Επάγγελμα Πολιτικός ή γιατί η πολιτική δεν είναι για όλους
Η πολιτική στην Ελλάδα είναι διαχρονικά επάγγελμα για λίγους. Τα τζάκια, τα πολιτικά δίκτυα, ο κομματικός σωλήνας και τα επαγγέλματα με κοινωνική αναγνώριση φαίνεται πως είναι απαραίτητα εχέγγυα μιας πολιτικής καριέρας. Ειδικά αν κανείς είναι και άντρας.
[…] Ο επικεφαλής των ευρωβουλευτών της Ν.Δ. κ. Ι. Βαρβιτσιώτης, προσηνής και ευχάριστος στις δημοσιογραφικές παρέες του καφενείου της Βουλής, πάντοτε με καμάρι θυμίζει ότι από το 1864 υπάρχει πάντα ένας Βαρβιτσιώτης στη Βουλή […]
[…] Οι Βαρβιτσιώτηδες, οι Κεφαλογιάννηδες, αλλά και οι Μπούτοι, οι Τσαλδάρηδες, οι Ράλληδες, οι Τρικούπηδες, οι Θεοτόκοι, οι Τσιριμώκοι και οι Ζαΐμηδες που έχουν χαθεί, αποτελούν τα μεγάλα τζάκια […]
Τα παραπάνω αναφέρει ο Φ. Καλιαγκόπουλος, το μακρινό 2007, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή», υπό τον τίτλο: «Τζάκια της Βουλής που καπνίζουν ακόμα».
Η ισχύς αυτών των τζακιών αποτελεί πάγιο θέμα προεκλογικής συζήτησης. Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ, στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο, επιχείρησε να εκμεταλλευτεί, το (θεωρούμενο ως) μειονέκτημα της καταγωγής του Κυριάκου Μητσοτάκη από τη γνωστή πολιτική οικογένεια, όπως διακρίνει κανείς στο παρακάτω τηλεοπτικό σποτ.
Σύμφωνα με στοιχεία της πλατφόρμας Socioscope (Καλειδοσκόπιο Κοινωνικών Δεδομένων), τα συγγενικά δίκτυα παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη Νέα Δημοκρατία, απ’ οτι σε άλλα κόμματα, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα:
Άξια αναφοράς είναι η ανανέωση που γνώρισε το ανθρώπινο δυναμικό των βουλευτικών εδράνων, το 2012 (ΙΔ’ περίοδος), μέσω της εισόδου νέων βουλευτών από τον ΣΥΡΙΖΑ, που προέρχονταν από περιβάλλοντα που δεν είχαν προηγούμενη εμπλοκή με την κεντρική πολιτική.
Η υπεύθυνη των θεματικών ενοτήτων «Πολιτικό Προσωπικό» και «Εκλογικά Αποτελέσματα» της πλατφόρμας, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Μανίνα Κακεπάκη, σημειώνει στο Solomon ΜΑG ότι η συγγένεια με άλλο πολιτικό πρόσωπα είναι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού προσωπικού.
Περιδιαβαίνοντας κανείς στην ανοιχτά προσβάσιμη πλατφόρμα, με αφορμή τις επικείμενες εθνικές εκλογές, εντοπίζει πολύ εύκολα και παραστατικά όλα τα δομικά χαρακτηριστικά των μελών του ελληνικού κοινοβουλίου της «ύστερης μεταπολίτευσης» (1996-2015). «Άνδρας μέσης ηλικίας, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και παραδοσιακών επαγγελμάτων υψηλού στάτους» είναι το προφίλ του μέσου βουλευτή στην Ελλάδα, συνοψίζει η κ. Κακεπάκη.
Η πολιτική ως επάγγελμα…
Στα Πολιτικά του, ο Αριστοτέλης παρατηρούσε πως ο (ελεύθερος) πληθυσμός της πόλης – κράτους υποδιαιρείται στη μάζα των απλών πολιτικών και την ελίτ (τους «γνώριμους») την οποία διακρίνουν η ευπορία (πλούτος), η ανώτερη καταγωγή (ευγένεια), η αρετή (υπεροχή) και η παιδεία.
