10 / 03 / 2022

Μασαφαρχάνα: Μέσα στα αόρατα σπίτια που ζουν οι πρόσφυγες στην Αθήνα

Στην Αθήνα, πρόσφυγες πληρώνουν για να μείνουν σε διαμερίσματα, τα οποία φιλοξενούν μέχρι και 22 άτομα σε λίγα τετραγωνικά. Συχνά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης συμπατριωτών τους. Άλλοτε, όμως, στα μασαφαρχάνα βρίσκουν την ξεχασμένη αίσθηση του σπιτιού.

Credits

Ρεπορτάζ:

Εικονογράφηση:

Tags:

Μετά από μια διαδρομή 30 λεπτών από το κέντρο της Αθήνας προς τα βορειοδυτικά προάστια, το αυτοκίνητο σταματά έξω από την είσοδο ενός τριώροφου κτιρίου. Από μία σιδερένια πόρτα, που δεν σου επιτρέπει να δεις στο εσωτερικό της αυλής, εμφανίζεται ένας άνδρας γύρω στα 40. Φορά ένα σκούρο μπλε μπουφάν, που παραπέμπει σε απομίμηση ακριβής ξένης μάρκας ρούχων.

Με μία κάμψη του κορμού μπροστά, και χαμηλά στραμμένο το βλέμμα, προτείνει το χέρι για χειραψίες, ύστερα καλεί με ένα νεύμα να τον ακολουθήσουμε. «Ελάτε, ελάτε». Μια εσωτερική σκάλα μας οδηγεί στον πρώτο όροφο. Περνάμε μέσα στο διαμέρισμα και, αφού βγάλουμε τα παπούτσια, ο άνδρας μάς προσκαλεί στο σαλόνι του σπιτιού.

Μια έντονη μυρωδιά υγρασίας και φαγητού γεμίζει το χώρο.

Τα στόρια στις μπαλκονόπορτες του σαλονιού είναι κατεβασμένα ως κάτω. Δεν επιτρέπουν στο φως της ημέρας να εισέλθει στο μακρόστενο δωμάτιο, το οποίο φωτίζει μια γυμνή λάμπα που κρέμεται από το κέντρο του ταβανιού.

Κάπου-κάπου, πίσω από τη μισόκλειστη πόρτα του σαλονιού διακρίνονται σκιές να γλιστρούν φευγαλέα στους σκοτεινούς διαδρόμους του διαμερίσματος. Τα παρατεταγμένα ζευγάρια παπουτσιών στην είσοδο προϊδέαζαν για την παρουσία αρκετών ανθρώπων στο τριάρι.

«22 παιδιά μένουν εδώ. Κάποιοι έχουν βγει τώρα», λέει ο Μάμα, όπως συστήνεται ο οικοδεσπότης μας, που είναι «υπεύθυνος» για το σπίτι.

Μασαφαρχάνα: Τα σπίτια των ταξιδιωτών

Το σπίτι στο οποίο βρισκόμαστε είναι ένα μασαφαρχάνα.

Ο όρος προέρχεται από τις λέξεις μασαφάρ (ταξιδιώτης) και χανά (σπίτι), και στα νταρί (μία από τις γλώσσες που μιλιούνται στο Αφγανιστάν) σημαίνει το σπίτι των ταξιδιωτών, αυτό που θα ονομάζαμε χόστελ: το μέρος όπου διανυκτερεύει κανείς στη διάρκεια ενός ταξιδιού.

Παρότι ο πραγματικός τους αριθμός είναι άγνωστος, καθώς τα σπίτια αυτά λειτουργούν άτυπα, εκτιμάται πως στην Αθήνα υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον 20 μασαφαρχάνα. Τα περισσότερα βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας, σε περιοχές με έντονη παρουσία Αφγανών όπως η Αχαρνών, το Πεδίον του Άρεως, και η πλατεία Βικτωρίας.

