10 / 01 / 2020

Τι θα ψηφίσει η ομογένεια;

Μία δεξαμενή εκατομμυρίων δυνητικών ψηφοφόρων προστίθεται στο εκλογικό σώμα με διακομματική συναίνεση. Προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα;

Credits

Ρεπορτάζ:

Επιμέλεια:

Tags:

Στην ομώνυμη ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, η «Θεία από το Σικάγο» Γεωργία Βασιλειάδου ήρθε από την Αμερική για να φτιάξει τη ζωή των συγγενών της. Η θεία από το Σικάγο ήταν παρεμβατική και ανακατώστρα, αλλά κοινά αποδεκτή στις ζωές των εν Ελλάδι συγγενών της, παρά την εξτρεμιστική επιλογή της να πετάει γλάστρες στους υποψήφιους μνηστήρες που θα αποκαθιστούσαν τις ανύπαντρες ανιψιές της.

Ήταν ένας κωμικός χαρακτήρας που σταδιακά έγινε καρικατούρα της ελληνικής ομογένειας και ύστερα, στερεότυπο. Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας των σεναριογράφων που ελάχιστα αντιπροσώπευε τους πραγματικούς απόδημους τότε.

Καθώς η χώρα ζούσε στη δίνη μιας πολιτικής ανωμαλίας που ξεκίνησε δεκαετίες πριν και αποκαταστάθηκε πλήρως στα βάθη της μεταπολίτευσης, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ απόδημου Έλληνα και πολιτικού εξόριστου κατέστη ιδιαίτερα ισχνή για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Ως εκ τούτου, σε ένα ρεαλιστικό σενάριο, η θεία Καλλιόπη της Γεωργίας Βασιλειάδου, δύσκολα θα μπορούσε να κουβαλάει αυτή την απολιτίκ ευδαιμονία, δίνοντας προτεραιότητα στην αποκατάσταση των ανιψιών της, έναντι άλλων προβλημάτων.

Οι πραγματικές «θείες από το Σικάγο» αποτυπώθηκαν καλύτερα στην ελληνική λογοτεχνία: Η Φιλιώ που στην Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά διαφεύγει στην Αμερική έχοντας δολοφονήσει έναν ταγματασφαλίτη, στον Ιαγουάρο επιστρέφει στην Ελλάδα δέκα χρόνια μετά -σχεδόν ταυτόχρονα με τη θεία Καλλιόπη- για να διευθετήσει τα κληρονομικά της και αναπόφευκτα καταλήγει να αναμοχλεύει τα απωθημένα του εμφυλίου. Ο γκασταρμπάιτερ στο Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή αρνείται τη νοσταλγία για την Ελλάδα και βλέπει το μέλλον του στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών στη Στουτγκάρδη, ενώ ο συγγραφέας του μηνύει ότι θα ξαναβρεί πατρίδα «στις καινούργιες κοινότητες των ανθρώπων». Οι δε φωνές των υποψήφιων αποδήμων που σταχυολογεί ο Θανάσης Βαλτινός στα Στοιχεία για τη Δεκαετία του ‘60 φαίνονται να βλέπουν τις νέες τους ζωές ως μόνιμες, χωρίς προοπτική επιστροφής.

Χαρακτηριστικό του κλίματος είναι ότι το 1957, τη χρονιά που προβλήθηκε η «Θεία από το Σικάγο», ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν καθηγητής στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν πρωθυπουργός, αν και μια δεκαετία αργότερα, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θα τον ανάγκαζε κι αυτόν να μεταβεί στη Γαλλία. Ο δε Νίκος Ζαχαριάδης, άρτι καθαιρεμένος από την ηγεσία του ΚΚΕ ζούσε στο Μποροβίτσι της ΕΣΣΔ, όμοια με εκατοντάδες ακόμα μαχητές του ΔΣΕ που είχαν διαφύγει στο ανατολικό μπλοκ.

