21 / 03 / 2020

«Στην Τουρκία βρεθήκαμε 40 άτομα σε ένα μικρό κλειστό φορτηγό»

Συναντήσαμε τον Ραζ το απόγευμα της Κυριακής 21 Ιανουαρίου 2020 στο χώρο του We Need Books στην Κυψέλη στην Αθήνα. Είχε πάει να κανονίσει τα μαθήματα Ελληνικών, που σκόπευε να ξεκινήσει. «Με το ζόρι. Για τα χαρτιά μου, για τις εξετάσεις. Για να φέρω τη γυναίκα μου», μου είπε σε καλά Ελληνικά.

Credits

Ρεπορτάζ:

Φωτογραφίες:

Επιμέλεια:

Tags:

Σε πρώτο πρόσωπο

Δεκαεννιά χρονών ήμουν όταν έφυγα από το Νεπάλ και πήγα στην Ιορδανία. Έφυγα μέσω μιας εταιρίας που έστελνε κόσμο για δουλειά σε εργοστάσια στο εξωτερικό. Για δύο χρόνια είχα συμβόλαιο, αλλά το αφεντικό ήταν απατεώνας. 600 άνθρωποι δουλεύαμε εκεί. Δεν μας έδιναν καλά λεφτά μέχρι που κάποια στιγμή μας άφησαν εντελώς στο δρόμο.

Έψαξα και βρήκα δουλειά σε ένα άλλο μικρό εργοστάσιο. Εκεί γνώρισα κάποιον από το Μπαγκλαντές και μου είπε ότι με 3.000 δολάρια πάμε Ευρώπη, Ιταλία. Την Ελλάδα δεν την ήξερα. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα πάει για πολύ σχολείο. Μέχρι οκτώ χρονών.

Στα παιδικά μου χρόνια δεν πέρασα καλά. Μια μάνα μόνη της με τέσσερα παιδιά. Είχαμε μεγάλο πρόβλημα. Μέχρι και σήμερα ποτέ κανείς δεν μου έδωσε λεφτά για να ζήσω ή να κάνω οτιδήποτε. Όλα μόνος μου. Μεγάλωσα τα αδέρφια μου και ακόμα φροντίζω για τη μαμά μου. Εντάξει, τα αδέρφια μεγάλωσαν και έχουν τις δικές τους δουλειές, αλλά η μαμά είναι μαμά. Μου λείπει και ακόμα κι αν δεν θέλει εγώ της στέλνω βοήθεια… Χωρίς πατέρα δεν γίνεται… Ζει αλλά δεν μένουν μαζί με τη μαμά μου. Πήρε άλλη μαμά αυτός και έφυγε. Μιλάμε όμως. Όταν παντρεύτηκα τον κάλεσα. Ό,τι και να γίνει πατέρας μου είναι. Έτσι δεν είναι;

Εδώ ήρθα το 2004, από τον Έβρο, πέρασα μέσα από το ποτάμι. 24 ώρες έβρεχε. Κρυβόμασταν κοντά στο ποτάμι. Είχε ένα σημείο σαν λακκούβα και περιμέναμε έτσι κουρνιασμένοι 40 άτομα, σαν μυρμήγκια καθόμασταν μέσα στη βροχή. Δεν νιώθαμε τα πόδια μας από το κρύο. Καθόμασταν κοντά-κοντά για να μείνουμε ζεστοί. Τρίβαμε ο ένας τα πόδια του άλλου, να ισιώσουν, να μπορούμε να τρέξουμε. Όταν έγινε πάλι σκοτάδι, περάσαμε. Και μετά τρέξιμο. Τρέχαμε, τρέχαμε, τρέχαμε. Όποιος περπατούσε έτρωγε ξύλο, τον προλάβαιναν οι αστυνομικοί και τον έδερναν… Από τα σύνορα στο Διδυμότειχο, τρεις μήνες φυλακή στην Ορεστιάδα, μετά πήγα Θεσσαλονίκη και έπειτα Αθήνα όπου έμεινα 3-4 μήνες.

