06 / 01 / 2021

«Το κράτος έχει πολλή πλάκα»

Ο Νταντόμ Χουλαντάρ είναι ιδιοκτήτης ενός μίνι μάρκετ στην Αχαρνών. Από την έναρξη της πανδημίας, οι άνθρωποι που το επισκέπτονται είναι λίγοι - και όχι πάντα με καλές προθέσεις.

Credits

Κείμενο:

Φωτογραφίες:

Tags:

Τα πράγματα για τον Νταντόμ Χουλαντάρ δεν πάνε καλά τον τελευταίο χρόνο.

Από τον Μάρτιο του 2020 ακόμα, όταν δηλαδή η χώρα μπήκε για πρώτη φορά σε καραντίνα, οι άνθρωποι που σταματούν για να ψωνίσουν κάτι από το μίνι μάρκετ του 45χρονου Μπαγκλαντεσιανού στην πλατεία Βάθη είναι σημαντικά λιγότεροι σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.

Και, σαν να μη φτάνει αυτό, τουλάχιστον τρεις φορές μέσα σε αυτούς τους μήνες, άνθρωποι που πέρασαν την πόρτα του μαγαζιού του δεν είχαν έρθει με σκοπό να αφήσουν, αλλά να πάρουν χρήματα.

Το πιο πρόσφατο περιστατικό συνέβη ακριβώς μια εβδομάδα πριν από τη συνάντησή μας, στις αρχές του Δεκεμβρίου. «Ήρθε εδώ ένας ψηλός άνδρας που πρέπει να ήταν Τυνήσιος», λέει ο Χουλαντάρ, καθώς ανακαλεί το συμβάν. «Με ρωτάει ποιος είναι εδώ, εγώ είμαι του λέω. Αφεντικό ποιος είναι; Εγώ. Έχει άδεια; Έχει, του λέω πάλι, εσύ τι θέλεις όμως;».

Ο άνδρας υποστήριξε πως ήταν από την Ασφάλεια, αλλά όταν ο Χουλαντάρ ζήτησε να δει κάποιο χαρτί που να το πιστοποιεί, δεν έχασε περαιτέρω χρόνο με αχρείαστες εισαγωγές. Πριν εκείνος καταλάβει τι συνέβαινε μπήκε στο μαγαζί, ψαχούλεψε στα ράφια που ήταν από τη μέσα μεριά του ταμείου, άρπαξε δύο κούτες τσιγάρα και βγήκε έξω.

Δύο φίλοι του Χουλαντάρ που ήταν περαστικοί από το μαγαζί πλησίασαν, αλλά το μαχαίρι που έβγαλε από το παντελόνι του εκείνη τη στιγμή ο άνδρας τους έπεισε να κάνουν ακριβώς ό,τι τους ζήτησε: να τον αφήσουν, δηλαδή, να απομακρυνθεί χωρίς να προσπαθήσουν να τον σταματήσουν.

Η λάμα του μαχαιριού, που μας δείχνει να φτάνει από τον καρπό ως τον αγκώνα του ο Χουλαντάρ, ξεπερνούσε τα δέκα εκατοστά.

Λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε προηγηθεί ένα άλλο περιστατικό. Ενώ ο Χουλαντάρ στεκόταν λίγο έξω από το μαγαζί, ένας άνδρας μπήκε μέσα, άνοιξε το ταμείο, πήρε 500 ευρώ και πριν προλάβει να αντιδράσει, εκείνος εξαφανίστηκε.

28 χρόνια στην Ελλάδα

Η ιστορία του Νταντόμ Χουλαντάρ είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη των περισσότερων ομοεθνών του που ζουν στην Ελλάδα σήμερα. Όταν ο ίδιος έφτασε στην Αθήνα το 1993, θυμάται, οι Μπαγκλαντεσιανοί που βρήκε στην πρωτεύουσα ήταν ελάχιστοι, ίσως πενήντα με εκατό άτομα. Σήμερα υπολογίζονται σε περίπου 15.000 σε ολόκληρη τη χώρα.