Απ’ την άλλη, με τη λήξη του εμφυλίου, ο φημισμένος υφυπουργός Δημόσιας Τάξης του μεταξικού καθεστώτος, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης είχε επιστρέψει από την πολυετή παραμονή του στην Αργεντινή, ενώ ο έμπιστός του διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων, Σπύρος Παξινός, ζούσε στο Καράτσι του Πακιστάν, όπου έναν χρόνο αργότερα θα δολοφονούνταν υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Ο τροτσκιστής Μιχάλης Ράπτης, απ’ την Κεντρική Ευρώπη, διαμεσολαβούσε για τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότηση των εξεγερμένων της Αλγερίας, όπου θα πήγαινε με τη γαλλική Λεγεώνα των Ξένων ο Γιώργος Μανιάτης δύο χρόνια αργότερα, προτού λιποτακτήσει απ’ αυτή βλέποντας ιδίοις όμμασι την αποικιοκρατική βαρβαρότητα.

Έλληνες του εξωτερικού ήταν εκείνοι την περίοδο οι κομμουνιστές και προοδευτικοί που είχαν διαφύγει με το φημισμένο πλοίο Ματαρόα το 1945, αλλά και ο Γκαστ Αβράκωτος που θα συνδεόταν με σειρά επιχειρήσεων ανά τον κόσμο στην υπηρεσία της CIA. Στο πραξικόπημα του 1967, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος απεύθυνε χαιρετισμό εκ μέρους της ελληνορθόδοξης κοινότητας των ΗΠΑ προς το χουντικό καθεστώς, παρότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που δύο χρόνια νωρίτερα είχε περπατήσει ακριβώς δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην ιστορική πορεία της Σέλμα, γεγονός που απαθανατίστηκε και σε ένα ιστορικό εξώφυλλο του περιοδικού LIFE. Παράλληλα, οι συζητήσεις που σταδιακά θα οδηγούσαν κάποιους από τους συμμετέχοντες στη δημιουργία της οργάνωσης 17 Νοέμβρη ξεκινούσαν στο Παρίσι και οι πρωτεργάτες του ΠΑΚ άρχιζαν να εμπλέκονται με τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα της εποχής σε τέσσερις ηπείρους, την ίδια στιγμή που ο Βασίλης Χατζηπαναγής επαναπατριζόταν από την ΕΣΣΔ και ξεκινούσε την καριέρα του στον Ηρακλή ως ο σπουδαιότερος παίχτης στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, η «ξενιτιά» κουβαλούσε ένα εν γένει προοδευτικό πρόσημο που κέρδισε τη δημιουργική φαντασία, παρότι τον κόσμο εκτός των συνόρων αλώνιζαν και οι μεταπολεμικοί κροίσοι του διεθνούς τζετ σετ, αλλά και εύπορες -και πιο συντηρητικές- κοινότητες Ελλήνων, συχνά με επιδραστικό ρόλο στις χώρες διαμονής τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, ωστόσο, η ισορροπία είχε μεταβληθεί αρκετά υπέρ των τελευταίων, ώστε η κυβέρνηση Καραμανλή να φέρεται να επιχειρεί να εισάγει την ψήφο των αποδήμων για να μπορέσει να ενισχύσει την εκλογική της δύναμη. Τελικά, το 2019, αποφασίστηκε ότι η πραγματική, σύγχρονη «θεία από το Σικάγο», θα μπορεί εφεξής να ψηφίσει στις εθνικές εκλογές – και όλα δείχνουν ότι είναι πλέον πιο αντιπροσωπευτική φιγούρα των σημερινών αποδήμων, απ’ ότι ήταν όταν πρωτοεμφανίστηκε στο σελιλόιντ.

Χωριάτικη σαλάτα και μηλόπιτα

Τον Μάρτιο του 2018, η δημοσκοπική εταιρεία Κάπα Research και το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ δημοσίευσαν τα ευρήματα μιας μεγάλης δημοσκοπικής έρευνας διάρκειας δύο ετών για τον απόδημο ελληνισμό. Η έρευνα βρήκε ότι στην πλειοψηφία τους ανήκουν στη μεσαία και ανώτερη τάξη. Η συντριπτική πλειοψηφία τους δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι με τις ζωές τους, ενώ σε πολύ υψηλά νούμερα κυμαίνεται και η χριστοπιστία τους.

