Επί ενάμιση χρόνο, ο Χαμίντ Νασερί μετακινούνταν καθημερινά από το κέντρο της Αθήνας στα βόρεια προάστια και περιποιούνταν τους κήπους σπιτιών εκεί. Ώσπου εμφανίστηκε ο κορονοϊός, η χώρα μπήκε για δεύτερη φορά σε καραντίνα, κι εκείνος αναγκάστηκε να μείνει και πάλι χωρίς δουλειά και εισόδημα.
«Το τρία έστειλα για να έρθω», λέει ο τριανταδυάχρονος άντρας καθώς παίρνει τη θέση του δίπλα μας, αφήνει το κινητό του πάνω στο χαλί με την οθόνη προς τα πάνω, και το σπρώχνει μαλακά προς το μέρος μου για να δω. «Αν με σταματήσουν θα τους πω ότι πετάχτηκα να βγάλω λεφτά από το ΑΤΜ».
Τα μηνύματα με παραλήπτη το 13033 είναι γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες.
3. Hamid Naseri. Filis XX.
Δεν ανησυχεί αν τον σταματήσουν. Έχει κάνει αυτό που χρειάζεται και, εξάλλου, βρίσκεται μερικά στενά μόνο μακριά από το σπίτι του.
Ο Χαμίντ προτίμησε να μας συναντήσει στο σπίτι του ανθρώπου που ανέλαβε να κάνει τη διερμηνεία στη συνέντευξη, καθώς μοιράζεται το δικό του διαμέρισμα με άλλους δύο συμπατριώτες του και δεν ένιωθε άνετα να μας υποδεχθεί εκεί.
Κατέληξαν οι τρεις τους μόλις λίγο καιρό πριν, μου εξηγεί ενώ βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του μπουφάν του και ζητάει την άδεια να καπνίσει. Όταν ο κορονοϊός έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα και η χώρα μπήκε για πρώτη φορά σε καραντίνα, στο ίδιο διαμέρισμα ζούσαν 18 άντρες αφγανικής καταγωγής. Σήμερα, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν φύγει μέσω Βοσνίας και Ερζεγοβίνης σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες. «Παράνομα εννοείται».
Αυτός επέλεξε να παραμείνει. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Ένας κηπουρός στα βόρεια προάστια
Ο Χαμίντ δεν φοβάται τον κορονοϊό. Στην πραγματικότητα, συμπληρώνει σκεπτικός, μπορεί και να μην υπάρχει καν. Ανεξάρτητα όμως από το εάν ο ίδιος θεωρεί τον COVID-19 υπαρκτό, η εμφάνισή του έχει φέρει ορισμένες πολύ πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή του.
Η πρώτη ήρθε τον Μάρτιο, όταν η πανδημία άρχισε να εξαπλώνεται σε διάφορες περιοχές της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την επιβολή καραντίνας, κι εκείνος αναγκάστηκε για πρώτη φορά, ύστερα από σχεδόν ενάμιση χρόνο, να σταματήσει από τη καθημερινή του δουλειά και να μείνει σπίτι.
Ο Χαμίντ εργάζεται ως κηπουρός. Ασχολείται με την περιποίηση κήπων σε σπίτια των βορείων προαστίων. Το αφεντικό του έχει κάνει συμφωνία με 30-35 σπίτια σε περιοχές όπως η Κηφισιά, το Μαρούσι, το ΚΑΤ και ο Άγιος Στέφανος και οι δυο τους αναλαμβάνουν δουλειές που περιλαμβάνουν το κόψιμο του γκαζόν, το κλάδεμα, το φύτεμα και τη φροντίδα των λουλουδιών.
Πριν την πανδημία, αμοιβόταν με 25 ευρώ το μεροκάματο, δηλαδή περίπου 750 ευρώ το μήνα. Από όλες τις εργασίες με τις οποίες καταπιάνεται στη δουλειά του, αυτό που του αρέσει περισσότερο είναι να περιποιείται τους μικρούς πράσινους θάμνους και τα νεαρά δεντράκια. Τον ρωτάω αν έχει φυτά στο σπίτι. Στο Αφγανιστάν είχε μου λέει, εδώ όχι. «Ούτε μπαλκόνι δεν έχω εδώ», συμπληρώνει γελώντας κάπως ειρωνικά.
