13 / 12 / 2019

Συμφωνία της Μάλτας: Σχεδιασμοί για το προσφυγικό χωρίς την Ελλάδα

Η ιταλική κυβέρνηση πρότεινε ένα σχέδιο επιμερισμού της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών που αφορούν την κεντρική μεσογειακή διαδρομή, που φαίνεται -εκτός των άλλων- να είναι και ένα πολιτικό δώρο των Ευρωπαίων για τη φιλοευρωπαϊκή στροφή της χώρας.

Credits

Κείμενο:

Επιμέλεια:

Tags:

Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου φέρουν περισσότερο από άλλες την ευθύνη διαχείρισης της μετανάστευσης, εξαιτίας -κυρίως- του Κανονισμού του Δουβλίνου που επιτρέπει την υποβολή αίτησης ασύλου μόνο στο κράτος πρώτης άφιξης, εκτός και αν ο αιτών μπορεί να αποδείξει την παρουσία μελών της οικογένειάς τους σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, ώστε να ζητήσει την εξέταση του αιτήματός του σε αυτό.

Αν και οι χώρες αυτές εκφράζουν κοινές ανησυχίες και εξίσου ζητούν την αλληλεγγύη της υπόλοιπης Ευρώπης, μπορεί να συμβεί να αναζητήσουν μεμονωμένες λύσεις, στον αντίποδα της στρατηγικής που θα περιλάμβανε μια γενική επανεξέταση του τρόπου διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών σε κεντρικό, ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πράγματι, Ιταλία και Μάλτα ηγούνται της προσπάθειας για το κλείσιμο μιας συμφωνίας με άλλους ευρωπαίους εταίρους, με σκοπό τη μετεγκατάσταση των ανθρώπων που φτάνουν στις χώρες τους από τα μεσογειακά περάσματα, αφήνοντας όμως έξω χώρες όπως η Κύπρος και η Ελλάδα.

Τι περιλαμβάνει η «Συμφωνία της Μάλτας»

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η Ιταλίδα υπουργός Εσωτερικών, Λουτσάνα Λαμορτζέζε, προσπαθεί να επιτύχει μία συμφωνία που να δεσμεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη-μέλη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Αυτό το «προσωρινό σχέδιο, που θα ισχύσει (αρχικά) για περίοδο όχι μικρότερη των έξι μηνών», σύμφωνα με τη Λαμορτζέζε, αφορά μόνο μερικούς από τους αιτούντες άσυλο που αποβιβάζονται στις μαλτέζικες και ιταλικές ακτές.

Η Λαμορτζέζε συναντήθηκε με τους ομολόγους της από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μάλτα, στη Βαλέτα στα τέλη Σεπτεμβρίου. Τη συνάντηση ακολούθησε κοινή δήλωση σχετικά με τον προσωρινό μηχανισμό αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών αυτών.

Στις προθέσεις της Λαμορτζέζε για τους επόμενους μήνες είναι η προσχώρηση στη «Συμφωνία» ενός σημαντικού αριθμού ευρωπαϊκών χωρών, τουλάχιστον 7. Η ίδια παρουσίασε το σχέδιό της στις 8 Οκτωβρίου στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Λουξεμβούργου: οι υπηρεσίες των κρατών μελών εξετάζουν τώρα τις τεχνικές λεπτομέρειες της πρότασης, αν και δεν είναι σαφές εάν και πότε μπορεί να υπογραφεί η τελική συμφωνία.

Η αποκαλούμενη «Συμφωνία της Μάλτας» δεν θα επηρεάσει τον κανονισμό του Δουβλίνου, αλλά σχεδιάζεται να λειτουργήσει παράλληλα, με σκοπό τη μείωση της μεταναστευτικής πίεσης στην Ιταλία και τη Μάλτα. Η συμφωνία επιφέρει την αυτόματη μετεγκατάσταση των μεταναστών που «διασώθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα» προς τις χώρες που την έχουν κυρώσει, ωστόσο μόνο εκείνων που έχουν διασωθεί από ναυάγιο ή μεταφερθεί σε ασφαλή χώρο από στρατιωτικό πλοίο ή σκάφος που ανήκει σε ΜΚΟ.

Η συμφωνία θα αφορά κάθε αιτούντα άσυλο, ανεξάρτητα από το προφίλ του και αν είναι περισσότερο ή λιγότερο πιθανό να κριθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Η χώρα υποδοχής θα είναι υπεύθυνη για την εξέταση του αιτήματος ασύλου και, στη συνέχεια, για τον επαναπατρισμό του, εάν θεωρηθεί ότι δεν είναι επιλέξιμος.

Ολόκληρη η διαδικασία μετεγκατάστασης θα συντονίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δεν θα διαρκεί περισσότερες από 4 εβδομάδες -ένα θετικό μέτρο για τον πληθυσμό αναφοράς, καθώς μέχρι τώρα οι άνθρωποι περνούν συχνά πολύ περισσότερο χρόνο στα ιταλικά hotspots.