Στην πολιτική κλίμακα του 10, ένας στους τέσσερις τοποθετεί εαυτόν ακριβώς στο 5, το πολιτικό κέντρο – παρότι το 48% δηλώνει αυτοβούλως ότι βρίσκεται πιο δεξιά απ’ αυτό, αφήνοντας μόλις 28% για την κεντροαριστερά και την αριστερά μαζί. Παρότι αποφεύγεται η περαιτέρω μετάφραση σε κομματικές προτιμήσεις, η έρευνα απαντάει σε άλλα, πιθανώς πιο καίρια, ερωτήματα: μαθαίνουμε ότι το φαγητό που καταναλώνουν συχνότερα είναι η χωριάτικη σαλάτα, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο σημαντικότερος Έλληνας όλων των εποχών και ότι 82% νιώθουν «περήφανοι που είναι Έλληνες».

Το πώς κατανέμονται αυτά τα ποσοστά ακριβώς ανά χώρα είναι ένα υπαρκτό ερώτημα για τους ερευνητές. Τη μερίδα του λέοντος της ελληνικής διασποράς φιλοξενούν οι ΗΠΑ, με δυσθεώρητη διαφορά από κάθε άλλη χώρα. Σε απόπειρα απογραφής του 1996, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού είχε υπολογίσει ότι από τα 5,6 περίπου εκ. Ελλήνων του εξωτερικού, τα 3,4 (61%) κατοικούσαν στις ΗΠΑ.

Η εικόνα αλλάζει με το λεγόμενο brain drain, τα νεότερα κύματα μετανάστευσης που ακολούθησαν την κρίση. Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έρευνα της ICAP για το Brain Drain το καλοκαίρι του 2019, από τις 400-500.000 που εκτιμάται ότι έφυγαν από την Ελλάδα από το 2008 και μετά, μόλις το 9% προτίμησε τις ΗΠΑ και τον Καναδά, ενώ το 75% κατευθύνθηκε εντός της ΕΕ.

Ωστόσο, η χαρτογράφηση των Ελλήνων του εξωτερικού παραμένει ένα έργο εν πολλοίς εκκρεμές, όπου ακόμα και η επιλογή ενός στατιστικού δείγματος παρουσιάζει σημαντικές δυσχέρειες.

Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη έρευνα του think tank διαΝΕΟσις που επιχείρησε να καταγράψει τη στάση των Ελλήνων της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στο ενδεχόμενο δικαίωμα ψήφου στις ελληνικές εκλογές από τον τόπο κατοικίας τους. Το δείγμα καταρτίστηκε με τη μέθοδο του respondent-driven sampling (RDS) μέσω της οποίας ο κάθε ερωτώμενος από μια πληθυσμιακή ομάδα παραπέμπει τους ερευνητές σε προσωπικές του επαφές και το τελικό δείγμα σταθμίζεται με μαθηματικά μοντέλα, που περιορίζουν τις στρεβλώσεις της μη-τυχαιότητας της επιλογής. Η Research Analyst του οργανισμού Φαίη Μακαντάση που παρουσίασε την έρευνα σε πρόσφατη εκδήλωση παρουσία του υπουργού Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκου, χαρακτήρισε την έρευνα «την πλέον έγκυρη» και δικαίως, καθώς το RDS θεωρείται η πιο προχωρημένη μέθοδος για τη συγκρότηση στατιστικού δείγματος από πληθυσμούς που δεν είναι εύκολα προσπελάσιμοι· όμως μία απλή ματιά στη σχετική βιβλιογραφία δείχνει ότι τα όρια ακόμα κι αυτής της μεθόδου είναι εξαιρετικά πεπερασμένα.