Αλλά δεν παραπονιέται. «Όλα είναι πολύ πιο εύκολα από όταν δούλευα στα χωράφια. Και δεν είναι μόνο η δουλειά, αλλά έχουμε μία καθαρή ζωή σε ένα σπίτι και καλύτερο περιβάλλον. Περνάει καλά η ζωή» συμπληρώνει.
Τα «χωράφια», στα οποία αναφέρεται ο Χαμίντ, συνοψίζουν την αμέσως προηγούμενη περίοδο της ζωής του, προτού δηλαδή ένας φίλος που είχε συμπληρώσει δώδεκα χρόνια στην Ελλάδα αποφασίσει να αναζητήσει την τύχη του στη Γαλλία, και του προτείνει να επιστρέψει στην Αθήνα και να αναλάβει το πόστο του.
Έτσι και έγινε. Τα πράγματα αυτά όμως δεν σε βρίσκουν πάντα χωρίς κόστος, εξηγεί.
Συνηθίζεται ο άνθρωπος που παραχωρεί τη δουλειά να ζητάει ένα αντίτιμο για την «διευκόλυνση», αλλά στη δική του περίπτωση δεν συνέβη αυτό. «Σου λέει ο άλλος, εγώ σου βρήκα δουλειά, δεν θα πρέπει να πάρω κάτι γι’ αυτό; Εμένα ήταν φίλος μου και μεταξύ φίλων τα πράγματα είναι διαφορετικά».
Έβρος, Άρτα, Μανωλάδα
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Χαμίντ έφτασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2018, όταν μετά από δώδεκα αποτυχημένες προσπάθειες να διασχίσει τα χερσαία σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κατάφερε τελικά να ξεφύγει από την αστυνομία και να συνεχίσει το ταξίδι του στην ενδοχώρα με προορισμό την Αθήνα.
Το πέρασμα των συνόρων ήταν «πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο», επαναλαμβάνει ξανά και ξανά σε σπαστά Ελληνικά. Υποστηρίζει πως η Ελληνική αστυνομία τους έπιανε και τους επαναπροωθούσε στην Τουρκία. «Μας έβγαζαν τα ρούχα και τα παπούτσια και μας έπαιρναν ό,τι είχαμε πάνω μας. Έπειτα μας χτυπούσαν και μας γυρνούσαν πίσω».
Δεν έχει κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει τις πρακτικές αυτές. «Το πρώτο πράγμα που μας έλεγαν ήταν να τους δώσουμε τα κινητά μας, και το έκαναν για να μην υπάρχει καμία απόδειξη ότι ήμασταν εδώ. Αν έκανες το λάθος να προσπαθήσεις να το κρύψεις, και το έβρισκαν μετά, έτρωγες πολύ ξύλο», εξηγεί ο Χαμίντ.
Γνώριζε πως το πέρασμα από τον Έβρο θα του κόστιζε μάλλον περισσότερα χρήματα —1.800 ευρώ έδωσε στον κατσακμπάρ (διακινητή)— από το να επιχειρήσει να διασχίσει τα θαλάσσια σύνορα μέσα σε βάρκα. Φοβόταν όμως ότι θα εγκλωβιστεί σε κάποιο από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, εξηγεί, που υπάρχουν αυτές οι διαφορές στα λεφτά που ζητάνε οι διακινητές. Ο Έβρος του έδινε τη δυνατότητα να συνεχίσει το δρόμο του με το που περάσει τα σύνορα, ενώ στο νησί μπορεί να περνούσε καιρός μέχρι να καταφέρει να φύγει.
Αλλά ο Χαμίντ δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Έπρεπε να δουλέψει και να βγάλει χρήματα.
Γρήγορα βρέθηκε στην Άρτα να δουλεύει εποχιακός στα πορτοκάλια. Έμεινε εκεί για τέσσερις μήνες δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, και ζώντας σε ένα οίκημα μαζί με άλλα 30-40 άτομα. «Δεν ήταν καν σπίτι», λέει. «Ήταν μια αποθήκη ανάμεσα στα χωράφια του αφεντικού για το οποίο δουλεύαμε. Μας πλήρωναν. Αλλά, δεν ήταν συνθήκες αυτές για να ζει κάποιος».
