29 / 03 / 2022

Η μαύρη νοσηλεύτρια του Ευαγγελισμού

Η Μαρία Ναλουώγκα ήταν οκτώ χρονών όταν μπήκε σε ένα αεροπλάνο για τη «Γη της Επαγγελίας», όπως παρουσίαζαν την Ελλάδα οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι στην Ουγκάντα. Μεγάλωσε ορφανή σε ιδρύματα και μοναστήρια και, τελικά, γνώρισε την αγάπη μέσα από το μεγάλωμα των δικών της παιδιών.

Credits

Ρεπορτάζ:

Εικονογράφηση:

Tags:

Στις 28 Νοεμβρίου 1971, το αεροπλάνο που εκτελούσε την προγραμματισμένη πτήση από Ναϊρόμπι για Αθήνα προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μεταξύ των επιβατών του ήταν κι ένα ασυνόδευτο κορίτσι: η Μαρία Ναλουώγκα, οκτώ ετών, με καταγωγή από την Ουγκάντα.

Το εισιτήριο μέσα στο διαβατήριο της δεν ήταν μετ’ επιστροφής, καθώς επρόκειτο να ζήσει μόνιμα στην Ελλάδα. Αυτό όμως θα το καταλάβαινε πολύ αργότερα.

«Δε θυμάμαι πολλά από το αεροπλάνο, μονάχα ότι κατέβηκα σαν χαμένη με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Ούτε τη γλώσσα ήξερα, ούτε τι σημαίνει Ελλάδα. Τι να καταλάβω αλήθεια στα οχτώ μου; Σαν να έχεις μπροστά σου ένα μωρό που δεν έχει επιλογή για το τι θα κάνει», λέει στο Solomon η 59χρονη Ελληνίδα υπήκοος, εκ των υπεύθυνων σήμερα στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του «Ευαγγελισμού».

Μοναδικά της εφόδια ένα φόρεμα, δυο λαστιχένια παπούτσια και το όνειρο της μάνας της, Θεοδώρας, για μια καλύτερη τύχη. Πλην αυτών, κανείς δεν προετοίμασε τη μικρή Μαρία για την επικείμενη μετανάστευσή της στον άγνωστο προορισμό. Κανείς δεν της εξήγησε γιατί κρίθηκε αναγκαίο να εγκαταλείψει το σπίτι και τον τόπο όπου μεγάλωνε.

Η ζωή στην πατρίδα

Γεννήθηκε στις 4 Απριλίου του 1963, το τρίτο στη σειρά παιδί μιας οικογένειας που ζούσε στο χωριό Kibwa, της περιφέρειας Kyadondo. Ο πατέρας της ήταν χτίστης και η μητέρα της νοικοκυρά και αγρότισσα.

Επίσημο πιστοποιητικό γέννησης δεν υπάρχει καθώς γεννήθηκε στο σπίτι. Αντ’ αυτού, ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο του πατέρα της βεβαιώνει την ημερομηνία γέννησής της. Γύρω στα 30 υπολογίζει ότι ήταν τότε η μητέρα της. Πέντε αδέρφια στο σύνολο, με τη Μαρία να καυχιέται ότι είχε και τ’ όνομα και τη χάρη της πιο ζωηρής.

Για τα δεδομένα της εποχής στη χώρα θεωρούνταν μία μεσαίας τάξης οικογένεια: ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Το σπίτι τους, αρχικά χτισμένο με χώμα και μετέπειτα ενισχυμένο με τσιμέντο, ήταν μια μονοκατοικία με οχτώ δωμάτια σε αραιοκατοικημένη περιοχή. Μπροστά στο σπίτι υπήρχε μία χωμάτινη αυλή και τριγύρω εκτάσεις με μπανάνες, ζαχαροκάλαμα και καφέ.

