Ένας νέος από το Μαρόκο καταγγέλλει ότι οι ελληνικές αρχές τον συνέλαβαν στη Θεσσαλονίκη, τον απήγαγαν, τον ξυλοκόπησαν, τον λήστεψαν και τον μετέφεραν με τη βία στην τουρκική πλευρά του Έβρου. Καθώς ετοιμάζεται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, παρουσιάζουμε την μαρτυρία του με τεκμήρια, τα οποία αποτυπώνουν τις τακτικές των επαναπροωθήσεων για τις οποίες κατηγορείται η Ελλάδα και εκθέτουν τις πλημμελείς έρευνες που διεξάγει η Δικαιοσύνη.
Ο Ζακαρία Μπελμπουντέν είναι από το Μαρόκο. Πριν από έναν χρόνο περίπου βρισκόταν στην Ελλάδα. Είχε και έχει ακόμη βάσιμους λόγους να ζητήσει άσυλο. Φοβάται ότι αν επιστρέψει στο Μαρόκο θα αντιμετωπίσει διακρίσεις, βία και διώξεις.
Όπως καταγγέλλει, όμως, οι ελληνικές αρχές δεν του έδωσαν αυτή την ευκαιρία. Τον συνέλαβαν, τον μετέφεραν δια της βίας στα ελληνοτουρκικά σύνορα και τον άφησαν στην Τουρκία.
Στη συνομιλία μας, μέσω βιντεοκλήσης, ο Ζακαρία μας είπε πως ήταν φοιτητής με βίζα στη Γερμανία, στην Ανωτάτη Σχολή Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνών του Ανόβερου. Κάνοντας διάλειμμα από τις σπουδές του και μην έχοντας αποφασίσει, όπως λέει, αν θέλει να τις συνεχίσει, πήγε για κάποιους μήνες στην Ισπανία και στην Ιταλία και ύστερα ήρθε αεροπορικώς στην Ελλάδα.
Βρισκόταν ήδη στη χώρα εννέα μήνες περίπου, μένοντας πρώτα στην Κέρκυρα και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη. Ο Ζακαρία υποστηρίζει ότι είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με την υπηρεσία ασύλου αλλά είχε σταθεί αδύνατον.
Στις 12 Απριλίου του 2021, τον συνέλαβε η αστυνομία σ’ έναν τυχαίο έλεγχο. Οι αστυνομικοί έλεγξαν το διαβατήριό του, του έκαναν κάποιες ερωτήσεις και στη συνέχεια τον πληροφόρησαν ότι υποχρεούται εντός τριάντα ημερών να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Του έδωσαν το σχετικό έγγραφο, το οποίο υπέγραψε, και τον άφησαν ελεύθερο, σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία.
Καμία επικοινωνία
Μία εβδομάδα αργότερα, στις 19 Απριλίου 2021, νωρίς το μεσημέρι, ο Ζακαρία είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο του φίλου του, με τον οποίο έμενε. Στην οδό Αριστοτέλους, τον σταμάτησε ξανά η αστυνομία. Μην έχοντας μαζί του το διαβατήριό του, έδειξε το έγγραφο που του είχαν δώσει οι άλλοι αστυνομικοί, μια εβδομάδα πριν. Παρόλα αυτά, του πέρασαν χειροπέδες και τον μετέφεραν στο ΑΤ Λευκού Πύργου.
«Μου πήραν το κινητό μου και ό,τι είχα πάνω μου, καθώς και τα κορδόνια των παπουτσιών μου, και τα έβαλαν σ’ ένα σακουλάκι» μας είπε. «Ο αστυνομικός εκεί μου έδωσε μια κάρτα και μου είπε να πάρω τηλέφωνο αν θέλω. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι στο κινητό μου είχα τον αριθμό του φίλου μου, ο οποίος είναι Έλληνας και θα μπορούσε να φέρει το διαβατήριό μου από το σπίτι. Ο αστυνομικός αρνήθηκε. Δεν ήξερα πώς να ειδοποιήσω κάποιον. Ύστερα, με κλείδωσαν στο κρατητήριο».