Η δυσκολία της χαρτογράφησης, δεν εμπόδισε τα πολιτικά κόμματα της μεταπολίτευσης να εικάζουν για τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από την ομογένεια. Πολύ πριν η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη νομοθετήσει την ψήφο στους αποδήμους, πρώτο το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν, που σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά τον εμφύλιο, προώθησε την εμπλοκή των αποδήμων στα κοινά της χώρας μέσα από μία σειρά πολιτικών που στόχευαν είτε στον επαναπατρισμό τους ή στην αποτελεσματικότερη εκπροσώπησή τους εντός της επικράτειας. Από το 1982 άρχισαν να εισάγονται μέτρα όπως επιδοτήσεις ενοικίου και επιχειρήσεων, φοροελαφρύνσεις και ευνοϊκοί όροι δανειοληψίας για τους παλιννοστούντες, ενώ σταδιακά μέσα στη δεκαετία του 1980, θεσπίζονται και τα όργανα της πολιτείας για την επισημοποίηση της επαναπροσέγγισης με τους Έλληνες του εξωτερικού.

Η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού ιδρύθηκε το 1983 εντός του υπουργείου Εξωτερικών ως «ο επιτελικός φορέας για τη χάραξη, την εφαρμογή και τον συντονισμό της κυβερνητικής πολιτικής για τον Ελληνισμό της Διασποράς», ενώ η δημιουργία Συμβουλίου Απόδημων Ελλήνων με εκπροσώπους των ομογενειακών κοινοτήτων, αποτελεί προεκλογική δέσμευση του Ανδρέα Παπανδρεόυ στις εκλογές του 1985, παρότι τελικά το σχετικό ΦΕΚ θα βγει δύο μέρες πριν την πτώση της συγκυβέρνησης των αντιπάλων του ΠΑΣΟΚ, Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού. Παρά την ολιγωρία του στην υλοποίηση της δέσμευσης για το ΣΑΕ, το 1986, το ΠΑΣΟΚ διαφήμιζε σε φυλλάδιο τα πολιτικά του επιτεύγματα για τον απόδημο ελληνισμό. Από την πρώτη σελίδα, κατακεραύνωνε την «παγερή αδιαφορία και απάθεια» των Κυβερνήσεων της Δεξιάς. «Γι’ αυτές άλλωστε, η μετανάστευση αποτέλεσε “ευλογία θεού”».

Για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980, η Νέα Δημοκρατία κρατούσε μία εν γένει απορριπτική στάση απέναντι στις κινήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, με την ανάδυση του ονοματολογικού της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, μέρος της ελληνο-αμερικάνικης κοινότητας κλήθηκε να λάβει ενεργητικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ. Η αλλαγή πλεύσης αποτυπώθηκε και σε κυβερνητικές επιλογές. Το 1992 θεσπίστηκε θέση υφυπουργού για τον απόδημο ελληνισμό – πόστο που κατέλαβε ο Βύρων Πολύδωρας – ενώ την ίδια χρονιά, με άρθρο του στο Βήμα, ο Μιλτιάδης Έβερτ που εκπροσωπούσε την εσωτερική στη ΝΔ αντιπολίτευση απέναντι στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για το μακεδονικό (και όχι μόνο), καλούσε στην ενεργητική πολιτική στήριξη του «οικουμενικού ελληνισμού». Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός είχε αρχίσει να θερμαίνει μέσα από δημόσιες εμφανίσεις τις σχέσεις του με την ελληνο-αμερικάνικη κοινότητα, μέρος της οποίας ήταν κι ο εκδότης του «Εθνικού Κήρυκα» και μέχρι πρότινος υφυπουργός, Αντώνης Διαματάρης, που ήταν σύμφωνα με δημοσιεύματα “το τελευταίο τηλεφώνημα του Προέδρου κάθε βράδυ, λίγο πριν πάει για ύπνο”.