Τα πράγματα ήταν καλύτερα τότε: υπήρχε η δραχμή, υπήρχαν δουλειές, και υπήρχαν καλύτερες αμοιβές. Ο Χουλαντάρ νοίκιασε ένα διαμέρισμα στη Μιχαήλ Βόδα, όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου βρίσκεται το μίνι μάρκετ του σήμερα, και έπιασε δουλειά σαν ράφτης. Τη δουλειά την ήξερε, καθώς είχε εργαστεί ως ράφτης στο Πακιστάν τα τρία προηγούμενα χρόνια.

Ο Χουλαντάρ είχε έρθει με βίζα και από το 1997 είχε άδεια παραμονής (την οποία ωστόσο χρειάζεται να ανανεώνει κάθε λίγα χρόνια έκτοτε). Όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του, που καταφέρνουν να αποκτήσουν μια αίσθηση σταθερότητας και κανονικότητας στη ζωή τους εδώ, κάθε χρόνο επέστρεφε στο Μπαγκλαντές, για να δει τη γυναίκα του, τις δύο κόρες και τον γιο του.

Όταν πήγε το 2010, ωστόσο, δεν επέστρεψε στην Ελλάδα. «Ήταν η εποχή που στο κέντρο της Αθήνας μέλη της Χρυσής Αυγής πραγματοποιούσαν συνεχώς επιθέσεις εις βάρος μεταναστών. Και φοβόμουν να επιστρέψω», λέει.

Επέστρεψε το 2015. Αφού πέρασε λίγο καιρό αναζητώντας δουλειά δίχως αποτέλεσμα, έφερε τελικά στην Ελλάδα κάποια χρήματα που είχε στην άκρη στο Μπαγκλαντές, και άνοιξε το μίνι μάρκετ.

«Όταν το άνοιξα ήμουν για ένα χρόνο έτσι κι έτσι, μετά ήμουν λίγο καλά, αλλά τελικά ήρθε το κορόνα», λέει. Τώρα είναι «πολύ κάτω» και «πολλή ζημιά». Έχει μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με την προ την πανδημία εποχή; «Ζημιά, πολλή ζημιά», επαναλαμβάνει. «Ένα χρόνο τώρα είναι πολύ δύσκολα».

Στο κέντρο της Αθήνας

Η περιοχή στην οποία βρίσκεται η μικρή επιχείρηση του Χουλαντάρ συμπυκνώνει αρκετές από τις ιδιαιτερότητες και αντιθέσεις της Αθήνας.

Λίγα βήματα από την είσοδο του μίνι μάρκετ βρίσκεται η είσοδος του υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων· λίγα μέτρα πιο κάτω άνθρωποι που εν μέσω κορονοϊού και γενικής καραντίνας δεν μπορούν να «μείνουν σπίτι», ουσιοεξαρτημένοι και σεξεργάτριες.

Απέναντι από το μίνι μάρκετ, το Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων που έφτιαξε ο δήμος Αθηναίων για (κάποιους από) τους άστεγους όταν ξεκίνησε η πανδημία. Λίγο πιο δίπλα, το σχολείο που για χρόνια λειτουργούσε ως κατάληψη στέγασης προσφύγων· από την άλλη πλευρά το Τεκτονικό Μέγαρο Αθηνών.

Στην αρχή της Αχαρνών, Ρομά με σακούλες κρεμμύδια και σκόρδα προς πώληση και στον από κάτω δρόμο, η ανακαινισμένη πλατεία Βάθη με τα φαλαφελάδικα, στα οποία σταματούν για το γεύμα τους μετανάστες χωρίς χαρτιά και άνδρες της ΔΕΛΤΑ και της ΔΙΑΣ.