Ο Ζακαρία λέει ότι τον κράτησαν στο ΑΤ Λευκού Πύργου δίχως φαγητό ή νερό μέχρι το βράδυ. Κάποια στιγμή, μετέφεραν τον ίδιο και έναν Αλγερινό συγκρατούμενό του στο νοσοκομείο Γεννηματά για να τους κάνουν τεστ για Covid-19, κάτι που όμως δεν έγινε. Στη συνέχεια τους γύρισαν πίσω στο τμήμα.
Γύρω στις 11 το βράδυ, τους μετέφεραν σε άλλο αστυνομικό τμήμα, όπου διανυκτέρευσαν στο κρατητήριο. Το πρωί, τους πήγαν σε άλλο νοσοκομείο, το οποίο ο Ζακαρία πιθανολογεί πως ήταν το Γ. Παπανικολάου, όπου έκαναν τεστ Covid-19 σε ένα κοντέινερ εξωτερικά του νοσοκομείου. Αφού βγήκαν αρνητικοί, τους μετέφεραν και πάλι σε άλλο αστυνομικό τμήμα, αυτή τη φορά αρκετά μακριά από την πόλη.
Ρωτήσαμε τον Ζακαρία αν τους φέρονταν καλά, κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων αυτών.
«Ως εκείνο το σημείο, ναι. Μας έβαλαν να γδυθούμε για σωματικό έλεγχο, μας πήραν φωτογραφία, αποτυπώματα, αλλά για πρώτη φορά μου έδωσαν κάτι να φάω. Μου είπαν ότι δίνουν 5 ευρώ σε κάθε κρατούμενο κι ένας αστυνομικός μου πήρε τσιγάρα κι ένα σουβλάκι».
Στο κρατητήριο αυτού του τμήματος παρέμειναν όλη μέρα. Το βράδυ, τους μετέφεραν ξανά σε άλλη τοποθεσία, όπου πέρασαν τη νύχτα.
Αλί Μπαμπά
«Είχε πολλά κελιά και πολλούς κρατούμενους» μας είπε ο Ζακαρία. «Όλοι ξένοι, από διάφορες χώρες, Αλγερία, Συρία, Πακιστάν». Το πρωί, οι αστυνομικοί έφεραν κάποια χαρτιά και τους έβαλαν να τα υπογράψουν, χωρίς μετάφραση ή άλλη εξήγηση. «Ήταν πιεστικοί, βιαστικοί, έλεγαν “έλα, έλα, υπόγραψε”. Ένιωσα ότι δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς».
«Προσπάθησα να τους πω ότι στο σακουλάκι με τα πράγματά μου είχα το χαρτί που έδειχνε πως είχα τρεις εβδομάδες ακόμη περιθώριο για να εγκαταλείψω τη χώρα. Το βρήκαν και το έσκισαν», πρόσθεσε.
Αφού υπέγραψε τα χαρτιά τον έβαλαν μαζί με κάποιους άλλους σ’ ένα βανάκι. Θυμάται ότι το όχημα ήταν λευκό, χωρίς κανένα διακριτικό ή σήμα της αστυνομίας, ενώ μέσα είχε αντικρυστούς πάγκους στο πλάι. Μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον οδηγό και τον συνοδηγό, αλλά στις προσπάθειές τους να το κάνουν, οι αστυνομικοί τους απαντούσαν «Αλί Μπαμπά, Αλί Μπαμπά».
Οδήγησαν κάμποση ώρα. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησαν, ένας αστυνομικός τον κατηγόρησε ότι είχε χαλάσει μια χειρολαβή στο αυτοκίνητο. «Τότε άρχισαν να με χτυπούν. Με έριξαν κάτω και με χτυπούσαν με τα γκλομπ και με κλωτσιές σε όλο το σώμα. Εγώ κουλουριάστηκα μέχρι να σταματήσουν».
Τραυματισμένο, τον φόρτωσαν μαζί με τους υπόλοιπους σε ένα φορτηγό. «Ήταν μεγάλο φορτηγό αυτό» μας είπε. «Μύριζε, ήταν φορτηγό για ζώα. Δεν είχε καθίσματα, είχε άχυρο κάτω». Δεν είχε αίσθηση που βρισκόταν. «Ήταν ίσως κάτι σαν στρατόπεδο, ήταν περιφραγμένο κάπως και μετά χωράφια. Είδα ένα κτίριο αλλά δεν πρόλαβα να δω καλά γιατί με έβαλαν στο φορτηγό».