Λιγότερα βρίσκονται κι εκτός κέντρου, σε συνοικίες των προαστίων όπου υπάρχει προσφορά εργασίας για τα χειρωνακτικά, κατά βάση, επαγγέλματα που Αφγανοί συχνά αναλαμβάνουν, είτε στο χώρο της άτυπης οικονομίας (π.χ συλλογή μετάλλων από το δρόμο), είτε στην αγροτική παραγωγή (π.χ. αγροτικές εργασίες στα χωράφια του Μαραθώνα).

Μια τιμή που συνηθίζεται ως αντίτιμο για μια διανυκτέρευση σε μασαφαρχάνα είναι μεταξύ πέντε και εφτά ευρώ, ενώ ένας μήνας μπορεί να κοστίζει από 100 έως 200 ευρώ ανά άτομο. Τα διαμερίσματα είναι συνήθως σε άθλια κατάσταση. Κατά κανόνα, φιλοξενούν πολλαπλάσιους ενοίκους σε σχέση με τη χωρητικότητά τους, με ακόμη και πάνω από 20 άτομα να μοιράζονται ένα τεσσάρι, και τον άνθρωπο που «τρέχει» το σπίτι να είναι κυρίως ο κερδισμένος από την επισφαλή θέση των συμπατριωτών του.

Μέσα στα δύο χρόνια από το ξέσπασμα της πανδημίας, το Solomon απέκτησε πρόσβαση σε δύο μασαφαρχάνα σε διαφορετικές περιοχές της Αθήνας, και πραγματοποίησε πολλαπλές επισκέψεις και συνεντεύξεις με ενοίκους τους. Σήμερα παρουσιάζουμε για πρώτη φορά την αθέατη ζωή σε αυτά τα ιδιότυπα καταλύματα.

Τα μασαφαρχάνα ― αντίστοιχα σπίτια υπάρχουν και για άλλες εθνικότητες, όπως οι Σύριοι ή οι Ιβοριανοί ― παρέχουν μια λύση φθηνής διαμονής σε ανθρώπους που την έχουν ανάγκη: αιτούντες άσυλο που έχουν μόλις φτάσει στην πρωτεύουσα και δεν ξέρουν πώς να κινηθούν· μετανάστες χωρίς χαρτιά που ζουν εκτός του κρατικού ραντάρ· μόνους άνδρες που δεν κερδίζουν αρκετά χρήματα ή στερούνται των απαραίτητων εγγράφων ώστε να νοικιάσουν κάποιο διαμέρισμα.

Παρά τις εξαιρετικά άσχημες συνθήκες διαβίωσης, καμία φορά, τα μασαφαρχάνα προσφέρουν και μια αίσθηση από την πατρίδα.

Χαλιά και μια σημαία του Αφγανιστάν

Στην αφγανική παράδοση, το σαλόνι είναι το σημαντικότερο δωμάτιο του σπιτιού.

Είναι τόσο σημαντικό, που θεωρείται πως από αυτό θα πρέπει να ξεκινά ο σχεδιασμός και η κατασκευή μιας οικίας· και τέτοια η σημασία του, που μια οικογένεια μπορεί να χλευαστεί από τον κοινωνικό της περίγυρο εάν το σαλόνι του σπιτιού της δεν είναι αρκετά μεγάλο ή φροντισμένο.

Πίσω στο Αφγανιστάν, το σαλόνι είναι ο κύριος χώρος φιλοξενίας των επισκεπτών, καθώς και ο χώρος διανυκτέρευσής τους. Στα μασαφαρχάνα της Αθήνας, το σαλόνι αποτελεί τον κοινόχρηστο χώρο στον οποίο οι περισσότεροι άνδρες περνούν τις ώρες που δεν εργάζονται, και κοιμούνται στο τέλος της ημέρας.

Σε ένα από τα μασαφαρχάνα που αποκτήσαμε πρόσβαση, ολόκληρο το σαλόνι είναι στρωμένο με μεγάλα χαλιά. Περιμετρικά του χώρου είναι τοποθετημένα τετράγωνα μπορντό μαξιλάρια. Η επίπλωση περιορίζεται σε ένα ξύλινο σύνθετο πάνω στο οποίο βρίσκεται μία μεγάλη τηλεόραση με ηχεία στα δεξιά και αριστερά της.