Δεν ήξερα τίποτα και κανέναν. Έμεινα στο δρόμο με κάποιους Πακιστανούς που γνώρισα εδώ. Μετά κάποιος γνωστός είχε στην Κρήτη άλλους γνωστούς και μου είπε «Έλα, έχουμε δουλειά εδώ». Και εντάξει, δουλειά ήθελα, πήγα.

Υπάρχει ένα πάρκο στο Ρέθυμνο, κοντά στην παλιά πόλη. Εκεί μαζευόμασταν και περιμέναμε. Περνούσαν οι ντόπιοι, οι Έλληνες δηλαδή, με αυτοκίνητο ή μηχανάκι και μας έλεγαν «Έλα εσύ. Έχω δουλειά οικοδομή. Θα δουλέψεις;» Τότε δεν ξέραμε και τη γλώσσα. Το μόνο που ήξερα ήταν «Τι δουλειά; Πόσα λεφτά;» Αυτό ήταν. Αν έδινε καλά λεφτά, ας πούμε πάνω από 30-35 ευρώ πήγαινα. Ό,τι και να ήταν η δουλειά. Αυτό το έκανα περίπου έξι μήνες. Έχω δουλέψει οικοδομή, μαραγκός, τζαμάς, σε σούπερ μάρκετ… Τα πάντα έχω μάθει να κάνω. Και σκάλες σε πολυκατοικίες καθάριζα. Από όλα όσα έχω κάνει, όμως, μάγειρας θα ήθελα να είμαι. Αυτό μου αρέσει. Εδώ στην Αθήνα όμως δεν είναι εύκολο. Πολλές ώρες και λίγα λεφτά.

Τότε στην Κρήτη είμασταν λίγοι. Σκέψου εγώ ήμουν ο μοναδικός από το Νεπάλ. Είχε μερικούς Αφγανούς που είχαν κατέβει στο Ρέθυμνο και μία μικρή ομάδα Πακιστανών. Μας ήξεραν έναν-έναν. Αν μας έπιανε η αστυνομία, μας άφηνε. Έλεγα αλήθεια και είμασταν όλοι καλά, μου τη χάριζαν…

«Πού δουλεύεις;», με ρωτούσαν.
«Εκεί».
«Πού μένεις»;
«Εκεί».
«Είσαι καλά»;
«Εγώ καλά είμαι».
«Έχεις κανένα πρόβλημα με την αστυνομία»;
«Όχι».
«Δεν θα είσαι κακός, αλλιώς θα σε βάλουμε φυλακή».
«Όχι, δεν είμαι έτσι», έλεγα εγώ κι έφευγα. Καλοί άνθρωποι ήτανε. Τώρα δεν είναι έτσι βέβαια.

Άφησα την Κρήτη και ήρθα στην Αθήνα τέλος του 2007. Γνώρισα κάποιους Νεπαλέζους εδώ και έμεινα μαζί τους. Έπιασα δουλειά σε ένα τυπογραφείο. Τυπώναμε κουτιά, πώς είναι της πίτσας, τέτοια. Στη μηχανή ήμουν. Έκοβα στα καλούπια. Δούλευα από το 2008 μέχρι το 2013. Μετά με έπιασε και εμένα η κρίση. Δύο χρόνια έμεινα άνεργος. Ήταν δύσκολα. Έπιανα δουλειές από δω και από κει. Για λίγο καιρό. Κάποιοι δεν μου φέρονταν καλά, άλλοι δεν έδιναν δουλειά ή έδιναν και δούλευες για 12-13 ώρες. Μετά πήγα στην Κέρκυρα. Δούλεψα εκεί έξι μήνες. Γύρισα εδώ και έμεινα χωρίς δουλειά άλλους έξι μήνες. Μετά πήγα Κω. Καρδάμαινα. Εκεί έμαθα τη δουλειά του μάγειρα σε ένα ινδικό εστιατόριο.