Μετά από αρκετή ώρα, ένα βαν έφερε κι άλλους ανθρώπους. Ανάμεσά τους και μια ομάδα που ο Ζακαρία λέει πως αργότερα έμαθε ότι ήταν επίσης Μαροκινοί. «Αυτούς τους χτύπησαν πολύ. Τους είχαν ρίξει κάτω και τους χτυπούσαν όλοι μαζί για ώρα».
«Ήταν αστυνομικοί, με στολές» εξηγεί. «Και στην είσοδο του φορτηγού στέκονταν δύο άτομα, ένας από κάθε πλευρά, που φορούσαν μαύρες στολές και μάσκες full face. Αυτοί είχαν στρατιωτικά όπλα. Και κάθε φορά που έμπαινε κάποιος στο φορτηγό, τον κλωτσούσαν».
Ύστερα, έκλεισαν την πόρτα και το φορτηγό ξεκίνησε. «Ήταν πολύ άσχημα» μας είπε. «Ήμασταν πάρα πολλοί, ίσως 70 με 80 άτομα μέσα στο φορτηγό».
Οδήγησαν για κάποιες ώρες, και κάποια στιγμή σταμάτησαν. Παρακάλεσαν αυτούς που τους φρουρούσαν να ανοίξουν την πόρτα, διότι δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν μέσα στο φορτηγό. Εκείνοι τους έκαναν τη χάρη αλλά κάθε τόσο την έκλειναν, μάλλον επειδή περνούσε κάποιος, και όλο έλεγαν στους ανθρώπους μέσα στο φορτηγό να μην μιλούν και να κάνουν ησυχία.
Ρωτήσαμε πώς ήταν αυτοί που τους φρουρούσαν σ’ αυτό το σημείο.
«Ήταν αυτοί με τα μαύρα» μας είπε ο Ζακαρία. «Αλλά ήταν κι άλλοι με στρατιωτικές στολές και μιλούσαν μεταξύ τους στα αγγλικά. Είδα σημαίες πάνω στις στολές και δεν ήταν ελληνικές, δύο που ξεχώρισα ήταν η τσεχική και η ελβετική».
Τότε, ήρθαν δύο μεσαίου μεγέθους βαν, και οι στρατιώτες μοίρασαν τον κόσμο στο καθένα. Πάλι, σύμφωνα με τον Ζακαρία, ήταν λευκά και δίχως διακριτικά. Οδήγησαν για λίγη ώρα και όταν έφτασαν στον Έβρο είχε πια νυχτώσει.
Λεφτά! Λεφτά!
«Μας κατέβασαν από τα βαν και μας πήραν κοντά στο ποτάμι. Εκεί ήταν κάποιοι άλλοι άνθρωποι με όπλα και στολές παραλλαγής αλλά χωρίς διακριτικά. Μας πήραν τα παπούτσια και σε κάποιους πήραν και τα παντελόνια. Εμένα μου το πήραν. Εγώ δεν είχα λεφτά αλλά από όσους είχαν, τους τα πήραν. Έμαθα μετά ότι πολλοί έχουν περάσει στην Ελλάδα και τους έχουν γυρίσει πίσω πολλές φορές, οπότε έχουν μάθει τρόπους να κρύβουν λεφτά. Κάποιοι τα ράβουν μέσα στα ρούχα τους, γι’ αυτό παίρνουν από όλους τα μπουφάν, αν έχουν, ή όποιο ρούχο φοράνε από πάνω. Θυμάμαι έναν που φώναζε: “Λεφτά! Λεφτά! Έχεις λεφτά;” Και μετά μας έβαλαν στις λέμβους».
Μπήκαν στις λέμβους τύπου zodiac ανά ενδεκάδες, με δύο οπλισμένους συνοδούς σε κάθε λέμβο, οι οποίοι φόραγαν παραλλαγή χωρίς διακριτικά. Τους έλεγαν συνέχεια να κάνουν ησυχία και τους πέρασαν στην τουρκική πλευρά.
Εκεί περίμεναν να μαζευτούν κι άλλοι, καθώς έφταναν και οι επόμενες λέμβοι. Χωρίς παπούτσια και παντελόνι, ο Ζακαρία περπάτησε μαζί με μια μεγάλη ομάδα ώσπου έφτασαν σ΄ένα βενζινάδικο.