Τα μοναδικά στοιχεία διακόσμησης βρίσκονται στριμωγμένα στον τοίχο πάνω από το μεγάλο σύνθετο: μια σημαία του Αφγανιστάν, ένα αναλογικό ρολόι, ένας φθηνός πίνακας τοπίου, η κορνίζα του οποίου σχεδόν ακουμπά το ταβάνι, και μια υδρόγειος δίπλα σε ένα ξύλινο μοντέλο καραβιού.

Ο Μάμα παίρνει για τον εαυτό του ένα από τα μεγάλα μαξιλάρια και προτρέπει τους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο. Όσο εκείνος μιλά, νέοι άντρες του σπιτιού ετοιμάζουν στην κουζίνα το τσάι που τους έχει παραγγείλει. Πολύ γρήγορα καταφθάνουν δίσκοι φορτωμένοι με κανάτες και πιάτα με μπισκότα και ξηρούς καρπούς.

Ακουμπισμένα μπροστά του, ο Μάμα έχει δύο πακέτα Marlboro, από τα οποία καπνίζει εναλλάξ. Μαζί με την υγρασία, ο καπνός κάνει την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ακόμα πιο αποπνικτική.

Μετά από 16 χρόνια στην Ελλάδα, ο Μάμα μιλάει τα ελληνικά με αυτοπεποίθηση, παρά τα συντακτικά και εκφραστικά λάθη ή το περιορισμένο του λεξιλόγιο. Εξάλλου, τόσο ο ίδιος όσο και το σύνολο των υπόλοιπων ανδρών στο σπίτι έμαθαν τη γλώσσα μέσα από τη δουλειά, και όχι παρακολουθώντας μαθήματα.

«Nο μπίζνες, νο μπίζνες»

Πώς λειτουργεί ένα μασαφαρχάνα;

Ο Μάμα λέει πως ξεκίνησε αυτό το σπίτι γιατί ήταν «μόνος, χωρίς γυναίκα», και υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνον. Αρνείται κατηγορηματικά να χαρακτηρίσει «δουλειά» το μασαφαρχάνα που τρέχει εδώ και πάνω από δέκα χρόνια.

«Nο μπίζνες, νο μπίζνες», επαναλαμβάνει στα αγγλικά. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν παίρνουμε σαφή απάντηση καμία από τις φορές που προσπαθούμε να μάθουμε πόσα χρήματα δίνει καθένας από τους νέους, που κάθε τόσο ξεπροβάλουν το κεφάλι δειλά από την πόρτα του σαλονιού για να δουν ποιοι είναι οι επισκέπτες.

«Ανάλογα τα έξοδα», λέει ο Μάμα. «Βλέπουμε πόσα είναι και δίνει λίγα ο ένας, λίγα ο άλλος. Δεν είναι πρόβλημα».

Γνωρίζει ότι άλλοι ιδιοκτήτες μασαφαρχάνα ζητούν έξτρα χρήματα από τους ενοίκους για να κάνουν ζεστό μπάνιο το χειμώνα, αλλά επιμένει πως αυτό δεν ισχύει στο δικό του σπίτι. Όντας ο παλαιότερος στην Ελλάδα, και έχοντας στο παρελθόν περάσει από κάθε είδους μεροκάματα, ο Μάμα λειτουργεί και κατά κάποιον τρόπο προστατευτικά για τους πιο νέους, στους οποίους ενίοτε εξασφαλίζει δουλειές μέσα από τις γνωριμίες του.

Λέει ότι κάποιες Κυριακές, όταν τυχαίνει και δεν λείπουν όλοι οι άντρες στη δουλειά, μαζεύονται εδώ, στο σαλόνι που αποτελεί το κεντρικό δωμάτιο του διαμερίσματος. Ανοίγουν την τηλεόραση και τα ηχεία και τότε, μέσα από τα τραγούδια στο Youtube, η απόσταση των πάνω από 5.000 χιλιομέτρων από το Αφγανιστάν γεφυρώνεται, και το δωμάτιο πλημμυρίζουν μουσική και εικόνες από την πατρίδα.