Τη γυναίκα μου τη λένε Μανίλα. Είναι κομμώτρια στο Νεπάλ. Αν δεν μπορέσει να έρθει εδώ, θα πρέπει να φύγω εγώ. Αλλιώς πώς θα ζήσουμε; Εγώ θα είμαι εδώ, αυτή θα είναι εκεί. Πώς θα κάνουμε οικογένεια; Και δεν εννοώ μόνο τα παιδιά. Είναι πολλά πράγματα. Να έρθει και να είναι η γυναίκα μου μαζί. Αυτό θέλω.

Πριν δύο χρόνια παντρευτήκαμε. Πήγα εκεί. Είχαμε γνωριστεί μέσω Facebook. Είχα μία ξαδέρφη και μου είπε ότι έχει μια φίλη. «Μιλήστε τα», μου είπε. Και έτσι έγινε.
Εδώ; Εδώ δεν είχα σχέση με κάποια κοπέλα. Ήμουν πάντα λίγο πίσω σε αυτά. Ντρεπόμουν. Δεν ξέρω τι έφταιγε. Η τύχη μου; Τα λόγια μου; Ποτέ δεν έβρισκα τον τρόπο να πω κάτι. Ήθελα, αλλά όταν έπρεπε να πάω να μιλήσω… Και τι να μιλήσω; Δεν ήξερα τη γλώσσα. Και πρώτα απ’ όλα αν πήγαινα κοντά και πλησίαζα γυρνούσαν την πλάτη ή μπορεί να με απέφευγαν. Και δεν μπορείς να γνωρίσεις την άλλη έτσι στο δρόμο. Αν υπήρχαν κοπέλες στην παρέα θα ήταν πιο φυσικό να συμβεί. Αλλά δεν υπήρχαν. Είμασταν όλο αγόρια. Και όχι Έλληνες.

Είχα Έλληνες γνωστούς, κυρίως συνεργάτες. Όχι για παρέα έξω, δεν ήταν φίλοι… Είχα καλέσει πολλές φορές άτομα από τη δουλειά αλλά δεν ήρθαν ποτέ και από κει και πέρα… Είναι αλήθεια ότι επειδή είμαι Asian… Είμαι ξένος… Δεν θα μου κάνουν πολλή παρέα… Μόνο λόγω δουλειάς. Επειδή δουλεύουμε μαζί δηλαδή. Με το ζόρι. Θέλεις δεν θέλεις πρέπει να μιλάς.

Θα σου πω μία ιστορία. Όταν ήταν να έρθω στην Ελλάδα βρεθήκαμε 40 άτομα σε ένα μικρό κλειστό φορτηγό. Θα μας πήγαινε από το Izmir στο Istanbul. Δώδεκα ώρες δρόμος ήταν περίπου. Κάποιο πρόβλημα υπήρχε στα σύνορα και δεν μπορούσαμε να περάσουμε με βάρκα. Το φορτηγό μας άφησε σε ένα μεγάλο bus station -σαν ΚΤΕΛ φαντάσου. Εκεί δίπλα σχημάτιζε το έδαφος κάτι σαν ένα μεγάλο λάκκο. Εκεί μας άφησε και έφυγε. Περιμέναμε κρυμμένοι στο σκοτάδι. Σε άλλα σημεία γύρω-γύρω υπήρχαν φώτα, στο σημείο εκείνο όχι. Ήταν Πακιστανοί, Αφγανοί, Άραβες… Όσοι είχαν λεφτά φύγανε. Μείναμε εγώ και ένας άλλος.

Δεν ξέραμε τίποτα, δεν είχαμε κάποιον να μας βοηθήσει. Μόνο από μια τσάντα με έξτρα ρούχα ο καθένας. Ξέρεις, αν χρειαστεί να τρέξεις, θα λερωθείς… Εγώ πάντα είχα μαζί μου ένα ζευγάρι παπούτσια και κάλτσες, και μια φορεσιά καθαρά ρούχα. Και πρόσεχα να μην γίνουν μούσκεμα από τη βροχή ώστε αν χρειαστεί να πάω κάπου να είμαι καθαρός. Κατάλαβες; Όλοι έφυγαν, μείναμε οι δυο μας. Άλλαξα ρούχα και βγήκα έξω. Αυτός έκλαιγε. Του λέω μη φοβάσαι. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Λέω, Θεέ μου, βοήθησέ μας. Βγαίνω έξω και ήταν ένας μεγάααλος δρόμος. Τεράστιος! Τρεις-τέσσερις σειρές αυτοκινήτων, τόσο μεγάλος.