Το lobbying της ελληνο-αμερικάνικης κοινότητας στην αμερικάνικη πολιτική για το μακεδονικό δεν έγινε μόνο κεκλεισμένων των θυρών. Το 1992, ολοσέλιδες καταχωρήσεις αγοράστηκαν στις σελίδες των New York Times από ομογενειακές οργανώσεις, απευθυνόμενες στον πρόεδρο Μπους και ζητώντας να μην αναγνωρίσει κανένα κράτος με την ονομασία «Μακεδονία». Πολυάριθμες ήταν οι διαδηλώσεις για το θέμα σε ΗΠΑ και Αυστραλία την ίδια χρονιά. Στη μεγαλύτερη εξ αυτών, περισσότεροι από 20.000 ελληνοαμερικάνοι παρέλασαν μπροστά από τον Λευκό Οικό φωνάζοντας συνθήματα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Η διαδήλωση χαιρετίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, ενώ τα αιτήματα των διαδηλωτών για τη μη-αναγνώριση της FYROM προωθήθηκαν στο Κογκρέσο και τη Γερουσία από στελέχη και των δύο μεγάλων κομμάτων του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος.

Αν εντός της Ελλάδας το μακεδονικό προέκυψε ως σύμπτωμα της κατάρρευσης της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας που αξιοποιούνταν με διαφορετικούς τρόπους, προκαλώντας εσωτερικές συγκρούσεις (Έβερτ εναντίον Μητσοτάκη, Σημίτης εναντίον Παπανδρέου) και σύγχυση στους πολιτικούς χώρους, μεγάλο μέρος της ελληνο-αμερικάνικης κοινότητας ήταν «σαν έτοιμο από καιρόν». Εκτός της πολιτικής επιρροής που είχαν αποκομίσει οι ομογενειακές οργανώσεις, κάποιες εξ αυτών είχαν τις πρόδρομες φάσεις του μακεδονικού σαν λόγο ύπαρξής τους. Η χαρακτηριστικότερη εξ αυτών, η Παμμακεδονική Ένωση (Pan-Macedonian Association) δεν διακρίνεται για την εθνικιστική της στάση μόνο στις παρεμβάσεις της που αρνούνται κάθε συμβιβαστική επίλυση του μακεδονικού τις τρεις τελευταίες δεκαετίες· από την ίδρυσή της το 1947, ανέλαβε έναν ρόλο ενημέρωσης της αμερικάνικης κοινής γνώμης για το «παιδομάζωμα των κομμουνιστών» στην Ελλάδα, που τα στελέχη της χαρακτήριζαν δημοσίως «γενοκτονία».

Το μακεδονικό υπήρξε ένα από τα βασικότερα αντιπολιτευτικά εργαλεία του ΠΑΣΟΚ εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Υπήρξε όμως και η πρώτη έξοδος της ελληνικής ακροδεξιάς (συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής) από το περιθώριο στο οποίο είχε τοποθετηθεί κατά τη Μεταπολίτευση, αλλά και η πρώτη από μία σειρά εθνικιστικών εξάρσεων που σημάδεψαν τη δεκαετία του ‘90. Όσον αφορά την ομογένεια, ήταν η πρώτη φορά που δεν αποτελούσε ευκαιριακή δίοδο για διπλωματικές επαφές, αλλά συνέπραττε με το ελληνικό κράτος σε μία μακροπρόθεσμη στρατηγική.

Ωστόσο, εκ των υστέρων, μελετητές της ομογένειας όπως ο εκλιπών ομογενής Νικόλαος Σταύρου, έχουν επισημάνει ότι το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε την ελληνοαμερικάνικη κοινότητα εργαλειακά, καθώς μεγάλο μέρος της θα προτιμούσε μια πιο διαλλακτική στάση στο μακεδονικό. Ιδίως από τη στιγμή που οι μεγαλύτερες ομογενειακές οργανώσεις όπως η ΑΧΕΠΑ είχαν από τις αρχές του 20ου αιώνα ως διακηρυγμένο πρωταρχικό στόχο την πιο αποτελεσματική ένταξη των Ελλήνων στην αμερικάνικη κοινωνία και όχι την εκπροσώπηση της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Από τη δεκαετία του ‘90, το πιο προοδευτικό κομμάτι σκεφτόταν τους ομογενείς ως τους πολιτικούς εξόριστους που υπενθύμιζαν τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων της Δεξιάς από το ‘40 και μετά, το πιο συντηρητικό ως επέκταση της ελληνορθόδοξης κοινότητας εκτός των συνόρων και η πιο ρεαλιστική μερίδα σε αμφότερους τους χώρους ως ένα «πόδι» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ιδίως στις ΗΠΑ. Έτσι, από το 1995 που ξεκίνησε τη λειτουργία του το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, δέκα χρόνια μετά τις προεκλογικές διακηρύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου και παραμονές του θανάτου του, κατέστη ένα εργαλείο που χρησιμοποίησαν διαδοχικές κυβερνήσεις, χωρίς όμως να ικανοποιούν ιδιαίτερα τους ομογενείς.