Μπορεί η ίδια να μην πρόλαβε να ζήσει σε καλύβα, έχει όμως ωραίες αναμνήσεις από τις διακοπές στης γιαγιάς της. «Φτιάχνονταν από ένα ανθεκτικό χόρτο, σαν μπαμπού και ψάθα. Πρώτα άπλωναν τα χόρτα στον ήλιο για να ξεραθούν κι ύστερα ένας ειδικός μάστορας τα έδενε μεταξύ τους, και τα έστηνε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην περνάει το νερό της βροχής. Ήταν ένας ενιαίος χώρος, χωρίς έπιπλα. Κοιμόμασταν χάμω κι αντί κουβέρτας χρησιμοποιούσαμε το λουβουγκό: σαν επεξεργασμένη φλούδα από κορμούς δέντρων».

Η Μαρία Ναλουώγκα (αριστερά) ήταν το τρίτο στη σειρά παιδί της πενταμελούς οικογένειας.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την Αγγλία, την εξουσία κατέλαβε με πραξικόπημα ο αρχηγός του Στρατού, Ίντι Αμίν Νταντά.

Στο σπίτι των Ναλουώγκα δεν υπήρχε φόβος για την κατάσταση των πραγμάτων. Δεν ανήκαν στους ευνοημένους του καθεστώτος, ωστόσο, δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ο πατέρας δούλευε και η μητέρα ήταν επιφορτισμένη με το νοικοκυριό και την εκμετάλλευση των χωραφιών τους. «Αυτή ήταν η περιουσία μας για να μπορέσουμε να μορφωθούμε», εξηγεί η Μαρία.

Στο σπίτι τους υπήρχε ένας κανόνας: ο μεγαλύτερος να βοηθάει τον μικρότερο. «Η μάνα μου λειτουργούσε σαν επόπτρια. Μας έδειχνε τι πρέπει να κάνουμε και μοίραζε τις δουλειές: εσύ θα σκάψεις, εσύ θα φέρεις νερό, εσύ θα κλαδέψεις. Πιτσιρίκια μάθαμε να καλλιεργούμε καφέ. Εμένα καμία δουλειά δεν μου άρεσε, το μυαλό μου ήταν συνέχεια στο παιχνίδι». Αν μπορούσε θα έπαιζε με τις ώρες μπανανομπάλα, ξυπόλητη έξω στον δρόμο. «Κλωτσούσαμε δηλαδή μια μπάλα που φτιάχναμε από φλούδες μπανάνας. Κι όταν λέω δρόμο, εννοώ στο απέραντο χώμα που με το ζόρι καταλάβαινες ότι είναι δρόμος. Μια φορά τον μήνα που περνούσε ένα αυτοκίνητο τρέχαμε ενθουσιασμένοι να δούμε ποιος είναι».

Το κάθε παιδί είχε λίγες αλλαξιές ρούχα ενώ η επίσημη ενδυμασία τους ήταν από λουβουγκό. «Δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα για περισσότερα. Αν ήθελε ο πατέρας για τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα μας αγόραζε από ένα φόρεμα ή ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια. Κι ό,τι περίσσευε από ρούχα της μαμάς, το έραβε για εμάς».

Τα καλά ρούχα φυλάσσονταν για οικογενειακές εκδηλώσεις, θρησκευτικές γιορτές και για την Εκκλησία. Γενέθλια δεν γιόρταζαν. Αντίστοιχα και με το φαγητό, κρέας έτρωγαν μόνο στις γιορτές.

«Είχαμε κότες αλλά η μάνα μου τις ήθελε για να πουλάει τα αυγά. Συνήθως τα πιάτα μας γέμιζαν με μαγειρεμένη μπανάνα απ’ την οποία φτιάχναμε και αλεύρι, κασάβα, γλυκοπατάτα, καλαμπόκι και σπανιότερα τρώγαμε ψάρι με λιωμένο φιστίκι. Μπορεί να μην ήταν πολλά αλλά ποτέ δεν έλειψε φαΐ από το τραπέζι μας».