Δεν ήξερα που να πάω. Δεξιά; Αριστερά; Λέω θα πάω όπως πάνε τα αυτοκίνητα. Και έτσι άρχισα να περπατάω. Περπατάω, περπατάω, περπατάω, μαζί με τον φίλο μου. Αυτός έτρεμε. Τι θα κάνουμε, τι θα γίνει. Λέω μη φοβάσαι. Και εγώ φοβόμουν. Αλλά σε αυτόν έλεγα να μην φοβάται. Καθώς περπατούσαμε, μας προσπέρασε ένα κόκκινο αυτοκίνητο με καρότσα ανοιχτή. Λίγο πιο κάτω σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Προσπάθησε να βάλει μπροστά αλλά δεν έπαιρνε με τίποτα. Λες και με περίμενε να φτάσω εκεί. Φτάνω κοντά και λέω θα βοηθήσουμε. Ο φίλος μου λέει όχι, όχι. Έχουμε ήδη αρκετά προβλήματα. Άστο. Αλλά εγώ επέμενα. Όχι, θα τον βοηθήσω.

Ήξερα λίγα Αγγλικά. “You want help?” Έλα, μου κάνει με νοήματα. Πάω και αρχίζω να σπρώχνω. Δεν πήρε με την πρώτη, δεν πήρε με τη δεύτερη. Τη τρίτη φορά έβαλα όλη μου τη δύναμη και πήρε μπροστά. Νόμιζα ότι θα φύγει, αλλά αυτός σταμάτησε. Βγήκε έξω και μου έκανε πάλι νόημα, έλα. Εντάξει. Φοβόμουν λίγο αλλά λέω τι να κάνω; Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Πήγα. Πρόβλημα, τηλέφωνο, αδερφός, Istanbul. Αυτά ήξερα στα Τούρκικα. Εννοούσα ότι ήθελα να πάρω τηλέφωνο έναν Πακιστανό στην Κωνσταντινούπολη. Μας έβαλε λοιπόν μέσα και μας πήγε σε ένα βενζινάδικο. Κάτι τους είπε εκεί μπούρου-μπούρου και μου είπε να πάρω τηλέφωνο. Παίρνω τον σμάγκλερ, τον διακινητή, και λέω έτσι και έτσι έγινε. Μας άφησε το φορτηγό εκεί, όλοι φύγανε και εμείς μείναμε. Ρε φίλε μου λέει καλά έκανες και πήρες τηλέφωνο. Πήγαινε πάλι εκεί πίσω στο σταθμό, περιμένουν, έχω στείλει εισιτήρια. Έχει λεωφορείο σε δύο ώρες, θα μπεις και θα έρθεις πάλι πίσω.

Αν δεν είχα βοηθήσει αυτό το αμάξι τίποτα δεν θα είχε πάει έτσι. Αλλά βοήθησα και με βοήθησε. Αλλιώς τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικά. Γυρίσαμε λοιπόν και μόνο τότε καταφέραμε να ηρεμήσουμε λίγο. Ήρθε το λεωφορείο, μας έδωσαν τα εισιτήρια και όλα εντάξει. Είπα, ποτέ δεν πρέπει να αφήνεις αυτό που λέει το μέσα σου. Αν είχα ακούσει τον φίλο μου, δεν ξέρω τι θα γινόταν. Με το λεωφορείο γυρίσαμε πάλι Κωνσταντινούπολη. Κάτσαμε ένα μήνα και μετά ήρθα Ελλάδα.

