Κρίση το μεσοκαλόκαιρο: πώς η δεξιά έχασε την εξουσία στην Ιταλία
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία μέσα στο καλοκαίρι ήταν ραγδαίες: Ο «Καπετάνιος» έριξε το καράβι στα βράχια, θέτοντας τη δεξιά Λέγκα εκτός της κυβέρνησης.
Newsletter | Στήριξε το Solomon
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία μέσα στο καλοκαίρι ήταν ραγδαίες: Ο «Καπετάνιος» έριξε το καράβι στα βράχια, θέτοντας τη δεξιά Λέγκα εκτός της κυβέρνησης.
«Η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία είναι έντονη, αλλά δεν είναι σοβαρή», δήλωνε πριν πολλά χρόνια ο Ennio Flaiano, Ιταλός σατιρικός, μεταξύ άλλων, συγγραφέας. Η φράση μοιάζει ιδανική για να περιγράψει τί συνέβη στη χώρα τον τελευταίο μήνα: η κυβέρνηση άλλαξε χωρίς εκλογές, ο πρωθυπουργός μεταπήδησε από ένα δεξιό υπουργικό συμβούλιο σε ένα αριστερό και μια ηλεκτρονική ψηφοφορία λιγότερων των 80.000 ατόμων καθόρισε το μέλλον περισσότερων από 60 εκατομμύρια ανθρώπων. Μία νέα και αναπάντεχη συμμαχία αναμένεται τώρα να ηγηθεί της χώρας.
Η πολιτική κρίση ξέσπασε στα μέσα του καλοκαιριού, στις 8 Αυγούστου. Πολλοί Ιταλοί έκαναν τις διακοπές τους όταν ο Ματέο Σαλβίνι, ο υπουργός Εσωτερικών, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και αρχηγός του δεξιού κόμματος Λέγκα, έκανε μία ξαφνική δήλωση: «Ας πάμε στο Κοινοβούλιο και ας αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει πλέον κυβερνητική πλειοψηφία. […] Πρέπει να αφήσουμε τους ψηφοφόρους να αποφασίσουν ξανά».
Ήταν κεραυνός εν αιθρία για την ιταλική κοινωνία. Ο Σαλβίνι ανακοίνωσε την πρόθεσή του για μία «ψήφο μη εμπιστοσύνης»: αυτό σήμαινε ότι τα μέλη της Λέγκα στο Κοινοβούλιο ήταν έτοιμα να αποσύρουν την υποστήριξή τους στον πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε. «Όταν μια πρόταση δυσπιστίας συγκεντρώνει περισσότερους αντιπάλους παρά υποστηρικτές της Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να απομακρύνει τον πρωθυπουργό από το αξίωμά του», εξηγεί η Αριάνα Αντζέλι, καθηγήτρια συγκριτικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Γιατί, όμως, ένας υπουργός Εσωτερικών που είναι παράλληλα και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης να θέλει να την καταργήσει; Ο Σαλβίνι διαμαρτυρόταν σταθερά για τις ενέργειες του υπουργικού συμβουλίου τις εβδομάδες πριν τη διάλυση. Από τον Ιούνιο του 2018, η Ιταλία διοικούνταν από τη λεγόμενη «κιτρινοπράσινη κυβέρνηση», από τα χρώματα των εμπλεκόμενων πολιτικών κομμάτων. Ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε τέθηκε επικεφαλής μιας παράξενης συμμαχίας μεταξύ του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, που αυτοπροσδιοριζόταν ως αντισυστημικό και αμεσοδημοκρατικό και της Λέγκα, ενός δεξιού κόμματος με αντιμεταναστευτική ατζέντα που επικέντρωνε τη ρητορική του στα θέματα ασφάλειας. Το Κίνημα κέρδισε τις εκλογές του 2018 με περισσότερο από το 32% των ψήφων, που ήταν αρκετό για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η Λέγκα ήταν το τρίτο κόμμα (17%) και δέχτηκε να σχηματίσει συνασπισμό, ο οποίος λειτούργησε με σκαμπανεβάσματα για περισσότερο από έναν χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, τα δύο μέρη παρουσίασαν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα και έφτασαν αρκετές φορές πολύ κοντά στο σημείο διάλυσης της συνεργασίας. Το τελευταίο μέτωπο διαμάχης ήταν ο σχεδιασμός ενός αμφιλεγόμενου σιδηροδρομικού σταθμού υψηλής ταχύτητας μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας. Το Κίνημα υποστήριζε ότι η μεγάλη υποδομή είναι σπατάλη δημόσιου χρήματος και αυτό για τη Λέγκα λειτούργησε ως η οριστική διαβεβαίωση αγεφύρωτων διαφορών και μία καλή αφορμή για το κόψιμο του δεσμού.