Ο σταυρός και οι κοσμικοί

Στο βιβλίο του «Κόκκινη Αμερική: Έλληνες Μετανάστες και το Όραμα Ενός Νέου Κόσμου» (ΠΕΚ), ο ιστορικός και διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας Κωστής Καρπόζηλος, καταπιάνεται με τον τρόπο που οργάνωσαν οι μετανάστες τις ζωές τους στις ΗΠΑ. «Μέχρι τη δεκαετία του ‘40, οι οργανώσεις των Ελλήνων στην Αμερική ήταν κατά βάση προοδευτικές· μπορούσες να είσαι ‘καλός Έλληνας’ και ‘καλός Αμερικάνος’ και να συμμετέχεις στο συνδικάτο» λέει στο Solomon MAG. «Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά και καθώς τα παλαιότερα μεταναστευτικά ρεύματα ανελίσσονται κοινωνικά, η κυρίαρχη ιδεολογία στο εσωτερικό της κοινότητας είναι ο αντικομμουνισμός. Αυτός είναι πια ο τρόπος να είσαι και ‘καλός Έλληνας’ και ‘καλός Αμερικάνος’».

Κομβικό ρόλο στη νέα αυτή εποχή διαδραμάτισε η Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Πολλοί ιστορικοί έχουν καταγράψει κατά καιρούς την επιστράτευση της Ορθοδοξίας από το δυτικό μπλοκ της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης. Χαρακτηριστικότερη είναι η ενδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το 1946, όταν εκλέγεται πατριάρχης ο μέχρι τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και προσωπικός φίλος του Προέδρου Τρούμαν, Αθηναγόρας. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ ήρθε από την Κόρινθο όπου κήρυττε κατά των ανταρτών, ενώ μία από τις πρώτες πράξεις του από την ανάληψη των καθηκόντων του ήταν η αναβάθμιση της προπαγάνδας περί «παιδομαζώματος» με παραίνεση στον ΟΗΕ να επέμβει για να επιστρέψουν τα «ελληνόπουλα» από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, πράξη που χαρακτήριζε, όπως και η Παμμακεδονική Ένωση, «γενοκτονία».

Τη θητεία του Μιχαήλ χαρακτήρισε μία πρώτη αυξητική τάση της επιρροής της Αρχιεπισκοπής, η οποία θα γιγαντωνόταν επί των τεσσάρων δεκαετιών (1958-1996) που υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ο Ιάκωβος. Σήμερα, το ποίμνιό της αριθμεί περί τα 2 εκατομμύρια μέλη. Η δε μεταλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας στο εσωτερικό της ελληνοαμερικάνικης κοινότητας είναι εμφανής στη σταδιακή στροφή των προοδευτικών εντύπων της ομογένειας προς πιο συντηρητικές θέσεις – με τον «Εθνικό Κήρυκα» να είναι το επιφανέστερο παράδειγμα – αλλά και διάφορες διασυνδέσεις της ΑΧΕΠΑ, που είχε ξεκινήσει το 1922 ως ανάχωμα στις ρατσιστικές επιθέσεις της Κου Κλουξ Κλαν κατά Ελλήνων, με τη Χούντα: από το Συνέδριο του 1968 στην Αθήνα, μέχρι τη χρηματοδότηση που έλαβε από τον πρώην υπουργό της κυβέρνησης Κόλλια, Παύλο Τοτομή.