Κεφαλή του σπιτιού και υπεύθυνη για την εύρυθμη λειτουργία του ήταν η γυναίκα. «Αυτή έπρεπε να σκεφτεί πώς θα ζήσουμε και να τα κουμαντάρει όλα. Ο πατέρας ήταν απών. Έφευγε νωρίς το πρωί κι επέστρεφε αργά το απόγευμα. Συναντιόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι, όπου η μητέρα τον ενημέρωνε πώς κύλησε η ημέρα, τι κατάφερε να πουλήσει, αλλά και για το πώς είχαμε συμπεριφερθεί. Αν τυχόν είχαμε κάνει και κάτι που δεν του άρεσε, έριχνε κι ένα χέρι ξύλο».

Ελλείψει πρόσβασης στην εκπαίδευση, οι άνθρωποι στην Ουγκάντα μπαίνουν από νεαρή ηλικία στην αγορά εργασίας. Μέλημά τους να καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα άλλη μια μέρα, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ό,τι έχουν στη διάθεσή τους. «Δεν τους νοιάζει το αύριο, ζούνε μονάχα το σήμερα», επαναλαμβάνει συχνά η Μαρία, εξηγώντας ότι ο συνδυασμός οικονομικής εξαθλίωσης και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ευθύνεται για τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού. «Τι θα κάνουμε; Σεξ. Και η γυναίκα τίκτει».

Το 2019, μια μέση γυναίκα στην Ουγκάντα είχε 4,82 παιδιά. O πληθυσμός της χώρας σήμερα πλησιάζει τους 46 εκατ. πολίτες, ενώ το προσδόκιμο ζωής βρίσκεται ελαφρά πάνω από τα 63 έτη.

Με τη χώρα να περνάει από δικτατορία σε δικτατορία τα τελευταία 50 χρόνια, μετά το χάος που άφησαν πίσω οι Άγγλοι αποικιοκράτες, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες οξύνονται. Η Μαρία μάλιστα θεωρεί τη σημερινή κατάσταση μακράν χειρότερη αυτής που άφησε φεύγοντας.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η πρόσβαση σε πόσιμο νερό, όπως λέγεται. Τα δεινά του λαού πολλαπλασιάζονται από την έλλειψη μόρφωσης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αν δεν έχεις λεφτά πεθαίνεις. Ο Γιουέρι Μουσέβενι που κυβερνά εδώ και 35 χρόνια έχει απαξιώσει πλήρως το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε ο γονιός που θέλει να μορφώσει το παιδί του να αναγκάζεται να λαδώσει. Τα σχολεία υποχρηματοδοτούνται με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν.

Με τι λεφτά να μορφωθούν τόσα παιδιά κάθε οικογένειας; Βγάζουν δυο τάξεις και σταματούν. Το ότι παντρεύονται σε μικρή ηλικία εξασφαλίζει και τη διαβίωσή τους».

Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Αφρική

Ανακαλώντας τα παιδικά χρόνια στην πατρίδα, η Μαρία θυμάται εντονότερα τα οχτώ χιλιόμετρα που έπρεπε να διανύει καθημερινά με τα πόδια προκειμένου να πάει στο σχολείο.

Ανήκε στους τυχερούς μαθητές αφού οι γονείς της μπορούσαν να πληρώσουν το αντίτιμο της μόρφωσης. «Βέβαια δεν μπορούσα τότε να το εκτιμήσω. Πεντέμιση χρονών παιδί περπατούσα ώρες μέχρι το κοντινότερο σχολείο, αφού πρώτα έκανα και διάφορες δουλειές στα χωράφια». Η ταλαιπωρία αυτή κάθε άλλο παρά ενθάρρυνε την όρεξή της για μάθηση κι έτσι, όσο διάβαζε, διάβαζε από αγγαρεία. Συχνά όμως άκουγε τη μητέρα της να μιλάει με ενθουσιασμό για μια ξαδέρφη της που σπούδαζε στο εξωτερικό με τη συμβολή ενός δεσπότη.

