατιώτες μου έδωσαν το παρατσούκλι μεσκίν που στα αραβικά σημαίνει καημένος, φτωχός.

Αργότερα έφτασα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, οι διακινητές σας λένε, παίρνετε ένα πούλμαν, σας αφήνει κάπου στη ζούγκλα και από κει συνεχίζετε με τα πόδια. Θα φτάσετε κάπου, θα δείτε στις πινακίδες των αυτοκινήτων την ελληνική σημαία, και εκεί θα καταλάβετε ότι πρέπει να μείνετε, και θα έρθει η αστυνομία να σας πάρει. Φτάσαμε λοιπόν και ήρθε και η αστυνομία. Μας πήραν, μας πήγαν σε ένα μέρος που έμοιαζε με φυλακή. Υπήρχε πολύς κόσμος και μας έβαλαν όλους μαζί.

Εκεί, αν δεν κάνεις φασαρίες και έχεις λεφτά, σε τρεις μέρες φεύγεις. Αν δεν έχεις λεφτά μένεις. Αν είχες πενήντα ευρώ η αστυνομία σε έστελνε κατευθείαν στην Αθήνα, αν είχες είκοσι ευρώ πήγαινες στη Μακεδονία, και μετά από τη Μακεδονία ερχόσουν Αθήνα.

Ήταν ένα πούλμαν που μας έπαιρνε έξω από τις φυλακές. Εγώ δεν είχα τίποτα μαζί μου. Στην Τουρκία είχα κάνει φυλακή μαζί με κάποια παιδιά. Από εκεί ακόμα ήμασταν μαζί, και αυτά είχαν λεφτά και γονείς που μπορούσαν να τους στείλουν χρήματα, και πλήρωσαν για μένα είκοσι ευρώ. Και έτσι πήγα Μακεδονία με 100 δολάρια πάνω μου…

Έφτασα μια Κυριακή. Οι τράπεζες ήταν κλειστές. Το βράδυ τα έδωσα σε έναν κύριο από τη Νιγηρία που συνάντησα και αυτός τα άλλαξε, και πήρα το τρένο και έφτασα τελικά Σταθμό Λαρίσης.

Βρέθηκα στην Αθήνα, και από άλλα παιδιά, που ήξεραν ήδη τις διαδικασίες, έμαθα τι έπρεπε να κάνω. Και έτσι πήγα στο GCR (σσ. Greek Council for Refugees). Είναι το μόνο που θυμάμαι από όταν έφτασα εδώ. Εκεί πηγαίναμε για τα χαρτιά μας, και έκανες και μία αίτηση ως ανήλικος, αν ήθελες, για να μπεις στον ξενώνα. Αφού συμπλήρωσα όλες τις απαραίτητες αιτήσεις εκεί, με έστειλαν στο Αλλοδαπών. Πέτρου Ράλλη. Το χειρότερο μέρος που μπορείς να σκεφτείς σε αυτόν τον κόσμο.

Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά που πήγα στο GCR δεν ήξερα καν τι είναι το άσυλο. Δεν ήξερα ότι πρέπει να πω κάπου την ιστορία μου. Όταν φτάνεις εδώ μπορεί ο άλλος να σου πει, μην πεις αυτό, πες το άλλο. Στη συνέντευξη, όμως, αυτό που κρύβεις εσύ μπορεί να είναι το σωστό, και να είναι λάθος αυτό που σου λένε να πεις. Κάποιοι, που ζουν στην Ελλάδα περισσότερα χρόνια και έχουν εμπειρία με όλα αυτά, μπορεί να σου ζητήσουν λεφτά για να σου δώσουν πληροφορίες.

Όταν ήρθα έμεινα ένα χρόνο έξω… Όχι στο δρόμο… Ήμουν σε ένα σπίτι με άλλους άντρες. Ζούσαμε μαζί περίπου δεκαοκτώ άτομα και έδινε ο καθένας 13 με 15 ευρώ το μήνα. Το σπίτι το είχε νοικιάσει ένα παιδί που ήξερε να μιλάει Ελληνικά, και άρα του ήταν πιο εύκολο να κάνει όλη τη διαδικασία. Ήταν στη Δροσοπούλου, στη Πατησίων.