Τα νέα ρεύματα μετανάστευσης που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έφυγαν μόνο προς τις ΗΠΑ. Από τη διακρατική συμφωνία Ελλάδας και Αυστραλίας το 1955, το πλοίο «Πατρίς» αλλά και άλλα, έφτιαξαν σταδιακά μέχρι το 1970 τη δεύτερη μεγαλύτερη ομογενειακή κοινότητα του πλανήτη στην Ωκεανία. Ένα από τα τελευταία δρομολόγια του «Πατρίς» το 1971 μετέφερε στη Μελβούρνη τους γονείς του Νίκου Ντάλλα, ο οποίος σήμερα είναι Διευθυντής Πωλήσεων της McGraw Hill στην Αυστραλία και μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας. «Η δική μου γενιά μεγάλωσε με την ιδέα της επιστροφής, ότι θα έρθω για πέντε χρόνια, θα δουλέψω και θα γυρίσω», λέει. «Τα πέντε έγιναν δέκα, τα δέκα έγιναν είκοσι και τελικά παραμείναμε».

Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα μέρη όπου υπήρξαν μαζικά κύματα μετανάστευσης από την Ελλάδα, οι κοινότητες στην Αυστραλία ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα φτιάχνοντας μικρές εκκλησίες και σχολεία. Ωστόσο, εν αντιθέσει με την Αμερική, η κοινότητα της Μελβούρνης θέσπισε σταδιακά ένα μοντέλο συνύπαρξης με την Αρχιεπισκοπή της Αυστραλίας, χωρίς να υπάγεται πλήρως η ομογενειακή ζωή σ’ αυτή. Στην Αυστραλία είχαν δημιουργηθεί ήδη από τη δεκαετία του ‘30 εργατικοί σύνδεσμοι Ελλήνων όπως ο «Δημόκριτος» που δρούσαν ως σωματεία για τους μετανάστες και τα δικαιώματά τους. Σύμφωνα με τον κ. Ντάλλα, αυτοί αποτέλεσαν έναν τρίτο πόλο απέναντι στο Προξενείο και την Αρχιεπισκοπή που είχαν δυσαρεστήσει μέρος της ομογένειας με επιλογές τους, όπως η διακριτική ανοχή προς τη Χούντα. «Μπορούσες να είσαι μέλος πολλών οργανώσεων, να είσαι στον Δημόκριτο, να είσαι και στην Ελληνική Κοινότητα. Συνήθως αυτοί που ασχολούνται είναι μέσα σε διάφορα πράγματα».

Έχοντας χαράξει μια παράλληλη πορεία που δεν ταυτίζεται με την εκκλησία και το ελληνικό ή αυστραλιανό κράτος, η ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας έχτισε πιο αυτόνομους μηχανισμούς ένταξης. Οι εκπαιδευτικές της δραστηριότητες μέσα από τα σχολεία ή η καθοδήγηση που προσέφεραν οι εργατικές ενώσεις στους μετανάστες θεωρήθηκαν τόσο επιτυχημένες, ώστε η κυβέρνηση της Βικτώριας ζήτησε από την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης να γίνουν μέντορες για τους μετανάστες από το Νότιο Σουδάν, προκειμένου να τους βοηθήσει να οργανωθούν, να φτιάξουν σχολεία και να προχωρήσουν στην ένταξη. «Η Μελβούρνη θεωρείται η πιο δυναμική κοινότητα της διασποράς παγκοσμίως», λέει ο κ. Ντάλλας. «Κάναμε πολύ καλή δουλειά με τα σχολεία και έχουν περάσει όλοι στη δεύτερη γενιά».