Αν και περιτριγυρισμένη από κόσμο στην Ελλάδα, η Μαρία Ναλουώγκα δεν έπαψε να αισθάνεται μόνη.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουγκάντα κήρυττε τον λόγο του Θεού και συνάμα προωθούσε παιδιά για διαμονή σε χώρες του εξωτερικού υπό την προϋπόθεση της βάπτισης. Ελλάδα και Αμερική παρουσιάζονταν τότε ως οι τόποι της «Επαγγελίας». H Μαρία υπολογίζει πως ήταν γύρω στα εφτά όταν ξεκίνησε να παρακολουθεί κατηχητικό, και θυμάται έως και σήμερα τη βάπτισή της από τον πατέρα Θεόδωρο.

«Πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι αυτός ο δεσπότης, που είχε σπουδάσει θεολογία στην Ελλάδα, υλοποιούσε μέσω ημών των παιδιών την ιεραποστολή που είχε αναλάβει, εξασφαλίζοντας παράλληλα οικονομική ενίσχυση για να συνεχίζει το έργο του στην Ουγκάντα. Ήρθε λοιπόν μια μέρα και μου ανακοίνωσε ότι φεύγω».

Αγνοώντας πλήρως τη νέα ζωή που προέβλεπε για την ίδια αυτή η αποστολή χωρίς γυρισμό, χάρηκε ιδιαίτερα στο άκουσμα.

«Δεν έβλεπα τη μάνα μου να ανησυχεί. Μάλλον πόνταρε ότι η αποστολή μου θα μπορούσε κάπου παρακάτω να εγγυηθεί και για το δικό τους μέλλον. Είχε ισχυριστεί μάλιστα ότι είμαι ορφανή από πατέρα κι ίσως έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του στην επιλογή μου από τον παπα-Θεόδωρο».

Στη γη της επαγγελίας όπως την υποσχόταν η εκκλησία

Το κόστος των εισιτηρίων για το μακρύ ταξίδι προς την Ελλάδα ανέλαβε ένας πλούσιος Ουγκαντέζος, πατέρας της συνομήλικής της Χριστίνας, που μπήκε στο αεροπλάνο μαζί της. Δύο οχτάχρονες στοιβαγμένες σε ένα λεωφορείο που μετέφερε ζώα έφτασαν οδικώς μέχρι την Κένυα, κι από κει αεροπορικώς μέχρι την Αθήνα.

«Κρατούσαμε ταμπέλες που έγραφαν τον προορισμό μας. Αφότου προσγειωθήκαμε στο Ελληνικό, περιμέναμε για ώρες καθώς ο ιερέας που θα μας παραλάμβανε ξεχάστηκε και δεν ήρθε. Μας μετέφεραν, θυμάμαι, οι αεροσυνοδοί σε ένα ξενοδοχείο όπου όλα μου φαίνονταν ακριβά και γυαλιστερά, τα λευκά σεντόνια, οι πετσέτες. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τηλέφωνο να χτυπάει. Φοβόμασταν να το πλησιάσουμε. Θαρρείς είχαμε ξαναδεί τηλέφωνο; Ευτυχώς στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο παπάς από Αθήνα που μας είχε υπ’ ευθύνη του και μιλούσε λουγκάντα».

Το κόστος των εισιτηρίων της ανέλαβε ένας πλούσιος Ουγκαντέζος, πατέρας της συνομήλικής της Χριστίνας που ταξίδεψε μαζί της.

Στο τέλος Νοεμβρίου του ‘71, η Ναλουώγκα φτάνει τελικά στη γυναικεία Ιερά Μονή Φραγκοπηδήματος, έξω από την πόλη του Πύργου. Εκεί όπου θα μείνει για έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι να εγκατασταθεί στο μαθητικό οικοτροφείο και ορφανοτροφείο θηλέων «Η Αγία Φιλοθέη», που λειτούργησε επί ημερών του Μητροπολίτη Ηλείας Αθανάσιου.