Την πρώτη μέρα που πήγα στο σπίτι και είδα όλον αυτό τον κόσμο έλεγα, μα πως γίνεται, ήταν πολύ δύσκολο να το χωνέψω. Όπου και να πήγαινες υπήρχαν άτομα. Ούτε στην Αφρική ήταν καλά τα πράγματα, αλλά τόσα πολλά άτομα σε ένα σπίτι; Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που είχε πολύ κόσμο, όμως δεν ήταν έτσι, ο καθένας είχε το χώρο του. Ήταν δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο. Δεν φοβόμουν όμως. Ούτε καν. Γιατί ήταν όλα παιδιά από την Αφρική, ήταν και άλλα παιδιά που είχαμε συναντηθεί πριν, πριν φτάσουμε εδώ. Δεν φοβόμουν, απλώς δεν το περίμενα όλο αυτό.

Κάποια στιγμή δεν είχα να πληρώσω και μου ζήτησαν να φύγω, και πήγα πάλι στο GCR να κάνω την αίτηση για τον ξενώνα. Κοίτα, δεν ήθελα να πάω στον ξενώνα γιατί ήθελα οπωσδήποτε να φύγω. Να φύγω παράνομα. Οπότε, νόμιζα ότι αν μπω εκεί δεν θα μπορώ να το κάνω. Αναγκαστικά όμως πήγα. Πού θα έμενα;

Δεν έδιναν σπίτια σε single men τότε. Ούτε τώρα δίνουν. Ποιος θα νοιαστεί γι αυτούς; Μου είπαν ότι υπάρχουν διαθέσιμοι ξενώνες, αν θέλω να πάω, και τους είπα ναι. Έκανα την αίτηση και μια μέρα με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν να πάρω όλα τα πράγματά μου και να πάω από κει. Ρώτησα πρώτα που θα με στείλουν, γιατί εγώ ήθελα να πάω κάπου μακριά από την Αθήνα. Ήξερα κάποια άλλα παιδιά που είχαν πάει, ξέρω γω, στο Βόλο ή την Πάτρα και εκεί δούλευαν κιόλας, και από Βόλο τα κατάφεραν να φύγουν. Ήθελα και εγώ να κάνω το ίδιο. Ήθελα να πάω οπωσδήποτε Γαλλία. Ξέρεις, καλή παρανομία είναι αυτό, γιατί πρέπει, πρέπει να το κάνεις αυτό για να επιβιώσεις.

Ρώτησα, λοιπόν, πού θα με πάτε; Μου λένε, δεν θα σου πούμε. Και τελικά ήταν εδώ στην Αθήνα, στη Δάφνη, σε ξενώνα της Αποστολής. Πήγα αλλά δεν ήθελα να μείνω. Όμως λέω, τώρα που δεν έχω λεφτά να πληρώσω, θα μείνω εδώ και παράλληλα θα ψάξω να κάνω κάτι άλλο, κι αν βρω κάποια ευκαιρία να φύγω, θα φύγω.

Ήμουν τρεις μέρες στον ξενώνα, μου έκαναν εξετάσεις, ήταν όλα εντάξει, και έπειτα μου είπαν ότι μπορώ να πάω σχολείο αν θέλω, για να μην μένω σπίτι. Ήταν μία καλή ευκαιρία για μένα, γιατί στην Αφρική δεν είχα πάει σε κανονικό σχολείο, οπότε δέχτηκα. Με έγραψαν στη Β’ Γυμνασίου στο διαπολιτισμικό σχολείο. Τους πρώτους τρεις μήνες πήγαινα μόνο για χαβαλέ βέβαια, για να μην μείνω σπίτι. Μετά όμως μου άρεσε και είπα θα κάτσω στην Ελλάδα. Ήταν μία πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Μία έλεγα θα μείνω, μία έλεγα θα φύγω. Δεν ήξερα πως να φύγω αλλά ούτε μέλλον έβλεπα. Και έτσι αποφάσισα να μείνω.