Ωστόσο, όσο και αν ο Μάμα αρνείται να παραδεχτεί το οικονομικό όφελος που του εξασφαλίζει το διαμέρισμα, και παρουσιάζει τον εαυτό του σαν να βρίσκεται στην ίδια θέση με τους υπολοίπους, υπάρχουν ζητήματα στα οποία διαφοροποιείται σημαντικά.

Ο ίδιος δεν ζει εδώ, παραδέχεται σε μία από τις συναντήσεις μας. Έχει για τον εαυτό του ένα άλλο διαμέρισμα στον από πάνω δρόμο, το οποίο είναι για εκείνον και μόνο.

«Εκεί πηγαίνω για να ξεκουραστώ και για να συναντήσω την Κατερίνα μου». Καθώς μιλάει, σηκώνεται, χάνεται για λίγο κάπου στα πίσω δωμάτια, και επιστρέφει κρατώντας στα χέρια του μια φωτογραφία σε κορνίζα, με το τζαμάκι ελαφρώς ραγισμένο. «Αυτή είναι η Κατερίνα, η γυναίκα μου εδώ στην Ελλάδα».

Αφγανοί μουσαφίρηδες στην Αθήνα

Η σιγουριά των κινήσεων του Μάμα αποτυπώνει την προνομιακή θέση στην οποία βρίσκεται σε σχέση με τους άνδρες του μασαφαρχάνα, οι οποίοι την περισσότερη ώρα μένουν σιωπηλοί και δείχνουν σχεδόν φοβισμένοι.

Όπως ο Αχμάντ, που για να μας μιλήσει πρέπει πρώτα να πάρει την άδεια του Μάμα, ο οποίος δεν αφήνει στιγμή το δωμάτιο ενόσω ο νεαρός Αφγανός μας διηγείται την ιστορία του. Ξεκινώντας το ταξίδι για την Ευρώπη, ο Αχμάντ δεν μπορούσε να γνωρίζει πως δύο χρόνια μετά θα κατέληγε να μένει σε ένα σπίτι στην Αττική παρέα με 21 ακόμη συμπατριώτες του.

Ήταν μία από τις πρώτες του ημέρες στην Αθήνα, και εκείνος ήταν ανήσυχος για την έλλειψη των εγγράφων που θα του επέτρεπαν να βρίσκεται στη χώρα νόμιμα, ή να συνεχίσει προς την κεντρική Ευρώπη, όταν στο αφγανικό εστιατόριο στο κέντρο, όπου έτρωγε, κάποιος πλησίασε το τραπέζι του και τον ρώτησε εάν έψαχνε μέρος για να μείνει.

Ο Αχμάντ ακολούθησε τον άνδρα που είχε μόλις γνωρίσει. Διανυκτέρευσε στο σπίτι το πρώτο βράδυ, το δεύτερο ― κι έκτοτε έμεινε εκεί. Σε αυτό το διάστημα, πέρα από τις λίγες φορές που αρρώστησε, και χρειάστηκε να απομονωθεί για κάποιες μέρες σε ένα από τα υπνοδωμάτια που κατά τ’ άλλα χρησιμοποιούνται κατά βάση για προσευχή, τα βράδια που επιστρέφει από τα μεροκάματα κοιμάται στο κεντρικό δωμάτιο, παρέα με τους υπόλοιπους.

Ο Αχμάντ μιλάει κάποια ελληνικά ― στη δουλειά, απαντάει κι εκείνος όταν ρωτάμε πώς τα έμαθε. Αλλά οι πρώτες του λέξεις ήταν στα Ρομανί, δουλεύοντας σε ένα μαγαζί με απομιμήσεις επώνυμων ρούχων που έτρεχε μια οικογένεια Ρομά. Τότε ήταν καλά, λέει, μπορεί να εργαζόταν δίχως ασφάλιση αλλά έπαιρνε 25 ευρώ μεροκάματο.