«Είχε πέσει το σκοτάδι όταν φτάσαμε στο μοναστήρι. Ξάφνου πρόβαλαν μπροστά μου κάμποσες μαυροφορεμένες γυναίκες κρατώντας λάμπες στο ύψος του προσώπου. Φαντάζεσαι πώς νιώσαμε; Δεν είχαμε ξαναδεί καλόγριες. Και τώρα που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Τις πρώτες μέρες εκεί κλαίγαμε ασταμάτητα και δεν τολμούσαμε να βγούμε απ’ το δωμάτιο».

Απομονωμένη από την κοινωνία, μακριά από γονείς, αδέρφια και παιδιά της ηλικίας της ― με εξαίρεση τη Χριστίνα, η οποία ήταν κι ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μιλούσε την ίδια γλώσσα ― στάθηκε, λέει, τυχερή που βρέθηκε στο πλευρό καλών γυναικών που την αγάπησαν και τη φρόντισαν. Στο μοναστήρι διδάχθηκε τα πρώτα ελληνικά, ομιλία και γραφή, αργαλειό, αλλά και την πειθαρχία μιας ζωής ασκητικής. Μπλεκόταν στις γεωργικές εργασίες, μάθαινε να μαγειρεύει φαγητά που δεν είχε ξαναφάει, καθάριζε τον ναό και άναβε τα καντήλια.

«Παρότι ζούσαμε σαν στρατιώτες, θα πω ότι στο μοναστήρι ήμασταν καλά. Αυτές οι γυναίκες μας νοιάστηκαν πραγματικά. Εκεί εισέπραξα για πρώτη φορά τρυφερότητα. Η αγκαλιά μπορεί να απαγορευόταν, ωστόσο οι περισσότερες είχαν έναν γλυκό λόγο για εμάς, μια καλή κουβέντα».

Από την παραμονή της εκεί υπάρχει και κάτι ακόμη, όμως, που αδυνατεί να ξεχάσει: πόσο τρόμαζε τον πρώτο καιρό ακούγοντας τις καμπάνες να χτυπούν για τη Θεία Λειτουργία.

«Μετά το εκκλησίασμα μαζεύονταν στο μοναστήρι άνθρωποι απ’ όλα τα γύρω χωριά για να μας δουν. Τα μαύρα παιδιά στη μέση και γύρω γύρω κόσμος, λες κι ήταν πανηγύρι. Δεν είχαν ξαναδεί μαύρο. Πλησίαζαν με περιέργεια και μας ακουμπούσαν με τα χέρια τους για να δουν αν ξεβάφουμε».

Τις πρώτες παρέες τις έκανε στα εννιά της, αφότου μετακόμισε στο οικοτροφείο. Εκεί συνάντησε κι άλλα κορίτσια που είχαν έρθει από Αφρική. «Το οικοτροφείο όμως ήταν άψυχο. Πολλά τα παιδιά και πιεστικό το καθημερινό πρόγραμμα. Πρωινό ξύπνημα, στρώσιμο κρεβατιού, καθαριότητα, σχολείο και διάβασμα. Οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονταν με αυταρχισμό, χωρίς νοιάξιμο».

Αν και περιτριγυρισμένη από κόσμο, η Μαρία δεν έπαψε να αισθάνεται μόνη. Άλλωστε όλη κι όλη η επαφή με τους δικούς της περιοριζόταν σε μια σπάνια αλληλογραφία. «Τους σκεφτόμουν πού και πού αλλά πια αντί οικογένειας υπήρχε ένα μεγάλο κενό. Τι να σου κάνει κι αυτή η επικοινωνία που είχαμε; Εγώ μεγάλωνα μόνη μου. Ξένη. Διωγμένη. Στις γιορτές έβλεπα τα υπόλοιπα παιδιά να επιστρέφουν στους γονείς και τα σπίτια τους. Εμένα την “ορφανή”, όταν δεν ήθελα να μείνω στο οικοτροφείο, με πήγαιναν βόλτα μέχρι το μοναστήρι».