Τελείωσα το Γυμνάσιο και ήταν να μεταφέρουν τα χαρτιά μου στο Λύκειο, αλλά ήταν εκείνη η περίοδος που είχα πέσει πάλι πολύ ψυχολογικά, ήμουν down, και ζήτησα να μην μεταφέρουν τα χαρτιά μου γιατί θα φύγω. Με ρώτησαν, πού θα πας; Λέω, κάπου θα προσπαθήσω να πάω. Πάντως εδώ πέρα δεν θέλω να μείνω. Πάλι όμως, στο τέλος, κάτι μέσα μου μού είπε πήγαινε στο σχολείο και μετά άμα θέλεις φεύγεις, και τους είπα να με γράψουν. Και έτσι πέρασε ο πρώτος χρόνος.

Τη δεύτερη χρονιά γνώρισα μία κοπέλα. Εκείνη γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά οι γονείς της είναι από Αλβανία. Ήμασταν συμμαθητές, στο ίδιο θρανίο. Το ότι την γνώρισα μου έδωσε θάρρος να μείνω, να δω τι θα γίνει. Και έτσι σιγά-σιγά κατάφερα να τελειώσω και το Λύκειο.

Όταν γνώρισα την κοπέλα μου ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα-πρώτα, όταν ζούσα στον ξενώνα, πηγαίναμε σχολείο και ήμασταν πεινασμένοι. Αυτή είναι η αλήθεια. Γιατί το φαγητό που μας δίναν δεν έφτανε. Έτσι, έδινα χρήματα κάθε εβδομάδα για να φάω. Οι Αφρικανοί που έμεναν έξω, μάζευαν λεφτά και μαγείρευαν κάθε μέρα το βράδυ, μόνο βράδυ. Έδινε ο καθένας τριάμισι ευρώ. Έφευγα από τον ξενώνα, πήγαινα σπίτι τους, έτρωγα και μετά επέστρεφα πίσω. Ήταν το ίδιο μέρος που έμενα πριν πάω στον ξενώνα.

Δεν μπορώ να το ξεχάσω όλο αυτό που τράβηξα. Μόλις τελείωσα το Λύκειο έπιασα δουλειά στην Κάριτας. Μου το έλεγαν στον ξενώνα αυτό, με το που τελειώσεις το σχολείο θα δουλέψεις. Και έτσι έγινε. Τελείωσα το σχολείο, έπιασα δουλειά, τα έκανα όλα σωστά. Ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις επέλεξα να παραμείνω σωστός. Αναρωτιόμουν, γιατί να τα τραβάω όλα αυτά; Ήθελα να πεθάνω. Καθόμουν μόνος μου και έλεγα, αν υπάρχει Θεός, ας με λυπηθεί. Δεν έχω κάνει τίποτα κακό στη ζωή μου.

Η κοπέλα μου με βοήθησε ψυχολογικά και με έκανε να πιστεύω στον εαυτό μου. Ήταν για παράδειγμα αυτή που μου έλεγε, στο ορκίζομαι, μόλις τελειώσεις το σχολείο τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα για σένα, εγώ το ξέρω ακόμα και αν εσύ δεν το βλέπεις. Και μέσα μου αναρωτιόμουν, μήπως μου τα λέει αυτά για να πάρω κουράγιο και να μην φύγω από το σχολείο; Και μόλις τελείωσα το σχολείο και έπιασα δουλειά, μου λέει, είδες τι σου έλεγα; Και όταν αργότερα κατάφερα να νοικιάσω το δικό μου σπίτι, τι σου έλεγα πριν;

Γελάω γιατί αν πω ότι δυσκολεύτηκα με τα χαρτιά μου θα είναι λίγο, αν υπάρχει κάποια άλλη λέξη να το περιγράψει θα στην έλεγα, αλλά δε νομίζω ότι υπάρχει. Κατάφερα και τα πήρα δέκα χρόνια μετά. Περίμενα σχεδόν πέντε χρόνια για την πρώτη συνέντευξη και μετά άλλα τόσα για τη δεύτερη. Και στο μεταξύ απορριπτικές, ενστάσεις, προσφυγές… Τώρα έχω πάρει την άδεια παραμονής για τρία χρόνια. Όταν βγήκε η απόφαση δεν το πίστευα. Ρωτούσα τον δικηγόρο μου ξανά και ξανά αν είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα.