Οι πελάτες του είναι από διάφορες χώρες, λέει ο Χουλαντάρ, είναι και Έλληνες, είναι και ξένοι. Ενώ μιλάμε, στο εσωτερικό του μαγαζιού μπαίνουν μεσήλικες Έλληνες για να ψωνίσουν τσιγάρα και δύο νεαροί από το Μάγκρεμπ για να αγοράσουν εσώρουχα. «Αν πάρεις ένα κομμάτι είναι τρεισήμισι ευρώ, αν πάρεις δύο είναι έξι ευρώ», τους λέει ο Χουλαντάρ. Τελικά οι νεαροί παίρνουν και ένα ζευγάρι κάλτσες.

Ο Χουλαντάρ είναι πολύ ανήσυχος για τη δουλειά του, λέει πως από τα περισσότερα πράγματα που ψωνίζει ο κόσμος κέρδος δεν βγάζει. Από τα τσιγάρα, για παράδειγμα, ο ίδιος κερδίζει 0,12-0,15 ευρώ στο πακέτο που δίνει για 4,50 ευρώ, και το ψυγείο με τα παγωτά, που έχει μόλις τρία μέσα πλέον, περισσότερο του κοστίζει σε ρεύμα παρά του αποφέρει κάποιο κέρδος.

Διακόσια ευρώ το ενοίκιο, ρεύμα, ΤΕΒΕ. Η ενίσχυση του κράτους προς τις μικρές επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας γίνεται με μορφή δανεισμού, και ο ίδιος δεν θέλει να πάρει δάνειο, λέει, φοβάται πως θα χρωστάει περισσότερα μετά.

«Το κράτος έχει πολλή πλάκα»

Ο Χουλαντάρ ανοίγει κάθε πρωί το μαγαζί στις 08:30 και το κλείνει στις 20:00 το απόγευμα. Το κρατάει μόνος του, αφού δεν τον παίρνει να προσλάβει και άλλο άτομο.

Το διαμέρισμα που μένει το μοιράζεται με δύο ακόμη συμπατριώτες του, γιατί δεν βγαίνει να μείνει μόνος του. Αυτός είναι και ο λόγος, λέει, που δεν φέρνει την οικογένειά του στην Ελλάδα.

Μιλάει καθημερινά μαζί τους στο διαδίκτυο αλλά δεν τον φοβίζει ο κορονοϊός. Τα πράγματα στο Μπαγκλαντές δείχνουν να είναι καλύτερα. «Το Μπαγκλαντές έχει πολύ κόσμο. Όσο έχει κόσμο η Ελλάδα, να κάνεις 18 φορές, τόσο κόσμο έχει το Μπαγκλαντές. Αλλά Μπαγκλαντές πάει καλά».

Στις 4 Δεκεμβρίου, την προηγούμενη της συνάντησής μας, ενώ στην Ελλάδα οι θάνατοι από τον κορονοϊό έχουν σταθεροποιηθεί κοντά στους 100 ημερησίως, στο Μπαγκλαντές καταγράφηκαν 22 θάνατοι. Στο Μπαγκλαντές έχουν καταγραφεί συνολικά 505.000 κρούσματα και 7.359 θάνατοι από κορονοϊό. Στην Ελλάδα 133.000 κρούσματα και 4.402 θάνατοι.

Η εικόνα που ο Χουλαντάρ έχει αποκομίσει από τα σχεδόν 28 χρόνια ζωής του στην Ελλάδα είναι πως το ελληνικό κράτος έχει «πολλή πλάκα», όπως το λέει ο ίδιος. «Την πρώτη φορά που έλαβα άδεια διαμονής ήταν για δύο χρόνια, μετά ήταν για πέντε χρόνια, μετά για δέκα χρόνια». Την τελευταία φορά που την ανανέωσε, όμως, ήταν μόνο για τρία χρόνια, λέει. Κάθε λίγα χρόνια χρειάζεται να φροντίζει για την ανανέωσή της και να πληρώνει έξτρα ποσά.

«Πολλή πλάκα κάνει το κράτος», λέει, «γιατί αν ήταν κάποια άλλη χώρα στην Ευρώπη, σε όλα αυτά τα χρόνια θα είχε δώσει διαβατήριο κανονικά».

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.