Αντιδρώντας στον εγκλεισμό και την καταπίεση αποφάσισε στα 14 της να φύγει. Η τότε διευθύντρια του ιδρύματος αρνήθηκε να της δώσει τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στο όνομά της από φιλανθρωπίες.

«Εκεί τελείωνε το έργο και η παρουσία της Μητρόπολης. Μετά το οικοτροφείο ήμουν στο έλεος του Θεού. Έπρεπε να κόψω τον λαιμό μου να βρω τρόπο να ζήσω στην Ελλάδα. Αυτό που σκέφτομαι μέχρι σήμερα είναι ότι ακόμα κι αν πάλευα εντελώς μόνη μου να μεγαλώσω τα παιδιά μου, ποτέ δεν θα τα έστελνα σε τέτοιο ίδρυμα».

Με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων που νοιάστηκαν ανέβηκε στην Αθήνα. Πριν ακόμη ενηλικιωθεί μπήκε εσώκλειστη στη σχολή του Ερυθρού Σταυρού όπου παρακολούθησε μαθήματα νοσηλευτικής. Προκειμένου να λάβει την πιστοποίηση και να εξοφλήσει το κόστος της μονοετούς φοίτησης και διαμονής στη σχολή, εργάστηκε για τρία χρόνια στο νοσοκομείο της Βούλας. Με τον καιρό κατάλαβε ότι η μόρφωση θα της εξασφάλιζε τη δύναμη να διεκδικήσει την αυτονομία της.

«Το νυχτερινό μου άνοιξε τα μάτια. Εξακολουθούσε να μην μου αρέσει το διάβασμα, ωστόσο πείσμωσα να τελειώσω το σχολείο για να μπορέσω να προχωρήσω στη ζωή μου, να εξελιχθώ. Το πρωί δούλευα στο νοσοκομείο σαν βοηθός νοσηλεύτριας και το απόγευμα πήγαινα σχολείο. Έτρωγα και κοιμόμουν εντός του νοσοκομείου σε ένα δωμάτιο μια σταλιά».

Όταν τελείωσε το λύκειο, μπήκε στο ΤΕΙ Νοσηλευτικής. Παράλληλα με τη σχολή, εργάστηκε ως αποκλειστική νοσοκόμα κερδίζοντας προϋπηρεσία και καλά λεφτά, ενώ πριν καλά καλά πάρει το πτυχίο της χτύπησε την πόρτα στην Πολυκλινική Αθηνών.

«Η Μαρία η μαύρη»

Σήμερα, η Μαρία εργάζεται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Ευαγγελισμού, του μεγαλύτερου νοσοκομείου της χώρας, μετρώντας συνολικά περισσότερα από 35 χρόνια υπηρεσίας.

Δεν της άρεσε εξαρχής η νοσηλευτική. Την αγάπησε στην πορεία βλέποντας την επίδραση της προσφοράς στους ανθρώπους. Ξεχωρίζει τα επείγοντα διότι έχουν δράση και καλείται να διαχειριστεί συνεχή ροή περιστατικών. «Το προτιμώ απ’ το να δούλευα σε μια πτέρυγα ογκολογικού παρακολουθώντας τους ασθενείς να αργοπεθαίνουν. Θα αρρώσταινα».

Εκτός από χαρές και ωραίες συγκινήσεις, η πολυετής παρουσία της στα νοσοκομεία είχε και πολλές στεναχώριες. Κυρίως στο ξεκίνημα, αλλά συχνά και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αντιμετώπισε έντονο ρατσισμό λόγω του χρώματος του δέρματός της.