Ξέρεις στην αρχή, όταν ξεκινάς, νομίζεις ότι είναι όλα όπως στη χώρα σου, τα μοιράζεσαι όλα με τον κόσμο και τους θεωρείς όλους αδέρφια σου, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Άκουγα κάποιον να μιλά γαλλικά και έλεγα, ω βρήκα κάποιον από τη χώρα μου, και επειδή μου έλειπε όλο αυτό, εμπιστευόμουν πολύ εύκολα τους ανθρώπους. Τώρα είμαι πιο διστακτικός. Και αυστηρός όταν χρειάζεται. Μπορώ να σου πω όχι. Πριν δεν μπορούσα, κατάλαβες; Και είναι πάρα πολύ σημαντικό να μπορείς να πεις όχι. Δεν το λέω με βεβαιότητα, αλλά ίσως όλο αυτό να με έκανε να είμαι πιο κλειστός με τους ανθρώπους. Ή έτσι να φαίνεται. Κάποια κορίτσια έλεγαν, αυτός είναι ψηλομύτης. Ενώ δεν ισχύει καν. Μου αρέσει να είμαι μόνος μου. Είμαι απλώς κλειστός και δεν εμπιστεύομαι εύκολα.

Όλο το διάστημα που περνούσα από τη μία χώρα στην άλλη δεν είχα επικοινωνία με τους γονείς μου. Μια μέρα, όταν ήμουν φυλακή στα σύνορα, κάποιος μου έδωσε μία κάρτα.

Μου λέει, εσύ δεν τρως, δεν μιλάς, δεν λες τίποτα. Έχεις μιλήσει με τους γονείς σου;

Όχι.

Έχω μία κάρτα, μου λέει. Μπορείς να πάρεις τηλέφωνο. Έχεις τον αριθμό;

Ναι.

Και έτσι πήρα τηλέφωνο. Μίλησα με τον έναν μου αδερφό. Τι έγινε; Φοβόμαστε, μου λέει, δεν ξέρουμε που είσαι. Και του λέω, ναι το ξέρω απλά είμαι σε μια φυλακή, προσπαθούν να με γυρίσουν πίσω, αλλά θα δούμε. Δεν ξέρω τίποτα ακόμα.

Μέχρι να φτάσω όμως στην Ελλάδα δεν είχα επικοινωνήσει καθόλου μαζί τους. Τώρα μιλάμε σχεδόν κάθε μέρα. Αλλά δέκα χρόνια δεν τους έχω δει.

Σημειώσεις της δημοσιογράφου

«Δεν ήξερα ότι πρέπει να πω κάπου την ιστορία μου»

Για την απόκτηση του προσφυγικού καθεστώτος, οι αιτούντες άσυλο καλούνται να μεταφράσουν την ιστορία της ζωής τους, καθώς και τους τρόπους που κατανοούν τον κόσμο και τη σχέση τους με αυτόν, σε μία νομική γλώσσα, εκτελώντας τον αναμενόμενο ρόλο ενός πρόσφυγα.

Η αφήγηση αυτή οφείλει να είναι «αξιόπιστη», να έχει νόημα μέσα σε ένα δυτικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο κατανόησης, και να παρουσιάζει μια σειρά γεγονότων με λογική αλληλουχία που στερείται αντιφάσεων. Δουλειά των χειριστών είναι να διακρίνουν το «αληθές» από το «ψευδές», τη «συνέπεια» από την «ασυνέπεια», τον «γνήσιο» πρόσφυγα, και άρα αυτόν που δικαιούται (και αξίζει) την προστασία μας, από εκείνον απέναντι στον οποίο δεν έχουμε καμία υποχρέωση -νομική ή ηθική- προστασίας.

Αυτό προϋποθέτει την υποβολή των αιτούντων άσυλο σε [simple_tooltip content=’Σε περιπτώσεις παρατηρείται και το αντίθετο. Με την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας (4636/2019) για επίσπευση των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πλήθυναν οι καταγγελίες υποψηφίων και ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στο χώρο για συνεντεύξεις αιτούντων άσυλο που ολοκληρώνονται σε μερικά μόνο λεπτά.

Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση αιτούντα άσυλο από τη Σενεγάλη, του οποίου η συνέντευξη φέρεται να κράτησε μόλις πέντε λεπτά, ενώ η αίτησή του απορρίφθηκε με την αιτιολογία «μη συνεργασία με τις Αρχές», παρότι η συνέντευξη δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί όπως προβλέπει η διαδικασία, λόγω αδυναμίας συνεννόησης εξαιτίας απουσίας κατάλληλου διερμηνέα.

Ωστόσο, αναφορές για αντίστοιχα περιστατικά, που αφορούν μάλιστα ασυνόδευτους ανήλικους, συναντώνται, ήδη, από το 2008, όταν το Τμήμα Ασύλου της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής στην οδό Πέτρου Ράλλη αποτελούσε ακόμη τη βασική υπηρεσία διεκπεραίωσης αιτημάτων ασύλου.’]πολύωρες,[/simple_tooltip] εξαντλητικές και περίπλοκες ακροάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων καλούνται να αποδείξουν την «αυθεντικότητα» της ιστορίας τους.

Έτσι, λοιπόν, το σύστημα ακρόασης και λήψης αποφάσεων σχετικά με το άσυλο προτείνει και νομιμοποιεί καθεστώτα αλήθειας και σχέσεις εξουσίας, που ρυθμίζουν κάθε φορά ποιος δικαιούται ή δεν δικαιούται να γίνει δέκτης του προσφυγικού καθεστώτος, και της προστασίας δικαιωμάτων που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο. Στο σύστημα αυτό, η «αλήθεια» θα προκύψει μέσα από την κατάθεση πλήθους αποδεικτικών στοιχείων και την απομνημόνευση λεπτομερών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων ημερομηνιών, αριθμών, τοποθεσιών, ονομάτων και προσώπων. Και, φυσικά, όλα τα παραπάνω μπορεί εύκολα να αποδειχθούν άχρηστα, χωρίς την ικανότητα του αιτούντα άσυλο να τοποθετήσει τα στοιχεία με τρόπο που θα συνθέσουν τελικά ένα πειστικό και αυθεντικό αφήγημα.

Όταν έφτασε στην Ελλάδα το 2010, ανήλικος τότε, ο Κεϊτά δεν γνώριζε ότι πρέπει να πει κάπου την ιστορία του. Πολύ γρήγορα όμως, και συχνά αξιοποιώντας -και αξιολογώντας με τη δική του κρίση- τις εμπειρίες εκείνων που βρέθηκαν στη θέση του πριν από αυτόν, έμαθε να το κάνει.

Οι πρόσφυγες μαθαίνουν να σκηνοθετούν τους εαυτούς τους ως πρόσφυγες, αποθώντας άλλες ιδιότητες του προσώπου. Καλούνται να αφομοιώσουν και να εκτελέσουν μία συγκεκριμένη αφήγηση δίωξης, ακόμα και αν τους είναι δύσκολο να μιλήσουν για όσα τους έχουν συμβεί. Μαθαίνουν να αφηγούνται την προσφυγιά τους στην Υπηρεσία Ασύλου, στους δικηγόρους, σε συνεντεύξεις, σε εργαζομένους ΜΚΟ, σε δημοσιογράφους, ερευνητές και αλληλέγγυους.

Μπορεί λοιπόν οι ιστορίες μετακίνησης των ανθρώπων, που εγκαταλείπουν τις χώρες τους υπό το φόβο της βίας ή της πραγματικής βίας που υφίστανται, να μεταμορφώνονται γρήγορα και να μεταφράζονται σε ιστορίες ασύλου, από τις οποίες εξαρτώνται οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος. Και μπορεί αυτό, εν τέλει, να οδηγεί σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση της προσφυγικής εμπειρίας μέσα από το πρίσμα ενός νομικού πλαισίου, που υπαγορεύει τους όρους για την αφήγηση της εμπειρίας αυτής.