Η αυτονομία της ομογένειας στη Μελβούρνη φαίνεται και στη διαφορά της πρόσληψης της Συμφωνίας των Πρεσπών εντός της. Σύμφωνα με τον κ. Ντάλλα, οι απόψεις υπήρξαν μοιρασμένες, με την αρνητική στάση να είναι πιθανώς πλειοψηφούσα, αλλά όχι σίγουρα και σίγουρα όχι με το ίδιο πάθος με το οποίο εκφράστηκε η απόρριψη αυτή στις ΗΠΑ. Από το 2018, όταν προέκυψε το θέμα, η πλειοψηφία των οργάνων της ελληνο-αμερικάνικης κοινότητας εξέφραζε σε κάθε ευκαιρία και με κλιμακούμενη ένταση την αντίθεσή της με τη Συμφωνία. Οι τόνοι ανέβηκαν τόσο, που η ΑΧΕΠΑ αναγκάστηκε να δημοσιεύσει απολογητική ανακοίνωση με την οποία ξεκαθάριζε την εναντίωσή της στη Συμφωνία των Πρεσπών και δεσμευόταν για την παρουσία της στις επικείμενες διαδηλώσεις, ενώ κατηγορίες για λιποψυχία διατυπώθηκαν ακόμα και ενάντια στην Παμμακεδονική Ένωση.

Την εναντίωσή του στη Συμφωνία των Πρεσπών εξέφρασε σε συνέντευξή του στο liberal.gr ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Λίο Ραπτάκης που είχε βρεθεί στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο ως εκπρόσωπος της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ένωσης Ελληνισμού (ΠΑΔΕΕ) επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Σε εκδήλωσή της ένα χρόνο νωρίτερα, η Mytilenian Society of America στην Αστόρια της Νέας Υόρκης βράβευσε σε δημόσια τελετή τον ομογενή δημοσιογράφο Δημήτρη Φιλιππίδη επειδή στο ρεπορτάζ του από τη διαδήλωση κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών στις 4/2/2018 στην Αθήνα ισχυριζόταν ότι βρέθηκε εκεί 1,5 εκατομμύριο κόσμου και όχι οι 140.000 που ισχυρίζονταν τα ελληνικά ΜΜΕ – εκτίμηση που επικρίθηκε κι αυτή ως υπερβολική. Στην ομιλία του ο Δημήτρης Φιλιππίδης δήλωσε χαρακτηριστικά «πρώτα η Ελλάδα κι ας με πούνε και φασίστα» (“Greece First and let anyone call me a fascist”).

«Υπάρχουν περίπου 3 εκ. Ελληνοαμερικάνοι και νιώθω ότι ξέρω τους περισσότερους απ’ αυτούς» ισχυρίστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον. Αντίστοιχες φαντασιώσεις είχαν και όσοι θεώρησαν την ομογένεια εκλογική δεξαμενή υπέρ του εκάστοτε κόμματος που οι ίδιοι υποστήριζαν. Αντίθετα, οι ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με όψεις της ομογένειας ή με τη συνολική μελέτη της συμφωνούν ότι είναι ένα αχαρτογράφητο τοπίο και το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης είναι αβέβαιο, παρότι η αβεβαιότητα φαίνεται να αφορά περισσότερο τον αριθμό αυτών που θα επιλέξουν να ασκήσουν το νεο-αποκτηθέν δικαίωμά τους και λίγοτερο την πολιτική κατανομή αυτής της ψήφου.

«Με τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος, αποκλείεται το μεγαλύτερο μέρος των δυνητικών ψηφοφόρων» εκτιμά ο κ. Δάλλας, ενώ σύμφωνα με τον κ. Καρπόζηλο είναι οι νεότεροι που έφυγαν με την κρίση και οι πολύ μεγάλοι σε ηλικία αυτοί που ενδιαφέρονται για το δικαίωμα ψήφου. «Αν είσαι 50 χρονών στην Αυστραλία ή την Αμερική, δουλεύεις, έχεις τη ζωή σου, δεν νομίζω ότι είναι η πρώτη σου προτεραιότητα. Είναι πιθανό να μπουν οι κάλπες, να δούμε ότι ψήφισαν λίγες χιλιάδες άτομα σε όλον τον κόσμο και να ρωτάμε “όλη αυτή η φασαρία, γι’ αυτό έγινε”;».


Φωτογραφία State Library of Queensland

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.