Τώρα, τα μεροκάματα που βρίσκει στην περιοχή είναι για πέντε ή δέκα ευρώ.

Οι νέοι άνδρες του μασαφαρχάνα ξυπνούν το πρωί και βγαίνουν προς αναζήτηση οποιασδήποτε διαθέσιμης εργασίας: οικοδομή και βάψιμο σπιτιών, υδραυλικά ή πλύσιμο χαλιών, αποθήκη, φυλλάδια. Συχνά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και καταλήγουν να δουλεύουν εξαντλητικά ωράρια για λίγα λεφτά, τα οποία τα αφεντικά τους αρνούνται να δώσουν στο τέλος της μέρας.

Κι ενίοτε μπορεί να σταθούν ακόμα λιγότερο τυχεροί. Όπως ο Χαντάντ, που εργαζόταν στα πορτοκάλια στο Άργος, όταν μια μέρα η αστυνομία τον σταμάτησε ενώ πήγαινε να αγοράσει κάτι, και κατέληξε να περάσει 6,5 μήνες στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης (ΠΡΟΚΕΚΑ) Κορίνθου επειδή δεν είχε χαρτιά. Ή ο Ιμπραήμ, που εργαζόταν στον Ασπρόπυργο, και διαπιστώθηκε πως δεν είχε χαρτιά κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, με αποτέλεσμα να περάσει τέσσερις μήνες στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής.

Για τους παλαιότερους, που καταφέρνουν να φτιάξουν τα χαρτιά τους, ανοίγουν και άλλες ― μετριασμένες έστω ― προοπτικές. Όταν στην αρχή του περασμένου καλοκαιριού επισκεφτήκαμε το μασαφαρχάνα, συναντήσαμε για πρώτη φορά τον Φεϊζάλ. Είχε μόλις έρθει από την επαρχία, όπου εργαζόταν.

Ύστερα από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, ο Φεϊζάλ μας είπε σε καλά ελληνικά πως πλέον είχε άδεια παραμονής. Έως τότε είχε κάνει κάθε είδους χειρωνακτική δουλειά: στην πόλη, στην ύπαιθρο. Εκείνες τις ημέρες περίμενε να ξεκινήσει η σεζόν για να φύγει για Σαντορίνη, ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στο νησί.

Είχε κλείσει να δουλέψει λαντζιέρης, είπε με ικανοποίηση.

Πώς κρατάς αποστάσεις σε ένα σπίτι με 20 άτομα;

Τα τελευταία δυόμιση χρόνια, ο Χαμίντ Νασέρι μένει σε ένα μασαφαρχάνα κάτω από την πλατεία Βικτωρίας. Όταν ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, στο σπίτι ζούσαν 17 ακόμη άνδρες αφγανικής καταγωγής. Η πανδημία έφερε τα πάνω κάτω για όλους τους.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανεξαρτήτως του εάν είχαν σταθερή δουλειά ή κατέφευγαν σε ό,τι μεροκάματα έβρισκαν, οι ένοικοι του μασαφαρχάνα ζούσαν μέρα τη μέρα όσον αφορά το εισόδημα και τα έξοδά τους.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος, η επιβολή απαγόρευσης στις μετακινήσεις σήμαινε ότι δεν μπορούσαν πλέον να εργαστούν. Ο Χαμίντ Νασέρι, που εργαζόταν ως κηπουρός σε περιοχές των βορείων προαστίων, φοβόταν να πάρει το τρένο για να ανέβει βόρεια. Άλλοι ένοικοι του μασαφαρχάνα, που μάζευαν σίδερα από το δρόμο ή έκαναν εργασίες σε σπίτια, ένιωθαν επίσης πως εάν έβγαιναν για δουλειά θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι σε πιθανούς ελέγχους, αφού υπήρχε λιγότερη κίνηση στους δρόμους.