Ωστόσο, φανερά εξοικειωμένος με το να αφηγείται τη ζωή του, παρά την όποια αμηχανία της πρώτης συνάντησης, ο Κεϊτά ήξερε να επιλέγει μεταξύ αυτού που λέγεται και εκείνου που πρέπει να μείνει off-the-record, παραμένοντας πάντα ενεργητικός ως προς τον τρόπο που διαχειρίζεται και διαπραγματεύεται την ιστορία του, ως νέος άντρας που δέκα χρόνια πριν έφτασε στην Ελλάδα αναζητώντας διεθνή προστασία. Άλλωστε, το απόγευμα που τον συνάντησα, βρισκόταν εκεί για να πει αυτή την ιστορία.

Όμως ακόμα και έτσι, συχνά η προσφυγική εμπειρία δεν αποτελεί ένα συμπαγές και αδιαφοροποίητο αφήγημα, αλλά μάλλον μία δυνατότητα ενεργής εμπλοκής των προσφύγων με τον κόσμο, από την οποία προκύπτουν ποικίλα αφηγήματα ζωής.

Στρατηγικές επιβίωσης

1. «Προστατευτική φύλαξη» ανηλίκων σε κελιά

Οι εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες στις οποίες αναγκάζεται να διαμένει σημαντικός αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδα, και στην υιοθέτηση στρατηγικών επιβίωσης που μοιάζουν να ακολουθούν μία λογική του «λιγότερο κακού». Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η αναζήτηση ασφάλειας μέσω της καταφυγής των ανηλίκων σε «προστατευτική φύλαξη».

Ο εκτιμώμενος χρόνος αναμονής ενός ασυνόδευτου ανήλικου για την τοποθέτησή του σε κατάλυμα, από τη στιγμή της αίτησης, υπολογίζεται περίπου στους επτά μήνες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για το διάστημα που το αίτημα βρίσκεται σε αναμονή, ο ανήλικος εξακολουθεί να διαμένει σε προσωρινό κατάλυμα, ή στο δρόμο, εκτεθειμένος σε κινδύνους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις παιδιών που, μην μπορώντας πια να αντέξουν και να διαχειριστούν τη ζωή στο δρόμο, προτιμούν την παραπομπή τους σε καθεστώς «προστατευτικής φύλαξης», δηλαδή το να περάσουν ένα διάστημα εβδομάδων ή και αρκετών μηνών σε συνθήκες κράτησης, μέχρι να βρεθεί διαθέσιμο κατάλυμα. Με τον τρόπο αυτό το αίτημά τους για στέγαση παίρνει προτεραιότητα, μειώνοντας έτσι το χρονικό διάστημα της αναμονής.

Όταν ένα ανήλικο παιδί εμφανιστεί στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, όπως συνέβη στην περίπτωση του Κεϊτά, ή σε κάποια άλλη οργάνωση αρωγής ασυνόδευτων ανηλίκων, κινούνται παράλληλα η διαδικασία καταγραφής της αίτησής του για τοποθέτηση σε ασφαλές κατάλυμα, και η νομική βοήθεια και εκπροσώπηση ενώπιον των αρχών στο πλαίσιο της διαδικασίας απόκτησης ασύλου. Σύμφωνα με πηγές που δραστηριοποιούνται στο πεδίο, τα κορίτσια στέκονται συνήθως περισσότερο τυχερά από τα αγόρια, και αυτό γιατί σε περίπτωση που εντοπιστούν από την αστυνομία το πιθανότερο είναι να μεταφερθούν προσωρινά στο Νοσοκομείο Παίδων, αντί να καταλήξουν σε κάποιο κελί σε αστυνομικό τμήμα, ή στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης (ΠΡΟΚΕΚΑ) της Αμυγδαλέζας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των αγοριών.

Τα κορίτσια θα παραμείνουν σε ειδική πτέρυγα του Νοσοκομείου, έως ότου βρεθεί διαθεσιμότητα σε κάποια δομή φιλοξενίας για ασυνόδευτα κορίτσια.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (Μάιος 2020) του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), 956 ασυνόδευτα ανήλικα σε σύνολο 4.898 (εκτιμώμενος αριθμός), διαμένουν στη χώρα σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης, όπως σε διαμερίσματα με άλλους, καταλήψεις, σε αστεγία, ενώ αλλάζουν συχνά τύπο διαμονής.