«Μου το ‘χε πει το ‘86 που έπιασα δουλειά ο διευθυντής της Πολυκλινικής: να έχω το νου μου γιατί δεν είχε ξαναμπεί μαύρη στο νοσοκομείο. Συνάδελφοι που ρωτούσαν γιατί να έχω θέση στο νοσοκομείο, προαγωγές που καθυστερούσαν, άμεσες και έμμεσες προσβολές. Κάποιοι με χαιρετούσαν δια χειραψίας κι ύστερα σκουπίζονταν νομίζοντας ότι είμαι βρώμικη. Γυναίκες λιγότερο μορφωμένες από μένα με έλεγαν ανίκανη. Με υποτιμούσαν βάζοντάς με να κάνω όλες τις δουλειές που δεν ήθελαν οι ίδιοι να κάνουν. Έχω μαζέψει πολλές πάπιες», λέει με νόημα.

Η Μαρία Ναλουώγκα θέλει να πιστεύει πως προσφέρει στους γιους της την ασφάλεια και θαλπωρή που η ίδια δεν έλαβε ποτέ ως παιδί. Φωτογραφία: Ανδρονίκη Τσατσαρώνη

Όπως διευκρινίζει, όμως, ρατσιστικές συμπεριφορές έχει δεχτεί και από ασθενείς. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που κατά την εισαγωγή τους ζητούν την απομάκρυνση της «μαύρης». «Έχω ακούσει ασθενείς να λένε φύγε από δω, εγώ ήρθα να γίνω καλά, όχι να αρρωστήσω χειρότερα. Διώχτε τη μαύρη».

Παρόλα αυτά, εξηγεί ότι η περιγραφή «μαύρη» δεν είναι από μόνη της ούτε προσβλητική ούτε υποτιμητική. «Αφού μαύρη είμαι, πώς να με περιγράψεις; Αυτό που δεν αντέχω είναι να με λένε έγχρωμη. Δεν είμαι τηλεόραση. Είμαι η Μαρία η μαύρη, έτσι με ξέρουν όλοι στο νοσοκομείο. Έτσι απαντάω και στο τηλέφωνο εν ώρα εργασίας όταν ρωτούν ποια Μαρία».

«Ορατής κι αοράτου πληγής»

Ακούγοντας ενίοτε το Δι’ ευχών της Χαρούλας Αλεξίου που κάπως απροσδιόριστα μιλάει μέσα της, χαμογελάει που τα κατάφερε. Ανάμεσα σε δύο πατρίδες που τη διαμόρφωσαν, αισθάνεται ευγνώμων προς τους ανθρώπους που τη στήριξαν στην Ελλάδα. 23 χρόνια μετά την τελευταία της επίσκεψη στην Ουγκάντα, όσο ζούσε ακόμα η μητέρα της, προγραμματίζει να ξαναπάει, αυτή τη φορά έχοντας μαζί τους δύο γιους της. Θέλει έστω από μακριά να δουν το σπίτι όπου γεννήθηκε.

Δεν καμαρώνει για πολλά πράγματα όσο για το μεγάλωμα των παιδιών της. Αληθινά ευτυχισμένη ένιωσε όταν τους είδε να αποφοιτούν από ελληνικά πανεπιστήμια και να προοδεύουν.

Θέλει να πιστεύει ότι τους πρόσφερε όσα δεν έλαβε η ίδια απ’ την οικογένειά της: ασφάλεια, σταθερότητα, θαλπωρή, έγνοια αλλά και το πολυπόθητο «σ’ αγαπώ». «Μόνο στους γιους μου το έχω πει. Πώς να το πω; Ήξερα τι σημαίνει αγάπη;», αναρωτιέται.

«Ούτε το άκουσα ποτέ, ούτε το εισέπραξα απ’ τους γονείς μου. Ξέρω ότι κανένα οχτάχρονο παιδί δεν θα επέλεγε να φύγει από την οικογένειά του. Θα προτιμούσα να τρώω μισή μπουκιά απ’ το πιάτο της μάνας μου παρά να φύγω από κοντά της. Εκείνη όμως ποτέ δε ζήτησε να γυρίσω πίσω».

Κι έτσι η Μαρία μεγάλωσε σαν ορφανή και δεν πρόφερε ξανά τη λέξη μαμά.


* Οι φωτογραφίες αποτελούν μια ευγενική παραχώρηση της Μαρίας Ναλουώγκα.

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.