Έχω πολλά χρόνια πια εδώ και νιώθω την Ελλάδα χώρα μου. Φοβάμαι μερικές φορές, αλλά όχι σαν κάποιος που δεν γνωρίζει. Φοβάμαι κάποια μέρη. Στην Ομόνοια ας πούμε. Φοβάμαι ότι μπορεί να γίνει κάποια φασαρία και να βρεθώ μπλεγμένος χωρίς λόγο. Ποτέ δεν ξέρεις… Και όταν είμαι στο μετρό ή περπατάω στο δρόμο και πηγαίνω στη δουλειά, ο κόσμος μαζεύει τις τσάντες του. Δυο τρεις φορές είπα: «Μην φοβάσαι». Και μόλις με ακούν να μιλάω Ελληνικά ξαφνιάζονται. Όταν με κοιτάνε έτσι περίεργα νιώθω άσχημα. Κατάλαβες; Άνθρωπος είμαι.

Τα υπόλοιπα καλά είναι. Όταν δουλεύω όλα είναι καλά. Το μόνο που δεν μου αρέσει εδώ είναι η γραφειοκρατία. Αν είχα χαρτιά από νωρίς, όπως έπρεπε, θα είχα καταφέρει να κάνω κάτι καλό στη ζωή μου. Να προχωρήσω. Τώρα είμαι 37, σε λίγο θα πάω 40. Είναι αργά πια για κάποια πράγματα…

Σημειώσεις της δημοσιογράφου

Οι οικονομικοί μετανάστες από το Νεπάλ

Σύμφωνα με αναφορά του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) περίπου 400.000 νέοι από το Νεπάλ εισέρχονται στη διεθνή αγορά εργασίας κάθε χρόνο. Η έλλειψη αγροτικής ανάπτυξης καθώς και ευκαιριών εκπαίδευσης αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που τους ωθούν στη μετανάστευση και την αναζήτηση εργασίας εκτός συνόρων.

Πολύ συχνό είναι το φαινόμενο να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από εργοδότες, μεσάζοντες και εταιρείες εύρεσης εργασίας. Η ιστορία του Ραζ στο Λίβανο αποτελεί άλλη μία τέτοια περίπτωση.

Παρά τις προσπάθειες της χώρας και άλλων πρωτοβουλιών να αντιμετωπιστεί η συστηματική εκμετάλλευση των εργατών και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για τους ίδιους, προστατεύοντάς τους και προσφέροντας πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα των εργαζομένων ανά χώρα, όταν αναζητούν εργασία στο εξωτερικό, το ρίσκο παραμένει υψηλό τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες εργάτριες, ειδικά σε περιπτώσεις άτυπης εργασίας, όπως η οικιακή εργασία.

Το µεγαλύτερο µέρος των µεταναστευτικών ροών από το Νεπάλ «απορροφάται» από την Ινδία, ενώ ένα τµήµα αυτών κατευθύνεται προς την Ευρώπη, ακολουθώντας πολλές φορές παράνομους τρόπους εισδοχής στις ευρωπαϊκές χώρες με τη βοήθεια διακινητών και με αβέβαιες προοπτικές παραμονής.

Σε αριθμούς

Από το 2006, που υπάρχουν και τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία από την Ελληνική Αστυνομία, έως σήμερα δεν έχουν αλλάξει πολλά, υπό την έννοια ότι ο μεταναστευτικός πληθυσμός από το Νεπάλ είναι πολύ μικρός συγκριτικά με άλλους μεταναστευτικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον πίνακα συλληφθέντων για παράνομη είσοδο και παραμονή στη χώρα για το έτος 2006, μόλις 17 άνθρωποι από το Νεπάλ συνελήφθησαν σε σύνολο 95.239 συλληφθέντων. Στον πίνακα απελάσεων για την ίδια χρονιά, υπήρξαν 3 συλληφθέντες από το Νεπάλ προς απέλαση σε σύνολο 17.650 απελαθέντων. Υπήρξαν 2 περιπτώσεις χορήγησης ασύλου σε ανθρώπους με καταγωγή από το Νεπάλ για το διάστημα Ιανουάριος-Οκτώβριος 2006.