Σε εφαρμογή της λεγόμενης πολιτικής της «προστατευτικής φύλαξης» των αρχών, 274 ασυνόδευτα ανήλικα παραμένουν σε κρατητήρια Αστυνομικών Τμημάτων (ΑΤ) και Τμημάτων Συνοριακής Φύλαξης (ΤΣΦ), σε Τμήματα Διαχείρισης Μετανάστευσης (ΤΔΜ) και Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης Αλλοδαπών (ΠΡΟΚΕΚΑ) όπως η Πέτρου Ράλλη και η Αμυγδαλέζα, αλλά και στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) Φυλακίου, το μοναδικό ΚΥΤ της χώρας που ουσιαστικά λειτουργεί ως κλειστή δομή.

Όλο και πιο συχνά καταγγελίες αναφέρουν ότι οι ασυνόδευτοι κρατούνται ανάμεσα σε ενήλικες και ποινικά κρατούμενους, παρόμοια εμπειρία που μοιράστηκε μαζί μου και ο Κεϊτά. Περιστατικά με ανήλικα κορίτσια έχουν καταγραφεί, επίσης, στη Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής στην Πέτρου Ράλλη (ΠΡΟΚΕΚΑ Ταύρου), η οποία δεν διαθέτει πτέρυγα ανηλίκων, με αποτέλεσμα όταν κάποια ανήλικη μεταφερθεί εκεί να κρατείται στην ουσία μαζί με ενήλικες γυναίκες, γεγονός που έχει οδηγήσει σε επανειλημμένες υποδείξεις και καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

2. Μένοντας μαζί

Η συμβίωση με άτομα της ίδιας εθνοτικής καταγωγής, ακόμα και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, μπορεί να προσφέρει, έστω και παροδικά, ένα αίσθημα οικειότητας μεταξύ των προσφύγων.

«Άκουγα κάποιον να μιλάει Γαλλικά και έλεγα, ω βρήκα κάποιον από τη χώρα μου», λέει ο Κεϊτά σε κάποιο σημείο της συζήτησής μας. «Και επειδή μου έλειπε όλο αυτό, εμπιστευόμουν πολύ εύκολα τους ανθρώπους», συμπληρώνει. Για τον ανήλικο Κεϊτά, όπως και για τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά που διαμένουν στη χώρα σε επισφαλείς συνθήκες, το να μένουν κοντά στους «δικούς» τους προσφέρει ένα πλαίσιο στήριξης.

Προσπαθήστε να φανταστείτε τον εαυτό σας ανάμεσα σε μία παρέα ανθρώπων, όπου κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη δική σας γλώσσα, ούτε εσείς τη γλώσσα που μιλούν τα άτομα της υπόλοιπης παρέας. Είναι βέβαιο πως μεταξύ σας θα επικρατήσει αμηχανία, την οποία οι δύο πλευρές μάλλον θα προσπαθήσουν να διαχειριστούν εφευρίσκοντας διαφορετικούς τρόπους να επικοινωνήσουν. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει την από κοινού προσπάθεια των εμπλεκόμενων να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον. Όμως, ακόμα και αν η διάθεση για επικοινωνία είναι αμοιβαία, είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή να κουραστείτε και να νιώσετε δυσφορία.

Τώρα φανταστείτε τον εαυτό σας ανάμεσα στην ίδια ομάδα ανθρώπων, αλλά αυτή τη φορά βρίσκεστε στη μέση μιας εξαιρετικά κρίσιμης κατάστασης, όπου οι πληροφορίες που μπορείτε να πάρετε από την ομάδα θα κρίνουν την έκβαση πραγμάτων που αφορούν την ασφάλειά σας. Και ενώ τα υπόλοιπα μέλη μοιράζονται μεταξύ τους τη γνώση αυτή, εσείς αδυνατείτε να κατανοήσετε την κατάσταση και τις διαστάσεις του κινδύνου στον οποίο βρίσκεστε εκτεθειμένοι. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να χρειαστεί να εγκαταλείψετε τα άτομα αυτά προς αναζήτηση μιας νέας ομάδας που κοντά της θα νιώσετε περισσότερο ασφαλείς.