«Αυτοί που το έχουν ξανακάνει ξέρουν πού να πάνε».
Ο Ζακαρία θυμάται ότι ξαφνικά εμφανίστηκαν ένστολοι με όπλα — πιστεύει ότι ήταν Τούρκοι τελωνειακοί. «Δεν μας έκαναν τίποτα» μας είπε. «Νομίζω ότι ήθελαν απλώς να ελέγξουν αν υπάρχει κάτι το ασυνήθιστο, κάποιος επικίνδυνος ανάμεσά μας».
Το ξημέρωμα, θυμάται, ήρθαν πάρα πολλά ταξί στο βενζινάδικο να τους παραλάβουν.
«Έτσι γίνεται. Είναι σύστημα. Ξέρουν ότι εκεί έχει κόσμο που τον έχουν μόλις περάσει από την Ελλάδα. Κοστίζει πενήντα ευρώ το άτομο να σε πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Εγώ δεν είχα και ζήτησα από κάποιους να μου πληρώσουν τη διαδρομή μέχρι να βρω λεφτά».
Τίθεται στο αρχείο
Σήμερα, ο Ζακαρία βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη.
Την ώρα που μιλούσαμε, μέσω βιντεοκλήσης, περιφερόταν σ’ ένα πάρκο, διότι το σπίτι όπου μένει, μας είπε, δεν προσφέρεται. Μιλήσαμε Κυριακή. Τις υπόλοιπες μέρες εργάζεται. Προσπαθεί, όμως, να μην κυκλοφορεί πολύ ή να κυκλοφορεί σε σχετικά ασφαλή μέρη, όπως το πάρκο, γιατί φοβάται.
Τον Μάιο του 2021, έναν μήνα περίπου μετά από όσα υποστηρίζει ο Ζακαρία ότι του συνέβησαν κατά την παράνομη επαναπροώθησή του, ο ίδιος και οι νομικοί του εκπρόσωποι, οι δικηγόροι Θεσσαλονίκης Ελένη Κίστη και Τερέζα Βολακάκη και ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, Παναγιώτης Δημητράς, απηύθυναν επιστολή προς τις ελληνικές αρχές. Η επιστολή είχε ως παραλήπτες τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου Νότη Μηταράκη, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Πλειώτα και τον Συνήγορο του Πολίτη Ανδρέα Ποττάκη.
Με την επιστολή αυτή, ο Ζακαρία πληροφόρησε τις αρχές για ό,τι του συνέβη, τους ζήτησε να ερευνήσουν την υπόθεσή του, υπέβαλε έγκληση (μήνυση) και δήλωσε παράσταση υποστήριξης κατηγορίας για όποια δίωξη τυχόν ασκηθεί. Επίσης, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Ελλάδα για να καταθέσει αλλά και για να υποβάλει αίτηση ασύλου.
Υπενθύμισε, ακόμη, ότι τόσο η κατάθεση όσο και η αίτηση ασύλου θα μπορούσαν να ληφθούν από τις αρχές σε κάποιο σημείο εισόδου στη χώρα, καθότι η Ελλάδα έχει δηλώσει στο ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) ότι προσφέρει αυτή τη δυνατότητα.
Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου διαβίβασε την επιστολή στην εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, η οποία παρήγγειλε στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας να διεξαγάγει προκαταρκτική εξέταση.
Τον Σεπτέμβριο του 2021, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων κοινοποίησε στην εισαγγελία Πρωτοδικών το πόρισμα της έρευνας, στο οποίο υποστήριζε ότι τίποτε από όσα κατήγγειλε ο Ζακαρία δεν στάθηκε δυνατόν να εξακριβωθεί. Έξι μήνες αργότερα, η εισαγγελία έθεσε την υπόθεση στο αρχείο. Στις 24 Μαρτίου 2022, ο αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης Χρήστος Τόλιας επικύρωσε την απόφαση.
Ένα διάτρητο σκεπτικό
Το σκεπτικό με το οποίο η εισαγγελία Θεσσαλονίκης αρχειοθέτησε την υπόθεση του Ζακαρία γεννά πολλά ερωτήματα για τους χειρισμούς τόσο των αστυνομικών όσο και των δικαστικών αρχών.
