Ανάμεσα σε δύο οικογένειες: ιστορίες μεταναστριών οικιακών εργαζομένων στην Ελλάδα
Η πλειοψηφία των μεταναστριών που εργάζονται στην Ελλάδα απασχολούνται ως οικιακές εργαζόμενες. Είναι σε πολλές περιπτώσεις οι αθέατες πλευρές της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας.
Αόρατη καθώς ήταν και παραμένει, ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσει την τράπεζα για τη μεταφορά των εμβασμάτων στους δικούς της. Η Άννα Γκεοργκίεβα, που δεν ονομάζεται πράγματι έτσι, αλλά ο γιος της –που θα τον πούμε Ιβάν- δεν την άφησε να πει επώνυμα την ιστορία της, θα βρισκόταν μια φορά κάθε μήνα στο κέντρο τη Αθήνας, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου 36 στην Ομόνοια, για να στείλει τα λεφτά με το λεωφορείο που φεύγει για τη Βουλγαρία.
Η στιγμή που τα έδινε στον οδηγό του λεωφορείου σε ένα φακελάκι με το όνομα της μαμάς της, ανάμεσα στα φακελάκια άλλων γυναικών, σήμαινε μια κάποια επιτυχία, ένα σκοπό που έχει πληρωθεί.
Κι έτσι, η Άννα Γκεοργκίεβα, μπορεί να θυμηθεί τουλάχιστον 168 τέτοιες στιγμές -14 χρόνια- επιτυχημένων συναλλαγών που ήταν απαραίτητες για να γίνει ο Ιβάν, ο μοναχογιός της στη Σόφια, ο πολλά υποσχόμενος δικηγόρος που είναι σήμερα –και ελάχιστες άλλες στιγμές που τον είδε όντως να γίνεται.
Ο λόγος; Από την 1η Απριλίου 2020 βρίσκεται σε λειτουργία η πλατφόρμα στην οποία εργαζόμενοι, η σύμβαση των οποίων ανεστάλη λόγω της πανδημίας, μπορούν να κάνουν αίτηση για το επίδομα ύψους 800 ευρώ που δικαιούνται με βάση τις προβλέψεις της κυβέρνησης.
Τόσο εργαζόμενοι που απασχολούνταν στη Lime προτού ξεσπάσει η πανδημία, όμως, όσο και άνθρωποι που απασχολήθηκαν παλαιότερα σε αυτήν, συμπληρώνοντας τα στοιχεία τους συνειδητοποιούσαν πως δεν εμφανίζονται ως δικαιούχοι του επιδόματος.
Το αδιευκρίνιστο σύνορο δημοσίου και ιδιωτικού
Ενώ η πλειοψηφία του συνόλου των μεταναστριών στην Ελλάδα απασχολείται σε οικιακές εργασίες (57,2% σε έρευνα του 2011), ακόμα και εκείνες που προέρχονται από τις γεωγραφικά και πολιτισμικά συγγενείς χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης, δεν φαίνεται να μπορούν να αντιμετωπιστούν ως συμπαγής, ομοιογενής ομάδα.
Για τις Πολωνές, τις Βουλγάρες και τις Ρουμάνες οικιακές εργαζόμενες η είσοδος των χωρών τους στην ΕΕ δημιούργησε, θεωρητικά, νέες δυνατότητες για παραμονή και εργασία στην Ελλάδα, αν και περιπτώσεις όπως της Άννας, που δουλεύει εσωτερική στο σπίτι ενός ζευγαριού συνταξιούχων γιατρών που δεν την ασφαλίζει, παραμένουν ενταγμένες στο παραδοσιακό πλαίσιο της μη τυπικής και αδήλωτης εργασίας.
Η απουσία ενός αισθήματος κοινότητας μεταξύ των μεταναστριών από τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη δεν προκύπτει μόνο από την ύπαρξη διαφορετικών ταχυτήτων ως προς την ευχέρεια μετακίνησης, αλλά και από τις διαφορετικές αφετηρίες και τα χαρακτηριστικά τους: για παράδειγμα, οι Αλβανές οικιακές εργαζόμενες ήρθαν στην Ελλάδα με τις οικογένειές τους και με διάθεση να εγκατασταθούν μόνιμα, ενώ οι Ουκρανές μετανάστριες είναι, σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες, συνήθως χήρες ή διαζευγμένες που σκοπεύουν να επιστρέψουν κάποτε στις οικογένειές τους.
Οι διαφορές τους είναι, βέβαια, η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν καν να συναντηθούν για να τις διαπιστώσουν.
Αν και η Άννα δεν βοηθάει πια κάποιον ανήμπορο ηλικιωμένο ώστε να μην μπορεί να φύγει από το σπίτι, δούλευε για χρόνια χωρίς ρεπό. Ακριβώς όπως ακόμα δουλεύει η Μαρία Λουκά, από την Ουκρανία, που μένει εσώκλειστη φροντίζοντας μια μόνη και κατάκοιτη γιαγιά, πλήρως εξαρτημένη από εκείνη, σε ένα σπίτι πολύ κοντά σε αυτό που εργάζεται η Άννα. Οι δυο γυναίκες δεν γνωρίζονται.
Η ανυπαρξία ελεύθερου χρόνου που καταστρατηγεί τα εργασιακά κεκτημένα είναι συνυπεύθυνη για τη συνεχώς βεβαρημένη ψυχολογία των οικιακών εργαζομένων. (Η Μαρία κλαίει πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της κουβέντας). Είναι, επίσης, η αιτία της αδυναμίας συσπείρωσης των μεταναστριών αυτών, για τη διεκδίκηση ρυθμιστικού πλαισίου για τη δουλειά τους.