Πέρασαν πέντε ημέρες, δέκα ημέρες, ώσπου συμπλήρωσαν είκοσι κι έπειτα σαράντα ημέρες χωρίς εισόδημα.

Από φίλους μάθαιναν ότι, σε άλλα σπίτια, οι ιδιοκτήτες πετούσαν ενοίκους στο δρόμο, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν για τη διαμονή τους έχοντας πλέον μείνει χωρίς λεφτά. Στο σπίτι του Χαμίντ Νασερί, τα χρήματα για όσους δεν είχαν συμπλήρωναν ορισμένοι συμπατριώτες που είχαν φτάσει πιο πρόσφατα, οι οποίοι είχαν ακόμη κάποιο απόθεμα από το ταξίδι τους.

Στις πιο πρόσφατες αφίξεις συγκαταλέγονταν δύο ασυνόδευτοι ανήλικοι, που είχαν μόλις περάσει στην Ελλάδα μέσω Έβρου. Οι περιπτώσεις των ανηλίκων που βρίσκονται να μένουν σε ένα μασαφαρχάνα, επειδή θέλουν να μείνουν εκτός των ραντάρ των Αρχών ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι τους στην Ευρώπη, ή εκείνων που το σκάνε από τους ξενώνες ανηλίκων και μένουν σε ένα μασαφαρχάνα ώσπου να οργανώσουν τη φυγή τους με τη βοήθεια κάποιου διακινητή, δεν είναι λίγες. Δεν είναι σπάνιο, άλλωστε, τα πρόσωπα πίσω από τα μασαφαρχάνα και τα δίκτυα διακίνησης να ταυτίζονται.

Ο Μορτεζά είναι μία τέτοια περίπτωση. Το έσκασε από τον ξενώνα ασυνόδευτων ανηλίκων στο κέντρο της Αθήνας, όπου διέμενε, για να συνεχίσει στην Ευρώπη μέσω του λιμανιού της Πάτρας. Αλλά ξέσπασε η πανδημία, και με την καραντίνα εγκλωβίστηκε στην Αθήνα. Δίχως αρκετά χρήματα για τη διαμονή του σε κάποιο μασαφαρχάνα, επισκεπτόταν με μικρότερο αντίτιμο ένα κάποιες μέρες της εβδομάδας, προκειμένου να φάει ή να πλυθεί. Έπειτα επέστρεφε στο δρόμο, όπου και κοιμόταν.

Πίσω στο μασαφαρχάνα, περιορισμένοι στο σαλόνι κατά την απαγόρευση των μετακινήσεων, οι ένοικοι μοίραζαν τις δουλειές του σπιτιού, όπως το μαγείρεμα, και περνούσαν τις ημέρες στα κινητά τους. Έβλεπαν ταινίες και σειρές, μιλούσαν με τις οικογένειές τους και φίλους στην πατρίδα ή άλλες χώρες της Ευρώπης, αναζητούσαν πληροφορίες για την εξέλιξη της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων.

Όταν τα πράγματα άρχισαν να στενεύουν, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Και για αρκετούς από τους ενοίκους του μασαφαρχάνα έφτασε μια περίοδος κατά την οποία οι ίδιοι αντί να στέλνουν, χρειαζόταν να λαμβάνουν χρήματα από τους δικούς τους.

Αμέσως όταν οι μετακινήσεις μεταξύ νομών ελευθερώθηκαν και πάλι, ορισμένοι επέλεξαν να φύγουν από την Αθήνα και να επιχειρήσουν το ταξίδι στην Ευρώπη μέσω της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Κάποιοι εξ αυτών τα κατάφεραν, άλλοι έμειναν για μήνες κολλημένοι στα πιο επικίνδυνα ίσως σύνορα της Ευρώπης.

Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω, στο μασαφαρχάνα. Προσπαθώντας να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα που επέβαλε η πανδημία.

More to read

Στήριξε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία!

Η ερευνητική δημοσιογραφία απαιτεί χρόνο και πόρους που δεν διαθέτουμε πάντα. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ελέγχουμε την εξουσία και να ασκούμε πίεση, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.