Μένεις κοντά σε αυτούς που μιλάνε την ίδια γλώσσα με σένα, όχι γιατί η κατανόηση μιας κοινής γλώσσας προσφέρει οικειότητα. Ή μάλλον όχι αποκλειστικά γι αυτό. Σύντομα καταλαβαίνεις ότι η γλώσσα σημαίνει πρωτίστως ασφάλεια. Η δυνατότητα επικοινωνίας σε μία κοινή γλώσσα σημαίνει πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες, βάσει των οποίων οργανώνεται η καθημερινότητα της ζωής ενός ανήλικου ασυνόδευτου αγοριού που φτάνει μόνος του ή με άτομα της ίδιας ηλικίας με αυτόν στην άγνωστη πόλη της Αθήνας, και χωρίς να έχει κάπου να πάει.

Η διαμονή του σε κοινό διαμέρισμα, με άλλους ανήλικους και ενήλικες άνδρες, θα λειτουργήσει προσωρινά ως ένα ασφαλές καταφύγιο.

3. Μακριά από το ραντάρ

Η Ελλάδα δεν ήταν ο τελικός προορισμός του ταξιδιού του Κεϊτά. Διασχίζοντας τα σύνορα από τη μία χώρα στην άλλη, στόχος ήταν να καταφέρει να φτάσει στη Γαλλία, να ζήσει και να εργαστεί εκεί.

Φτάνοντας στην Ελλάδα, και κατά τη διάρκεια της παραμονής του εδώ, βασικό του μέλημα ήταν να βρει μία δουλειά που θα του εξασφαλίσει τα χρήματα για να πληρώσει τον διακινητή, ώστε να μπορέσει να φύγει. Άλλωστε η Ελλάδα, ήδη, πριν από το 2015, για σημαντικό αριθμό ανθρώπων που περνούσαν τα σύνορά της και παρέμεναν εγκλωβισμένοι εδώ, δεν αποτελούσε τόπος προορισμού, αλλά τόπος διέλευσης και προσωρινής διαμονής, έως ότου καταφέρουν να εκπληρώσουν το όνειρό τους και να βρεθούν σε κάποια χώρα της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.

Για να καταφέρει ο Κεϊτά να συνεχίσει άμεσα το ταξίδι του, έπρεπε να παραμείνει εκτός του ραντάρ της αστυνομίας και των ΜΚΟ, ακόμα και αν στη δεύτερη περίπτωση αυτό του εξασφάλιζε καλύτερες συνθήκες ζωής. Η διαμονή του σε ασφαλές κατάλυμα και, μάλιστα, στον αστικό ιστό της Αθήνας, καθώς και η απόφαση να επενδύσει χρόνο για την εκπαίδευσή του εδώ, σήμαινε ότι παρατείνει τον χρόνο διαμονής στη χώρα, όταν ο τελικός προορισμός ήταν η Γαλλία. Όλα συντελούσαν στην ανατροπή του αρχικού σχεδίου.

Όταν πια δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει υπό καθεστώς ανομίας, αναζήτησε ασφαλές κατάλυμα με την ελπίδα ότι θα τον στείλουν σε κάποια πόλη με λιμάνι, όπως η Πάτρα ή ο Βόλος, ώστε να είναι πιο εύκολο να φύγει. Κρυμμένος σε κάποιο φορτηγό, όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, θα επιβιβαζόταν σε ένα από τα πλοία της γραμμής με κατεύθυνση την Ιταλία, και από κει θα συνέχιζε προς τη Γαλλία.

Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το λιμάνι της Πάτρας θα αποτελέσει βασική πύλη εξόδου μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία, προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Αργότερα ο πόλεμος στο Ιράκ, οι μαζικές διώξεις των Κούρδων από το τουρκικό κράτος, και η εισβολή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των μετακινούμενων πληθυσμών.

Τα λιμάνια της Ηγουμενίτσας και της Πάτρας αποτέλεσαν πόλο έλξης για χιλιάδες μετανάστες χωρίς χαρτιά, και σχετικά ασφαλή θαλάσσια οδό για το πέρασμά τους από την Ελλάδα στην Ιταλία, και από κει στις χώρες της ανεπτυγμένης δυτικής Ευρώπης.

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.