Ο Ματέο Σαλβίνι ισχυρίστηκε ότι η διακυβέρνηση της χώρας ήταν στάσιμη με υπαιτιότητα της συμπολίτευσης. Αλλά πιθανότατα περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να διαλύσει την κυβέρνηση και να σχηματίσει μια νέα: η Λέγκα φαινόταν πως μεγάλωνε στις τελευταίες δημοσκοπήσεις και κέρδισε το 34,3% των ψήφων στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019 (το Κίνημα των Πέντε Αστέρων πήρε μόλις 17%). Αυτή η ανατροπή των συσχετισμών εξουσίας ώθησε τον Σαλβίνι να διεκδικήσει εκλογές, όπως είπε και ο πρωθυπουργός μετά από συνάντηση τους: «Η Λέγκα θέλει να κεφαλαιοποιήσει τη δημοτικότητά της σε μία νέα εκλογική μάχη».
Για τις αρχές του Αυγούστου, ο Σαλβίνι είχε προγραμματίσει το «ιταλικό καλοκαίρι», μία καμπάνια που περιλάμβανε επισκέψεις σε πολλές παράκτιες πόλεις και που ερμηνεύτηκε από πολλούς αναλυτές ως μια σαφής ένδειξη της βούλησής του για εκλογές το συντομότερο δυνατό. Μετά από μια ομιλία στις 8 Αυγούστου, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τον πρωθυπουργικό θώκο και ζήτησε από τους Ιταλούς «πλήρη εξουσία», μια απίστευτη φράση που θυμίζει τη φασιστική περίοδο. Την επόμενη ημέρα, η Λέγκα υπέβαλε επίσημη αίτηση για τη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης, στην ιταλική Γερουσία.
Ο ηγέτης της Λέγκα έμοιαζε να έχει επιβληθεί στη συγκυρία: θεωρούσε δεδομένο ότι όλα τα υπόλοιπα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών, επιθυμούσαν τη διεξαγωγή εκλογών, έχοντας επιδείξει εξαιρετικά επικριτική στάση απέναντι στην «κιτρινοπράσινη κυβέρνηση».
Αλλά μια πικρή έκπληξη τον περίμενε στις 20 Αυγούστου, μια κρίσιμη ημέρα για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ιταλίας. Ο Κόντε έδωσε έναν παθιασμένο λόγο στη Γερουσία, όπου επιτέθηκε κατά της απερίσκεπτης συμπεριφοράς του Σαλβίνι και τον κατηγόρησε ότι «επιδιώκει προσωπικό όφελος» χωρίς κανένα σεβασμό στα θεσμικά όργανα. Ο Ιταλός πρωθυπουργός επέκρινε επίσης τη ζέση του Σαλβίνι με τα κοινωνικά δίκτυα, την αυταρχική ρητορική του και την υπερέκθεση θρησκευτικών συμβόλων, με σκοπό τον επηρεασμό των καθολικών ψηφοφόρων.
Μετά από αυτό, ο Κόντε ανακοίνωσε την επίσημη παραίτησή του, αποφεύγοντας την διαδικασία για την ψήφο εμπιστοσύνης. «Η κυβέρνηση διαλύθηκε, αλλά ο πρωθυπουργός μπορούσε ακόμα να σχηματίσει μία νέα με διαφορετική πλειοψηφία», λέει η Αντζέλι. Και μία πραγματικά απροσδόκητη ανατροπή αναδιέταξε τα φύλλα της τράπουλας: το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα σήκωσε το γάντι για μια συμφωνία με το Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Την κίνηση ενθάρρυνε ο πρώην πρωθυπουργός Ματέο Ρέντζι, παρόλο που το Δημοκρατικό Κόμμα και το Κίνημα υπήρξαν ήταν σφοδροί αντίπαλοι τα τελευταία χρόνια.
Μια σκληρή και ασφυκτική χρονικά διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών πήρε τη μορφή ενός νέου υπουργικού συμβουλίου, που περιόρισε τη Λέγκα και τα άλλα δεξιά κόμματα. Μετά από απαιτητικές συνομιλίες και συμβιβασμούς, καταρτίστηκε ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα 26 σημείων και στις 3 του Σεπτέμβρη το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ζήτησε την έγκριση των υποστηρικτών του. Τα 117.194 μέλη του Κινήματος (πολύ λιγότερα από τους ψηφοφόρους του στις τελευταίες εκλογές) θα μπορούσαν να ψηφίσουν «Ναι» ή «Όχι» στο νέο υπουργικό συμβούλιο όπου ηγείτο ο ίδιος πρωθυπουργός. Αυτή η ηλεκτρονική ψηφοφορία, που διεξήχθη σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα που ονομάζεται «Rousseau», ήταν ζωτικής σημασίας για τη γέννηση της κυβέρνησης: η επιλογή «Ναι» πέρασε με το 79,3% των ψήφων. Την επόμενη ημέρα ο Τζουζέπε Κόντε είχε μια νέα ευκαιρία.