Το ίδιο δύσκολες ήταν οι συνθήκες που αντιμετώπισε και στη Μανωλάδα, όπου βρέθηκε να εργάζεται μετά την Άρτα. Εκεί έμενε σε ένα μεγάλο κτίριο, στο οποίο είχαν φτιάξει πολλά μικρά δωμάτια με κοινόχρηστες τουαλέτες για όλους. Το μέρος ανήκε σε Έλληνα αλλά κάποιος Ρουμάνος —ο κομάντο όπως τον αποκαλούσαν— ήταν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για τα δωμάτια και τη συλλογή του ενοικίου από τους εργάτες, από το οποίο κρατούσε το δικό του μερίδιο.
Όπως εξηγείται σε σχετικό ρεπορτάζ για το τράφικινγκ εργασίας στη Μανωλάδα, οι «κομάντο» ή «μαστούρ» είναι αυτοί που επιτελούν ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στους παραγωγούς φράουλας και τους μετανάστες εργάτες γης που δουλεύουν στα χωράφια τους. Συνήθως τον ρόλο αυτό αναλαμβάνουν Μπαγκλαντεσιανοί, οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των εργατών γης στην περιοχή, αλλά και άτομα άλλων εθνικοτήτων.
«Ήταν πολύ δύσκολα και εκεί. Πώς γίνεται να ζεις έτσι;», λέει ο Χαμίντ. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να μείνει για περισσότερο από δύο μήνες.
Ανασφάλιστος και απροστάτευτος
Ωστόσο, ακόμα και αν η δουλειά που έχει τώρα φαίνεται να έχει βελτιώσει κάπως τις συνθήκες ζωής του, ο Χαμίντ εξακολουθεί να εργάζεται μέχρι και σήμερα δίχως τα εργασιακά δικαιώματα που του αναλογούν.
Αυτό σημαίνει πως είτε ως εργάτης γης στη Μανωλάδα ή την Άρτα, είτε ως κηπουρός σε σπίτια των βορείων προαστίων στην Αθήνα, ο Χαμίντ παραμένει εκτεθειμένος σε εργασιακή εκμετάλλευση, και εργάζεται χωρίς ασφάλιση και δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση τραυματισμού ή απόλυσης.
Πράγματι, λίγο πριν την πρώτη είσοδο της χώρας σε γενική καραντίνα λόγω της πανδημίας, ο Χαμίντ είχε ένα σοβαρό ατύχημα στη δουλειά που του κόστισε την απώλεια σχεδόν δύο δακτύλων του δεξιού του χεριού.
Ενώ κούρευε με τη μηχανή το γκαζόν στην αυλή ενός σπιτιού, προσπάθησε να απομακρύνει ένα κουκουνάρι από τη μέση. Η μηχανή βρισκόταν σε λειτουργία και, χωρίς αυτός να το καταλάβει, την επόμενη στιγμή του είχε κόψει τα δάχτυλα. «Είχα γεμίσει αίματα μέχρι και στο πρόσωπο. Με πήγε το αφεντικό στο νοσοκομείο, μου έκαναν ράμματα και έμεινα μερικές μέρες σπίτι. Μετά έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά και το κράτος εδώ δεν βοηθάει», λέει.
Όπως όλοι οι εργαζόμενοι, τους οποίους η πανδημία βρήκε να απασχολούνται ανασφάλιστοι, ο Χαμίντ δεν μπορούσε να υπολογίζει σε κρατική βοήθεια για όλο το διάστημα που θα έμενε δίχως εισόδημα.
«Μένουμε σπίτι»: Με άλλους 17 και χωρίς δουλειά
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν διαφορετικά και για τους υπόλοιπους 17 άντρες που μοιράζονταν το ίδιο διαμέρισμα το διάστημα εκείνο.