Η ΕΛ.ΑΣ. παραδέχεται ότι ο Ζακαρία συνελήφθη στις 19 Απριλίου του 2021 και ότι κρατήθηκε στο ΑΤ Λευκού Πύργου. Σύμφωνα με την εισαγγελία, εκεί διαπιστώθηκε ότι είχε εισέλθει στην Ελλάδα από την ελληνοτουρκική μεθόριο στον Έβρο. Αυτό ο Ζακαρία το αρνείται.
Αλλά το κρίσιμο είναι ότι η ΕΛ.ΑΣ. θα μπορούσε να έχει διαπιστώσει την αλήθεια, αν είχε εξετάσει τον συλληφθέντα ως όφειλε και του είχε δώσει την ευκαιρία να επικοινωνήσει με δικηγόρο και να προσκομίσει το διαβατήριό του (που έχει εκδοθεί στη Γερμανία) και το αεροπορικό εισιτήριο της άφιξής του στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά υπάρχουν αλλά η ΕΛ.ΑΣ. δεν τα είδε αποδεικνύει την πλημμέλεια της εξέτασης. Το εισιτήριο, μάλιστα, το έδωσε αργότερα στην ΕΛ.ΑΣ. η δικηγόρος του Ζακαρία, Ελένη Κίστη, αλλά για κάποιο λόγο δεν περιλήφθηκε στην έρευνα.
Η ΕΛ.ΑΣ. παραδέχεται επίσης ότι ο Ζακαρία μεταφέρθηκε αρχικά στο Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης Μυγδονίας και ύστερα στο Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης Θέρμης. Δηλώνει άγνοια για το πρώτο υπηρεσιακό σημείωμα απέλασης, το οποίο ο Ζακαρία υποστηρίζει ότι του επιδόθηκε κατά την πρώτη σύλληψή του, στις 12 Απριλίου, και ότι του το έσκισαν οι αστυνομικοί πριν την επαναπροώθησή του. Η ΕΛ.ΑΣ. διατείνεται ότι από τα αρχεία της δεν προκύπτει τέτοιο έγγραφο.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες της, στον Ζακαρία επιδόθηκε υπηρεσιακό σημείωμα απέλασης στις 21 Απριλίου, του γνωστοποιήθηκαν όλα τα νόμιμα δικαιώματά του, όπως το δικαίωμα προσφυγής, και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος. Το πρόβλημα με την εκδοχή της ΕΛ.ΑΣ. είναι ότι στο υπηρεσιακό σημείωμα της 21ης Απριλίου αναγράφεται αόριστα ως διεύθυνση του Ζακαρία η «Θεσσαλονίκη». Αυτό σημαίνει ότι η ΕΛ.ΑΣ. δεν μπήκε στον κόπο να εξακριβώσει την πραγματική διεύθυνση διαμονής, η οποία υπήρχε.
Το ίδιο το σημείωμα μάλιστα λέει ότι ο υπό απέλαση αλλοδαπός οφείλει να δηλώνει, κατά το διάστημα των 30 ημερών που έχει περιθώριο παραμονής στη χώρα, κάθε αλλαγή διεύθυνσης στην αστυνομία. Πώς θα δηλώσει αλλαγή διεύθυνσης δίχως να έχει καταγραφεί η προηγούμενη διεύθυνσή του;
Κυρίως, όμως, από την προχειρότητα του σημειώματος δημιουργείται η εύλογη υποψία ότι το σημείωμα εκδόθηκε ως προσχηματική κάλυψη της επαναπροώθησης που ήταν ήδη αποφασισμένη, και ενισχύεται ο ισχυρισμός του Ζακαρία ότι τον πίεσαν να υπογράψει γρήγορα κάποια έγγραφα που δεν καταλάβαινε — ανάμεσα στα οποία και η διαταγή απέλασής του.
Μ’ άλλα λόγια, αν του είχαν ζητήσει τη διεύθυνσή του, η οποία προκύπτει ότι υπήρχε από τεκμήρια όπως μεταφορές χρημάτων που έλαβε, θα τους την είχε δώσει — ποιος δεν θα την έδινε; Δεν αναγράφεται στο υπηρεσιακό σημείωμα επειδή δεν του τη ζήτησαν.