Η ριψοκίνδυνη κίνηση του Σαλβίνι εκπυρσοκρότησε: θέλησε να ηγηθεί της χώρας και έχασε την εξουσία λόγω εσφαλμένων υπολογισμών. Προσπάθησε μέχρι την τελευταία στιγμή να αναστήσει την παλιά συμμαχία και τώρα αναζωπυρώνει τους οπαδούς του εναντίον της νέας «κυβέρνησης των ηττημένων». Αν και η Λέγκα έχει λιγότερα μέλη στο Κοινοβούλιο από το Δημοκρατικό Κόμμα και η νέα κυβέρνηση διαθέτει μεγαλύτερη πλειοψηφία από την προηγούμενη, ο Σαλβίνι παραμένει ίσως ο δημοφιλέστερος πολιτικός στην Ιταλία αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, δεν μπορεί να αξιοποιήσει τη δημοφιλία του χωρίς εκλογές. Τα κόμματα της νέας κυβέρνησης το γνωρίζουν και γι’ αυτό προτιμούν να μην πάνε στις κάλπες.
Αναγκασμένος να παραδοθεί στους κανόνες μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο ηγέτης της Λέγκα δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση υποστηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να επιβάλει την υποταγή της Ιταλίας: «(Είναι) μία ενέργεια επιβεβλημένη από μακριά (σ.σ. από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς) με σκοπό να ξεπουληθεί η χώρα». Ο Σαλβίνι κατηγόρησε τους βουλευτές της συμπολίτευσης ότι είναι «προσκολλημένοι στις καρέκλες τους», πίεσε για νέες εκλογές και προγραμμάτισε μία μαζική διαμαρτυρία στη Ρώμη για τις 19 Οκτωβρίου. Το δεξιό κόμμα Fratelli d’Italia υποστήριξε τη ρητορική του, ενώ ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ηγέτης του κόμματος Forza Italia, δήλωσε ότι ο Σαλβίνι παρέδωσε τη χώρα στην αριστερά.
«Η Δεξιά και η Αριστερά έχουν τελειώσει. Είμαστε ένα μετα-ιδεολογικό κίνημα», δήλωσε ο πολιτικός επικεφαλής του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, Λουίτζι Ντι Μάιο, για να δικαιολογήσει τη ξαφνική αλλαγή της συμμαχίας. Ο Ντι Μάιο δεν αμφισβήτησε το έργο της «κιτρινοπράσινης κυβέρνησης» και διαβεβαίωσε ότι το Κίνημα «δεν θα αποκηρύξει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε απέναντι στον ιταλικό λαό».
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε φαίνεται να έχει αυξήσει τη δημοτικότητά του κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης και πιθανώς η νέα κυβέρνηση να είναι πιο φιλοευρωπαϊκή και λιγότερο κατασταλτική απέναντι στους μετανάστες. Η συμμαχία μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων εκτιμάται περισσότερο από τους Ευρωπαίους ηγέτες, ενώ και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έγραψε ένα πρωτοφανές tweet υποστήριξης προς τον Κόντε.
Ωστόσο, υπάρχει κάτι παράδοξο σε αυτή την πολιτική ανακατάταξη. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας, ένας πρωθυπουργός έχει ηγηθεί δύο κυβερνήσεων με διαφορετική πλειοψηφία κατά την ίδια κοινοβουλευτική περίοδο: θα μπορούσε τώρα ακόμα και να καταργήσει νόμους που είχε εκδώσει πριν μερικούς μήνες.
Η πολιτική σταθερότητα δεν είναι εγγυημένη. Τα κόμματα του νέου κυβερνώντος συνασπισμού εξακολουθούν να έχουν ισχυρές προγραμματικές διαφορές και θα μπορούσαν και οι δύο να σταματήσουν το παιχνίδι όταν κρίνουν ότι τους βολεύει. «Υπάρχουν τόσα πολλά απρόβλεπτα στοιχεία, αλλά θα αξίζει το ρίσκο εάν η νέα κυβέρνηση παραμείνει στη θέση της καθ ‘όλη τη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής θητείας», λένε πηγές του εθνικού συμβουλίου του Δημοκρατικού Κόμματος. Και κάπως έτσι, η Ιταλία έχει κυβέρνηση, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη πολιτική κρίση.
Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!
Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.