Και στη σημερινή φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο «πληθυσμός» αναθέτει σε ορισμένες ελίτ την ευθύνη των σημαντικών αποφάσεων. Με όχι ιδιαίτερη θέρμη πάντα: για παράδειγμα, το ποσοστό αποχής στον δεύτερο γύρο των πρόσφατων δημοτικών εκλογών στην Αθήνα, ξεπέρασε το 66%.
Η απόσταση μεταξύ ψηφοφόρων και ελίτ και η απαξίωση της πολιτικής, γράφει ο καθηγητής Ν. Δεμερτζής στον πρόλογο του συλλογικού τόμου «Η πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα» (Αθήνα, 2016), αυξάνεται όταν τα μέλη της πολιτικής ελίτ δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού που κυβερνούν και προέρχονται κατά δυσανάλογο ποσοστό από ανώτερα κοινωνικά στρώματα ή τάξεις.
Οι πολιτικοί καταλήγουν να γίνονται επαγγελματίες, μάλλον όχι ακριβώς όπως το είχε θέσει στο γνωστό δοκίμιό του για την «πολιτική ως επάγγελμα» (Politik als Beruf) ο Γερμανός κοινωνιολόγος, Max Weber.
Όπως σχολιάζει η κ. Κακεπάκη, στη χώρα μας κυριαρχεί η ρητορική ενάντια στους επαγγελματίες πολιτικούς. Για παράδειγμα, το «Ποτάμι» έχει χρησιμοποιήσει ως σύνθημα το ερώτημα εάν «μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς τους επαγγελματίες πολιτικούς».
Παράλληλα, όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές που παρελαύνουν στα πάνελ προσπαθούν να αποτινάξουν τον χαρακτηρισμό «παιδί του κομματικού σωλήνα» και να αποδείξουν ότι δεν είναι ανεπάγγελτοι.
Τελικά, σημειώνει η κ. Κακεπάκη, η πλήρης ενασχόληση με τη πολιτική, δηλαδή η κατά Weber πολιτική ως επάγγελμα, «καλείται να συνυπάρξει με την επαγγελματική εμπειρία και αναγνώριση σε ένα πεδίο δράσης έξω από την πολιτική».
Κάτι που, θα λέγαμε ότι, κατάλαβε πολύ καλά ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ. και υποψήφιος βουλευτής, Άδωνις Γεωργιάδης, στο διαδικτυακό σποτ που προκάλεσε συζητήσεις:
Με λίγα λόγια (και) στην Ελλάδα, ο πολιτικός ανταγωνισμός τα τελευταία 30 χρόνια διεξάγεται σε συνθήκες επαγγελματοποίησης της πολιτικής διαδικασίας, διαδικασία η οποία σχετίζεται και με την αυξανόμενη επίδραση των ΜΜΕ και ιδιαίτερα της τηλεόρασης αλλά και, τα τελευταία χρόνια, των social media.
Επαγγελματοποίηση, κατά την κ. Κακεπάκη, σημαίνει, τόσο ότι η πολιτική αποκτά χαρακτηριστικά επαγγέλματος (πλήρη ενασχόληση με ένα αντικείμενο, χρηματική αποζημίωση, ασφαλιστικά δικαιώματα), όσο και έναν συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της πολιτικής, με τη χρήση εξειδικευμένων μεθόδων και τεχνικών στις προεκλογικές και μετεκλογικές διαδικασίες.
…και τα επαγγέλματα των πολιτικών
Τι επαγγέλλονται όμως οι επαγγελματίες της πολιτικής; Σύμφωνα με την κ. Κακεπάκη, από το 1996 μέχρι και σήμερα, στη Βουλή είναι δύσκολη η πρόσβαση σε χειρωνακτικά ή «χαμηλού στάτους» επαγγέλματα σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού, αλλά συνήθως ούτε και σε «μεσαίου στάτους» επαγγέλματα, όπως είναι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι.
«Αυτά τα οποία στις κατατάξεις θεωρούνται υψηλού στάτους επαγγέλματα, όπως είναι τα ελεύθερα επαγγέλματα, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι καθηγητές πανεπιστημίου, υπερεκπροσωπούνται», τονίζει.