Οι ανησυχίες των νοτιοανατολικών χωρών

Αυτή η μερική λύση για τη μεταναστευτική πίεση θα μπορούσε να αποδειχθεί μια κακή συμφωνία για τις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια πρόσφατου (7-8/10) Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Βουλγαρία προσπάθησαν να εισακουστούν.

Ο Έλληνας αναπληρωτής υπουργός, αρμόδιος για τη μεταναστευτική πολιτική, Γεώργιος Κουμουτσάκος και οι ομόλογοι του Κωνσταντίνος Πετρίδης και Μλάντεν Μαρίνοφ, εξέφρασαν αμφιβολίες για τη Συμφωνία της Μάλτας, σε κοινή συνέντευξη Τύπου. Ο Κουμουτσάκος δήλωσε ότι οι χώρες τους τάσσονται ναι μεν υπέρ των μηχανισμών που προωθούν την ισότιμη κατανομή των αιτούντων άσυλο μεταξύ της ΕΕ, αλλά πως το υπό συζήτηση σχέδιο δεν απαντάει στις ανάγκες της Ελλάδας, της Κύπρου και της Βουλγαρίας, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος του μηχανισμού της «Συμφωνίας της Μάλτας».

Όπως αναφέρει η εφημερίδα Politico, ένα επίσημο έγγραφο που παρουσιάστηκε σε μια συνάντηση των υπουργών Εσωτερικών της ΕΕ από τις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης υπογραμμίζει πως «τους τελευταίους μήνες η προσοχή των κρατών μελών της ΕΕ επικεντρώθηκε κυρίως στην κεντρική Μεσόγειο, και η κατάσταση εκεί συζητήθηκε διεξοδικά σε τρεις υπουργικές συναντήσεις».

Ωστόσο, οι αριθμοί που αφορούν τις μεταναστευτικές ροές στις διάφορες μεσογειακές διαδρομές αποτυπώνουν μια εικόνα μεγαλύτερης επιβάρυνσης των χωρών της ανατολικής Μεσογείου έναντι αυτών της κεντρικής. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη μέσω της ανατολικής μεσογειακής διαδρομής το 2019, ενώ λιγότερο από 14.000 έφτασαν στη Μάλτα και την Ιταλία μέσω της κεντρικής μεσογειακής διαδρομής.

Όσον αφορά τα κράτη μέλη ξεχωριστά, οι αριθμοί υποδεικνύουν ένα ακόμη μεγαλύτερο χάσμα: περισσότερες από 65.000 αφίξεις στην Ελλάδα (τόσο χερσαία όσο και θαλάσσια), 10.000 στην Ιταλία και 3.000 στη Μάλτα, η οποία βέβαια έχει και πολύ χαμηλή ικανότητα υποδοχής λόγω της μικρής της έκτασης.

Η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στο προσεχές μέλλον δεν φαντάζει ανεμπόδιστη, λόγω και των συναφών γεωπολιτικών παραγόντων. Ένα νέο κύμα προσφύγων προκλήθηκε από την τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία και ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ερντογάν έχει απειλήσει επανειλημμένα την ΕΕ για αθέτηση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας του 2016, που ανακόπτει τη ροή αιτούντων άσυλο από τη Συρία.

Εάν πράγματι ανοίξει το δρόμο για την Ευρώπη σε περίπου 3.6 εκατομμύρια ανθρώπους, είναι σαφές ότι πρώτοι που θα επιβαρυνθούν την ευθύνη διαχείρισης των μαζικών ροών θα είναι οι άμεσοι γείτονες της Τουρκίας, όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία.

Μία χάρη των Ευρωπαίων προς την Ιταλία;

Σε ανάλυσή του, το Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Μελετών, (ISPI) εκτιμά ότι η «Συμφωνία της Μάλτας» θα αφορά ένα πολύ μικρό μέρος των ανθρώπων που φτάνουν στην Ιταλία.

Για παράδειγμα, από τον Ιούνιο του 2018 έως τον Αύγουστο του 2019 το μεγαλύτερο μέρος των αφίξεων αφορούσε αιτούντες άσυλο που αποβιβάστηκαν στη χώρα μόνοι τους και μόνο ένα 9% μεταφέρθηκε στα ιταλικά λιμάνια μετά από θαλάσσια διάσωση. Επομένως, γιατί η Ιταλία προσπαθεί να πείσει άλλα κράτη μέλη να ενταχθούν σε μία συμφωνία, αν πρόκειται αυτή να επιφέρει μικρά αποτελέσματα;

Οι λόγοι για την ενίσχυση αυτής της συμφωνίας φαίνονται περισσότερο πολιτικοί παρά πρακτικοί. Τον Αύγουστο ένας νέος κυβερνητικός σχηματισμός ανέλαβε την εξουσία στην Ιταλία: ακόμη και αν ο Τζουζέπε Κόντε παραμένει πρωθυπουργός της χώρας, η κυβερνητική πλειοψηφία μετατοπίστηκε από τα δεξιά προς τ’ αριστερά.