Η ΕΛ.ΑΣ. αποπειράται να ενισχύσει τον ισχυρισμό της ότι άφησε τον Ζακαρία ελεύθερο και ότι πέραν αυτού τίποτα από όσα αυτός υποστηρίζει δεν προκύπτει από τα στοιχεία, παραθέτοντας όλες τις μεταγωγές αλλοδαπών που έγιναν από τη Θεσσαλονίκη εκείνη την ημέρα. Η παράθεση όμως των νόμιμων μεταγωγών προς διάφορα κέντρα μεταναστών δεν αποδεικνύει τίποτα.
Η ΕΛ.ΑΣ. δεν κατηγορείται για νόμιμη μεταγωγή αλλά για την απαγωγή και την βίαιη απώθηση ενός ανθρώπου σε μια χώρα με την οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Συνεπώς το ότι δεν υπάρχει καταγεγραμμένος σε μεταγωγή ο Ζακαρία δεν σημαίνει τίποτα.
Τέλος, πέραν των σχετικών εγγράφων, όλοι οι ισχυρισμοί της ΕΛ.ΑΣ. για την υπόθεση βασίζονται στις καταθέσεις μόλις δύο ατόμων και αυτά είναι αστυνομικοί.
Ερωτήματα προς την εισαγγελία
Προκύπτουν, συνεπώς, τουλάχιστον τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα προς την εισαγγελία Θεσσαλονίκης:
Γιατί αρκέστηκε μόνο στο πόρισμα που της διαβίβασε η ΕΛ.ΑΣ. και δεν πραγματοποίησε την παραμικρή έρευνα;
Γιατί δεν ζήτησε από τον καταγγέλοντα να καταθέσει, ιδιαίτερα από τη στιγμή που είναι απλούστατο να βρεθεί και έχει πληρεξούσιους συνηγόρους στην Ελλάδα;
Γιατί έθεσε στο αρχείο την υπόθεση με το άρθρο 43 ΚΠΔ, βάσει του οποίου δεν είχε υποχρέωση να επιδώσει την διάταξη αρχειοθέτησης στον εγκαλούντα, αντί του άρθρου 51 ΚΠΔ, βάσει του οποίου θα έπρεπε να την είχε επιδώσει, από τη στιγμή που ο Ζακαρία είχε δηλώσει παράσταση υποστήριξης κατηγορίας και συνεπώς θα είχε το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης;
Γιατί την έθεσε στο αρχείο προτού ολοκληρωθεί και η ΕΔΕ (Ένορκη Διοικητική Εξέταση), την οποία μάλιστα επιβλέπει ο Συνήγορος του Πολίτη; (Παρεμπιπτόντως, οι νομικοί εκπρόσωποι του Ζακαρία υποστηρίζουν ότι ο Συνήγορος τον τελευταίο μήνα αρνείται να τους ενημερώσει για την πορεία της ΕΔΕ.)
Αντιμέτωπος με τους χειρισμούς της εισαγγελίας, κάθε διαυγής παρατηρητής δικαιούται να ρωτήσει: γιατί δεν θέλει να ακουστεί το ίδιο το θύμα;
Επιπλέον, αν γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί της ΕΛ.ΑΣ., τότε τα γεγονότα θα έπρεπε να έχουν εκτυλιχθεί ως εξής: ένας Μαροκινός που φοβάται να επιστρέψει στη χώρα του, πρώην φοιτητής και νόμιμα διαμένων στη Γερμανία βρέθηκε — άγνωστο πώς — στην Τουρκία. Από εκεί κατόρθωσε να μπει παράνομα στην Ελλάδα. Η αστυνομία τον συνέλαβε, του επέδωσε διαταγή απέλασης και τον ελευθέρωσε. Και αυτός σήμερα βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη επειδή προτού εκπνεύσει η προθεσμία να εγκαταλείψει την Ελλάδα, επέλεξε μόνος του να ξαναφύγει παράνομα για την Τουρκία. Πώς είναι δυνατόν η εισαγγελία Θεσσαλονίκης να δέχεται αυτό τον παραλογισμό;
Για τέτοιου είδους πλημμελείς και μεροληπτικές έρευνες και ιδιαίτερα για τη χρόνια και συστηματική άρνησή τους να εξετάσουν τους καταγγέλλοντες σε υποθέσεις αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, οι ελληνικές αρχές έχουν καταδικαστεί πλειστάκις από το ΕΔΔΑ.
Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά άγνωστο είναι στις δικαστικές αρχές της χώρας, συνεπώς οι χειρισμοί της εισαγγελίας Θεσσαλονίκης στην υπόθεση του Ζακαρία Μπελμουντέν δείχνουν ότι επιλέγει συνειδητά να αγνοεί τη νομολογία του δικαστηρίου.
Ο δρόμος προς το ΕΔΔΑ
Ο Ζακαρία μας είπε πως μολονότι στην Ελλάδα είχε φτάσει νόμιμα με το αεροπλάνο, μετά την παράνομη επαναπροώθησή του στην Τουρκία αποφάσισε να κάνει την προσπάθεια που κάνουν τόσοι και τόσοι αιτούντες άσυλο: τον Ιούνιο του 2021, με ομάδα άλλων ατόμων, διέσχισαν τα σύνορα της Ελλάδας.
Στόχος τους ήταν να φτάσουν στην Κομοτηνή και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά, χωρίς να του επιτραπεί, όπως λέει, να επικοινωνήσει με κανέναν.
Η δεύτερη επαναπροώθησή του ήταν παρόμοια με την πρώτη, αν και προφανώς πιο σύντομη αφού βρισκόντουσαν πιο κοντά στο ποτάμι. Σύμφωνα με τον ίδιο, τον ξυλοκόπησαν και πάλι. Αυτή τη φορά ήταν πιο πολλά άτομα και μεταφέρθηκαν με βάρκα στην τουρκική πλευρά, τα ξημερώματα της 19ης Ιουνίου.
«Σκέφτομαι ότι εγώ μπήκα στην Ελλάδα νόμιμα αλλά διώχτηκα παράνομα. Συνεπώς, πρέπει να ξαναμπώ με κάποιον τρόπο. Θέλω να ζητήσω άσυλο».
Ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, Παναγιώτης Δημητράς, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν η ελληνική Δικαιοσύνη, η ΕΛ.ΑΣ. και ο Συνήγορος του Πολίτη να κάνουν «προσχηματική έρευνα» για κάποιον που «ζει επί μήνες στη Θεσσαλονίκη» και «ξαφνικά “εξαφανίζεται”», ενώ «με χρήση όλου του πακέτου παράνομων και βίαιων ενεργειών της αστυνομίας απελαύνεται σε κακή κατάσταση με δεκάδες άλλους από τον Έβρο στην Τουρκία».
Παραπέμποντας μάλιστα τόσο σε εκθέσεις διεθνών ΜΚΟ όσο και στην πρόσφατη, πολύμηνη έρευνα που δημοσίευσε πληθώρα ευρωπαϊκών ΜΜΕ, κάνει λόγο για τους «”σκλάβους” βαρκάρηδες», δηλαδή αλλοδαπούς που φέρονται να χρησιμοποιούν οι ελληνικές αρχές για να πραγματοποιούν τις επαναπροωθήσεις.
Οι δικηγόροι του Ζακαρία, Ελένη Κίστη και Τερέζα Βολακάκη, αποκαλούν κι αυτές την έρευνα που διεξάγουν η Δικαιοσύνη και ο Συνήγορος του Πολίτη «προσχηματική». Οι τρεις νομικοί εκπρόσωποι δηλώνουν ότι θα προσφύγουν στο ΕΔΔΑ.
Η υπόθεση του Ζακαρία είναι τεκμηριωμένη και με πληθώρα ενδείξεων πως λέει την αλήθεια.
Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η υπόθεση αυτή είναι μόνο μία ανάμεσα σε χιλιάδες καταγγελίες που έχουν καταγράψει η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ, πολλές έγκυρες ΜΚΟ και πολλά διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ. Ακόμη και η Επίτροπος της ΕΕ Ίλβα Γιόχανσον, παρά τον αμφιλεγόμενο ρόλο της Frontex, ζήτησε από την Ελλάδα να σταματήσει τις παράνομες επαναπροωθήσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση, με την αρωγή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (τουλάχιστον προς το παρόν, αφού έχει αναλάβει να εξετάσει 200 νέες υποθέσεις επαναπροωθήσεων), αρνείται αυτό που τόσοι άλλοι φωνάζουν ότι συμβαίνει.
Οι δικαστικές αρχές της χώρας ποιον υπηρετούν; Την κυβέρνηση ή την αλήθεια;