Όλοι τους δούλευαν σε μεροκάματα κάνοντας χειρωνακτικές και αδήλωτες εργασίες. Άλλοι σε οικοδομή, άλλοι σε συνεργεία που τοποθετούν πλακάκια, άλλοι σύλλεγαν σίδερα που έβρισκαν στο δρόμο και μετά τα πουλούσαν. Με την έναρξη των μέτρων, λοιπόν, βρέθηκαν όλοι τους χωρίς εισόδημα και με τα χρήματά τους να μειώνονται συνεχώς ενώ οι μέρες περνούσαν.
Όλοι τους εκτός από ένας, ο οποίος καθώς είχε μόλις πρόσφατα φτάσει στην Αθήνα, είχε ακόμα κάποια διαθέσιμα χρήματα στην άκρη. Έτσι, ενώ τα πράγματα στένευαν συνεχώς οικονομικά για τους υπόλοιπους, αυτός προσφέρθηκε να τους βοηθήσει και να καλύψει κάποια από τα κοινά τους έξοδα. Η συμφωνία που έγινε ήταν ότι όταν οι υπόλοιποι άνδρες επέστρεφαν και πάλι στη δουλειά θα τον ξεπλήρωναν. Ευτυχώς, λέει ο Χαμίντ, η καραντίνα έληξε μία εβδομάδα μετά.
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι, η περίοδος της καραντίνας, με όλους τους να περνάνε σχεδόν ολόκληρο το μέρος της ημέρας κλεισμένοι συνεχώς στο μικρό διαμέρισμα στη Φυλής, με μοναδική εξαίρεση την επίσκεψη στο κοντινότερο μίνι μάρκετ για τα ψώνια τους, κυλούσε ήρεμα, χωρίς εντάσεις μεταξύ τους. Η μόνη τους ανησυχία ήταν μήπως ο θόρυβος που δημιουργούσαν καμιά φορά οι συνομιλίες τους ενοχλούσε την οικογένεια που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα, αλλά ευτυχώς δεν παραπονέθηκαν ποτέ.
Η πρώτη καραντίνα συνέπεσε με την περίοδο του Ραμαζανιού, το οποίο για το 2020 διήρκησε από τις 23 Απριλίου μέχρι τις 23 Μαΐου του 2020. Αυτό σήμαινε πως συνήθως οι άντρες του σπιτιού κοιμούνταν κατά την διάρκεια της ημέρας, ενώ με την δύση του ήλιου μαγείρευαν, συνήθως ρύζι με κοτόπουλο ή κάποιο άλλο συνοδευτικό. Ακολουθούσε προσευχή και λίγο πριν την ανατολή του ήλιου έτρωγαν πάλι.
Για δεύτερη φορά χωρίς δουλειά και λεφτά
Όταν η καραντίνα τέθηκε σε ισχύ για δεύτερη φορά, ο Χαμίντ βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπος με τα ίδια προβλήματα.
Την ημέρα που τον συναντώ, είναι πάνω από ένας μήνας που έχει μείνει χωρίς δουλειά και εισόδημα. Όπως την πρώτη φορά, έτσι και τώρα, αναγκάστηκε να βασιστεί σε χρήματα που δανείστηκε από κάποιον φίλο, με την υπόσχεση ότι θα του τα επιστρέψει με το που ξεκινήσει πάλι να δουλεύει. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει για να τα βγάλει πέρα όσο διαρκέσει η καραντίνα, λέει ο ίδιος, αφού στο ελληνικό κράτος δεν μπορεί να υπολογίζει.
«Για να μπορέσουμε να ζήσουμε, αναγκαστικά πρέπει να στηριζόμαστε ο ένας στον άλλον».
Όλη του την ημέρα την περνάει στο σπίτι. Βγαίνει τα πρωινά για να πάρει καφέ και μετά επιστρέφει πάλι πίσω. Τα έξοδα του αυξάνονται όταν δεν δουλεύει, λέει με φανερή την ανησυχία του, ενώ πρέπει να στέλνει λεφτά και στην οικογένεια. Πολλές φορές στη δουλειά οι ιδιοκτήτες των σπιτιών του πρόσφεραν καφέ και νερό και άλλες φαγητό για να πάρει μαζί του. Μόνο από αυτό μπορούσε να γλιτώνει κάποια σημαντικά καθημερινά έξοδα.