Ο Ματέο Σαλβίνι, προηγούμενος υπουργός Εσωτερικών και αρχηγός του δεξιού κόμματος Λέγκα, κατηγορεί το νέο υπουργικό συμβούλιο για «άνοιγμα των λιμανιών» στους μετανάστες και την πρόκληση σημαντικής αύξησης στις αφίξεις μεταναστών στην Ιταλία από την ημέρα που βρέθηκε εκτός εξουσίας.

Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των νέων αφίξεων έχει μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το 2016 και το 2017, το ζήτημα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών παραμένει κρίσιμο θέμα συζήτησης στην ιταλική κοινωνία.

Σύμφωνα με μία από τις επικρατέστερες αναγνώσεις, η νέα κυβέρνηση δεν θέλει να φαίνεται υπερβολικά ευνοϊκή σε σχέση με την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στην Ιταλία και άρχισε ήδη από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων της, να επεξεργάζεται ένα μέτρο που θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά την κοινή γνώμη, θεωρώντας πως εάν οι Ιταλοί πειστούν ότι άλλα κράτη μέλη της ΕΕ μοιράζονται ένα μέρος του προβλήματος, θα ανησυχούν ενδεχομένως λιγότερο για μελλοντικές αφίξεις.

Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας είναι περισσότερο διατεθειμένες να δείξουν ότι στηρίζουν το νέο, πιο φιλοευρωπαϊκό σε σχέση με το προηγούμενο, κυβερνητικό σχήμα, το οποίο είχε επανειλημμένα επιδείξει μια στάση ενίσχυσης του εθνικού έναντι του ενωσιακού, όσον αφορά στις ευρωπαϊκές σχέσεις. Αυτό εξηγεί και γιατί η συνάντηση στη Μάλτα πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την έναρξη των καθηκόντων της νέας υπουργού Εσωτερικών της Ιταλίας.

Πρώτα αποτελέσματα

Η υπουργός Λαμορτζέζε έχει ακόμα δρόμο μέχρι να πείσει ικανό αριθμό κρατών να υπογράψουν τη συμφωνία και όλες οι δυσκολίες παραμένουν. Ωστόσο φαίνεται αισιόδοξη: «Τρεις-τέσσερις χώρες δήλωσαν ήδη τη διαθεσιμότητά τους και άλλες εξέφρασαν θετική άποψη για αυτό. Έχουμε ήδη χαράξει ένα δρόμο και περιμένουμε να καταλήξουμε (σε συμφωνία)».

Όπως επιβεβαιώνουν πηγές του Υπουργείου Εσωτερικών, το σχέδιο της «Συμφωνίας της Μάλτας» δεν έχει ακόμη επισημοποιηθεί, αλλά έχει ήδη αποδώσει τα πρώτα αποτελέσματα. Η (άτυπη) εφαρμογή έγινε στις πρόσφατες αποβιβάσεις: σύμφωνα με την Ιταλίδα υπουργό Εσωτερικών, στα τέλη Νοεμβρίου, η Γερμανία δέχτηκε 69 αιτούντες άσυλο που προέρχονταν από τρία πλοία ΜΚΟ, η Γαλλία 90, η Ισπανία 25, η Πορτογαλία 20 και η Ιρλανδία 6. «Τώρα, αυτός ο μηχανισμός μετεγκατάστασης λειτουργεί σε εθελοντική βάση. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν δεσμεύονται κατά περίπτωση. Το επόμενο βήμα είναι η εφαρμογή μιας συστηματικής προσέγγισης», σημείωσε.

Ο Ιταλός πρωθυπουργός περιέγραψε τη «Συμφωνία της Μάλτας» ως «ιστορική». Κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν πως θα μπορούσε πραγματικά να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς μια κοινή, ευρωπαϊκή προσέγγιση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος.

Ωστόσο, δεν είναι ανύπαρκτος ο κίνδυνος καθιέρωσης ενός συστήματος κατακερματισμού της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών στην περιοχή, όπου η διαδρομή της κεντρικής Μεσογείου θα υπόκειται σε διαφορετικούς κανόνες από τη διαδρομή της δυτικής Μεσογείου προς την Ισπανία και την ανατολική διαδρομή προς την Ελλάδα και την Κύπρο.

Ένα μη ισότιμο σύστημα μετεγκατάστασης των ανθρώπων που φτάνουν στην Ευρώπη είναι βέβαια κάτι που οι πολίτες των υπόλοιπων νότιων κρατών-μελών της ΕΕ δεν φαίνεται να θέλουν ή να πιστεύουν ότι αξίζουν.

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.