Ακόμα ένα χαρακτηριστικό που, σύμφωνα με την κ. Κακεπάκη, εντοπίζεται από τη δεκαετία του 2000 είναι ότι εισέρχονται στη Βουλή συχνότερα προσωπικότητες που έγιναν δημοφιλείς μέσω των media, όπως δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, αθλητές. Το αποδεικνύει το γράφημα της τελευταίας Βουλής, όπως προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015:
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου θέτουν υποψηφιότητα δεκάδες δημοσιογράφοι, 28 εκ των οποίων με τη Ν.Δ., 15 με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αρκετοί είναι οι συνάδελφοί τους που στελεχώνουν τα ψηφοδέλτια άλλων κοµµάτων. Σίγουρα έχουν υπόψη τους τη ραγδαία άνοδο του αριθμού των δημοσιογράφων στην εθνική αντιπροσωπεία, από τις εκλογές του 2004 και έπειτα:
Αξίζει να πούμε ότι, η πιο πολυσυλλεκτική Βουλή, που αντιπροσώπευε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, ήταν αυτή που προέκυψε από τις πρώτες εκλογές του 2012: λίγο πιο ανατρεπτική ως προς τα κοινωνικά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά, καθώς υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με μεσαίου στάτους επαγγέλματα, (εκπαιδευτικοί, καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι).
Ωστόσο, σχολιάζει η ερευνήτρια, εκείνη η Βουλή δεν λειτούργησε ποτέ και στη επανήλθαμε στην «κανονικότητα».
«Στην Ελλάδα δεν εμφανίστηκε το φαινόμενο της αυξημένης επιρροής νέων κομμάτων, μέσα στην κρίση, όπως το “Podemos” στην Ισπανία και το “Κίνημα των 5 Αστέρων” στην Ιταλία, τα οποία στελεχώθηκαν εκ του μηδενός με πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο», σχολιάζει η κ. Κακεπάκη προσθέτοντας ότι, ενδεχομένως, το «ΜέΡΑ 25» (του Γ. Βαρουφάκη) να αποκτήσει τέτοια χαρακτηριστικά, καθώς τώρα αναπτύσσεται και δεν διατηρεί την παραδοσιακή δομή των κομματικών σχηματισμών.
«Σταυρώστε με»
Στην μακροημέρευση των επαγγελματιών της πολιτικής παίζει ρόλο και ο τρόπος διαμόρφωσης των ψηφοδελτίων αλλά και η ύπαρξη του σταυρού προτίμησης που ευνοεί όσους έχουν αυξημένη ορατότητα, δημοφιλία και παρουσία στα media.
«Όταν η διαδικασία είναι πιο “κλειστή”, δηλαδή με λίστα υποψηφίων την οποία διαμορφώνουν τα ίδια τα κόμματα, όπως κυρίως γίνεται στο εξωτερικό, τότε είναι και πιο ξεκάθαρο το προφίλ που θέλει να βγάλει προς τα έξω το κάθε κόμμα για να κερδίσει τη μία ή την άλλη κατηγορία ψηφοφόρων», επισημαίνει η ερευνήτρια.
Η μόνη εκλογική αναμέτρηση με λίστα στην Ελλάδα έγινε το 1985. Σήμερα, ο σταυρός προτίμησης έχει επεκταθεί και στις ευρωεκλογές, όπου και εκεί απαιτείται μεγάλη δημόσια προβολή για να έχει κάποιος/α ελπίδες εκλογής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκλογή του ηθοποιού Αλέξη Γεωργούλη (ΣΥΡΙΖΑ), δεδομένου ότι, αν παρακολουθούσε κάποιος την προεκλογική του καμπάνια, δύσκολα καταλάβαινε το κόμμα που εκπροσωπούσε.
«Οι προσωπικές σχέσεις ψηφοφόρων και υποψηφίων, στην ανάπτυξη των οποίων συμβάλλει και ο σταυρός προτίμησης ενισχύουν και αυτό που παραδοσιακά αναγνωρίζουμε ως ακόμα ένα χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος: τον πελατειασμό», συμπληρώνει η κ. Κακεπάκη.