Ο Χαμίντ έχει λάβει ήδη μία αρνητική απάντηση στο αίτημα ασύλου του και τώρα βρίσκεται εν αναμονή της εξέτασης Β’ βαθμού. Λέει πως, ενώ σύμφωνα με το νόμο τα χαρτιά που έχει αυτή τη στιγμή του επιτρέπουν να δουλεύει νόμιμα, η πραγματικότητα τόσο για τον ίδιο όσο και άτομα του περιβάλλοντός του είναι πολύ διαφορετική. «Μας εκμεταλλεύονται. Εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή. Σου λέει ή θα δουλέψεις έτσι ή αλλιώς γεια σας».
Κι ενώ έχει ΑΦΜ και ΑΜΚΑ, προσπαθεί να καταλάβει πώς γίνεται να υπάρχει η πρόβλεψη για εργασία, αλλά να μην μπορεί να βγάλει ούτε δίπλωμα οδήγησης, για παράδειγμα.
«Το μέλλον μου βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού κράτους»
Πίσω στο Αφγανιστάν ο Χαμίντ είχε το δικό του μαγαζί. Ένα μίνι μάρκετ από το οποίο κατάφερνε να συντηρεί ολόκληρη την οικογένεια και να κάνει μία καλή και άνετη ζωή, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος.
Η γυναίκα του με τα πέντε τους παιδιά —δύο αγόρια και τρία κορίτσια— ζουν μέχρι σήμερα στην Καμπούλ. Ο Χαμίντ εξηγεί πως οι λόγοι που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το σπίτι του δεν ήταν οικονομικοί. Για λόγους που δεν θέλησε να μοιραστεί μαζί μας, η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο και έπρεπε να φύγει από τη χώρα το συντομότερο δυνατό.
Πλέον όμως η κατάσταση έχει γίνει πολύ επικίνδυνη και για την οικογένειά του. Δεν είναι καθόλου ο κορονοϊός αυτό που τον κάνει να φοβάται καθημερινά για εκείνους μου εξηγεί, αφού η εξάπλωση του ιού είναι πιο περιορισμένη απ’ ότι εδώ, αλλά η αυξανόμενη έλλειψη ασφάλειας στην περιοχή, ειδικά το τελευταίο διάστημα.
Στις 2 Νοεμβρίου, ένοπλοι εισέβαλαν στο πανεπιστήμιο της Καμπούλ σκοτώνοντας δέκα φοιτητές, ενώ μόλις μερικές μέρες πριν, μία επίθεση σε εκπαιδευτικό κέντρο της πρωτεύουσας κόστισε τη ζωή 24 ανθρώπων, ανάμεσά τους πολλοί μαθητές. Στις αρχές του καλοκαιριού ακόμα μία αιματηρή επίθεση σε νοσοκομείο της πόλης άφησε πίσω 13 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και νεογέννητα μωρά, και δεκάδες τραυματίες.
Εκείνος επικοινωνεί μαζί τους, αλλά δεν έχει τον τρόπο ακόμη να τους φέρει εδώ μαζί του, ούτε γνωρίζει εάν ο ίδιος θα παραμείνει στην Ελλάδα ή θα αναζητήσει την τύχη του σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Όλα θα κριθούν από την απόφαση που θα λάβει για το άσυλό του.
Κάνει όνειρα; «Όχι» απαντάει κοφτά. «Ούτε όταν κοιμάμαι, ούτε ξύπνιος. Το μέλλον μου βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού κράτους», λέει λίγο πριν μας αποχαιρετήσει, στείλει ακόμη ένα μήνυμα στο 13033 και πάρει το δρόμο για το σπίτι του.
«Όταν αποφασίσουν να μου δώσουν χαρτιά τότε θα μπορώ να αποφασίσω και εγώ για το μέλλον μου».
Το κείμενο δημοσιεύεται στα πλαίσια της πολύμηνης δημοσιογραφικής έρευνας «Μετανάστευση και εργασία στην Ελλάδα τον καιρό του κορονοϊού» του Solomon, που υποστηρίζεται από το Rosa Luxemburg Stiftung – Office in Greece.