Σε πιο πρόσφατα στοιχεία που αφορούν το πρώτο εξάμηνο του 2019, συνελήφθησαν 35 άτομα από το Νεπάλ για παράνομη είσοδο στη χώρα (το Νεπάλ βρίσκεται στην 36η θέση σε αυτό τον πίνακα), και πραγματοποιήθηκαν 9 απελάσεις.

Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταγραφή του 2011 καταγράφηκαν 41 άτομα από το Νεπάλ, 31 άντρες και 10 γυναίκες.

«Είναι αργά πια για κάποια πράγματα»

Όταν γνώρισα τον Ραζ στις αρχές του 2020 δούλευε ψήστης σε ένα ταχυφαγείο.

Ήταν ικανοποιημένος που είχε δουλειά, αν και τον ανησυχούσε το γεγονός ότι οι πολλές ώρες που εργάζεται, μαζί με τον χρόνο που απαιτείται για την μετακίνησή του καθημερινά, δεν του αφήνουν πολλά χρονικά περιθώρια -και δυνάμεις- για να βρει σπίτι «ικανό να καλύψει τις ανάγκες του ιδίου» και της γυναίκας του, όπως προβλέπει η νομοθεσία για την οικογενειακή επανένωση, και να κάνει μαθήματα Ελληνικών, για τις εξετάσεις ειδικού σκοπού που απαιτούνται για την απόκτηση καθεστώτος επί μακρόν διαμονής.

Μου είχε πει πολλές φορές ότι αυτό που θα ήθελε να κάνει στη ζωή του είναι να είναι μάγειρας, όμως οι αμέτρητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει με τα χαρτιά του, καθώς και το άγχος και η αβεβαιότητα που αυτές συνεπάγονται, ορίζουν πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες στη ζωή του.

Τα χαρτιά. Αυτή είναι η προτεραιότητα όλων των ανθρώπων που συναντώ όλον αυτό τον καιρό, από τους αιτούντες άσυλο στη Μόρια, όπως ο Γκουλάμ και ο Γκουλάμ Αλί, που τα κουβαλούσαν πάντα μαζί τους στην εσωτερική θήκη του μπουφάν, μέχρι των ανθρώπων, όπως ο Ραζ, που μετά από δεκατέσσερα χρόνια ζωής εδώ, η Ελλάδα είναι η χώρα που γνωρίζει, όχι το Νεπάλ, όπως μου είπε, αλλά τα χαρτιά του δεν του επιτρέπουν να κάνει όνειρα.

«Δεν υπάρχουν λέξεις για να σου περιγράψω αυτό που συμβαίνει με τα χαρτιά», μου έλεγε ο Κεϊτά από την Ακτή Ελεφαντοστού τις προάλλες (έρχεται αργότερα στη στήλη Πορτρέτα).

Περίπου ένα μήνα πριν, και ενώ μιλούσα στο τηλέφωνο έξω από το γραφείο, είδα τον Ραζ να περνάει από το απέναντι πεζοδρόμιο. «Για που το βαλες», του λέω, «δεν δουλεύεις»; «Στη δουλειά πάω», μου απαντάει. «Άνοιξα δικό μου εστιατόριο. Ινδικό. Το είχε ένας Πακιστανός πριν από μένα. Τώρα του δίνω μερικά λεφτά και κάνω κουμάντο εγώ. Να έρθεις να φας».

Πήγαμε για φαγητό το ίδιο μεσημέρι.

Ένα ημιυπόγειο στη γωνία Φερών και Αχαρνών, με μια τηλεόραση να παίζει παραγωγές του Bollywood και μια μεγάλη πράσινη αυλή στο πίσω μέρος, για την οποία υποσχέθηκα να επιστρέψω, όπως και για τα ινδικά τουρσιά amla του Ραζ, είναι η άλλη όψη των πραγμάτων που μπορεί να μην είναι ποτέ αργά να συμβούν παράλληλα με τον αδιάκοπο αγώνα των χαρτιών, και μιας πραγματικότητας που σου επιβάλλεται και «δεν υπάρχουν λέξεις να την περιγράψεις».

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.