Με πτυχίο
Η εκπαίδευση υψηλού επιπέδου αποτελεί ένα ακόμα από τα χρήσιμα όπλα ενός πολιτικού παίκτη. «Οι κοινοβουλευτικοί με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης συχνά φαίνονται παράξενοι στους συναδέλφους τους ή τους δημοσιογράφους που είναι πρόθυμοι να σχολιάσουν αυτήν την ιδιαιτερότητα», σχολιάζουν οι Gaxie και Godmer στον συλλογικό τόμο «Democratic representation in Europe. Diversity, change and convergence» (2007).
Είναι χαρακτηριστικό το γράφημα με την τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο η οποία προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015: ένα πολύ μικρό ποσοστό βουλευτών παραμένει εκτός πτυχίων ΑΕΙ και μεταπτυχιακών τίτλων.
Σύμφωνα με την ερευνήτρια Φανή Μ. Κουντούρη («Η πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα», σελ. 59), το ελληνικό πολιτικό προσωπικό είναι ανώτερων βαθμίδων εκπαίδευσης, ανάλογο με το κοινοβουλευτικό προσωπικό άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπου το 65% – 85% των ακαδημαϊκών τίτλων είναι τίτλοι ΑΕΙ, με εξαίρεση τη Δανία και τη Νορβηγία.
Ντόπιοι ή αλεξιπτωτιστές;
Σημαντική είναι επίσης και η γεωγραφική διάσταση της ψήφου, την οποία αναλύει ο Κωστής Πιερίδης, υποψήφιος διδάκτωρ Εκλογικής Συμπεριφοράς, «Η πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα», σελ. 135 – 165).
Στην Ελλάδα, η εντοπιότητα καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την εκλογή κάποιου, καθώς η μεγάλη πλειονότητα εκλέγεται στον τόπο της γέννησης και καταγωγής.
Από την άλλη οι «αλεξιπτωτιστές», είναι όσοι έχουν γεννηθεί ή (και) μεγαλώσει σε αστικά κέντρα και τελικά εκλέγονται σε επαρχιακές εκλογικές περιφέρειες.
Είναι συνήθως υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου (ενδεχομένως και με παραστάσεις από πανεπιστήμιο του εξωτερικού), «επαγγελματίες» της πολιτικής, με μεγαλύτερες πιθανότητες συγγένειας με άλλους πολιτικούς, με μεγαλύτερες πιθανότητες συμμετοχής στην σχηματιζόμενη κυβέρνηση και με υψηλότερες θέσεις στην κομματική ιεραρχία.
Ανδρική υπόθεση
Σε μία πατριαρχική κοινωνία, ήταν αναμενόμενο: διαχρονικά, είναι συντριπτική η πλειονότητα των ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες στο ελληνικό κοινοβούλιο. Στην τελευταία Βουλή, μόλις το 18,3% ήταν γυναίκες.
«Αν μείνουμε στην αριθμητική καταγραφή, θα βλέπαμε μόνο ότι αυξάνεται ο απόλυτος αριθμός των γυναικών στο Κοινοβούλιο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, επισημαίνοντας και την αναδίπλωση στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, όπου καταγράφηκε η πρώτη πτώση στα ποσοστά των γυναικών από το 1974», αναφέρει η κ. Κακεπάκη.
Ωστόσο, υπογραμμίζει, «οι γυναίκες παραμένουν για λιγότερες θητείες στη Βουλή και αναλαμβάνουν σε μικρότερο βαθμό υπουργικές θέσεις. Έχουμε μεν αυξητικές τάσεις, αλλά αυτές συνοδεύονται από συχνή εναλλαγή προσώπων, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να παραμένουν μία μικρή μειοψηφία που απλά νομιμοποιεί ένα σύστημα επιλογής πολιτικού προσωπικού που συντηρεί τους αποκλεισμούς».
Αξίζει, λοιπόν, πριν τις κάλπες της 7ης Ιουλίου, να κάνει κάποιος την περιήγηση που έκανε και Solomon MAG στο Καλειδοσκόπιο Κοινωνικών Δεδομένων. Μπορεί να μην τον βοηθήσει στην επιλογή κόμματος, σίγουρα όμως θα ξέρει τι να περιμένει από την επόμενη Βουλή, με βάση τη δεδομένη και ιστορικά διαμορφωμένη σύνθεση της ελληνικής πολιτικής ελίτ.