«Είναι πολύ δύσκολο να οργανωθούν, όταν δεν έχουν καθόλου ρεπό, ή αν βγαίνουν από το σπίτι μόνο την Κυριακή. Φοβούνται τους ανθρώπους, δεν ξέρουν καλά την κοινωνία, πολύ σπάνια συμμετέχουν σε ανοιχτές συζητήσεις. Οι γυναίκες αυτές δεν ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν ελληνικά, ντρέπονται, δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και δεν θέλουν να πάνε μόνες τους να κάνουν μια εγγραφή στην εφορία. Οπότε εδώ έχουμε ανάγκη από τις Ελληνίδες οι οποίες εργάζονται στο κλάδο, να μπούνε κι εκείνες στο σωματείο, να συνεργαστούν και να απαιτήσουν την πιστοποίηση και αναγνώριση του επαγγέλματός τους», λέει στο Solomon MAG η ευρωβουλευτής Κωνσταντίνκα Κούνεβα, της οποίας η συνδικαλιστική δράση στην Ελλάδα μέσω της Παναττικής Ένωσης Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού απαντήθηκε το 2008 με καυστικό οξύ που της προκάλεσε μόνιμες οργανικές βλάβες.
Χωμένες στα σπίτια των πόλεων και των απομονωμένων επαρχιών της Ελλάδας, με μοναδικό στόχο να χαλάσουν όσο το δυνατόν λιγότερα από τα χρήματα που κερδίζουν ώστε να στείλουν τα υπόλοιπα στο σπίτι, οι μετανάστριες αυτές έχουν διττό ρόλο: είναι εργαζόμενες και οικογενειάρχισσες.
Μόνο που τίποτα από τα δύο δεν είναι ακριβώς σωστό: δεν έχουν νόμιμη εργασία και την ελευθερία να διαπραγματευτούν τους όρους της και ούτε έχουν οικογένεια -έστω περισσότερο υπαρκτή από αυτή που βρίσκεται μέσα στο skype τους.
Άννα: «Αγαπιόμαστε αλλά δεν νομίζω ότι θα ξανασυνηθίσουμε ο ένας τον άλλον»
«Με το θερμοσίφωνο κατάφερα να βγάλω άκρη, γιατί όταν κοιμόταν αυτή πήγαινα και το άναβα κρυφά. Αλλά ένα βράδυ το ξέχασα. Το είδε το πρωί το αφεντικό και έγινε χαμός», η Άννα, 49 χρονών, έχει να πει ιστορίες από απαιτητικούς εργοδότες με παράλογες ή ακόμα και προσβλητικές για τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα απαιτήσεις, από βρώμικα διαμερίσματα μέχρι και προσωπικές επιθέσεις για τη σπουδαιότητα της ιστορίας της χώρας της.
«14 χρόνια δεν έχω ούτε ένα ένσημο. Τότε που δούλευα στην Κυψέλη, όταν δεν είχαμε μπει ακόμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκίνησε μια διαδικασία για να βγάλουμε χαρτιά. Αλλά εγώ δούλευα εσωτερική και έπρεπε το αφεντικό να σου δώσει ένα χαρτί ότι μένεις εκεί. Όταν ακούγανε χαρτιά κανένας δεν ήθελε να σου δώσει τίποτα και βέβαια να πληρώσει το ΙΚΑ. Κι έτσι έμεινα χωρίς. Στην αρχή ήταν τρομερό. Πριν μπούμε στην ΕΕ μας κυνηγούσε η αστυνομία. Μπαίνανε στα λεωφορεία, στα τρόλεϊ και στα τρένα, ή κάτω στην Ομόνοια που σταματάνε τα φορτηγά που παίρναμε τα πράγματα και στέλναμε τα λεφτά. Και τώρα που είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάλι δεν μπορώ να στείλω λεφτά από την τράπεζα γιατί δεν έχω άδεια εργασίας. Πρέπει να έχεις ΑΜΚΑ, ΑΦΜ. Για να βγάλω ΑΜΚΑ πρέπει να έχω σπίτι, ή να μου δώσει ο εργοδότης κάποιο χαρτί, δεν θυμάμαι τι, σταμάτησα να ρωτάω πια».
Ο μεγαλύτερος μισθός που πήρε ποτέ η Άννα στην Ελλάδα ήταν 750 ευρώ. «Το Σεπτέμβριο χρειάζονταν πολλά για να πάρει το παιδί βιβλία, παπούτσια και ρούχα. Και μετά όταν πήγε στο Πανεπιστήμιο πάλι πολλά γιατί νοίκιαζε σπίτι στη Σόφια. Έτσι κι αλλιώς δεν κράταγα λεφτά, τα έστελνα όλα», λέει.
Η ευρωβουλευτής Κούνεβα, κάποτε μετανάστρια και καθαρίστρια η ίδια, γνωρίζει πως αυτή δεν είναι μια δουλειά αποταμίευσης: «Οι γυναίκες αυτές στέλνανε όλα τα λεφτά και δεν τους έμενε τίποτα στην άκρη. Ούτε για την υγεία τους, ούτε για τα γεράματά τους. Είναι πολύ λίγοι εκείνοι που κατάφεραν έστω να αγοράσουν ένα διαμέρισμα κάπου. Δεν είναι από τις εργασίες που θα σου προσφέρουν τόσα πολλά που θα σε ανακουφίσουν, να έχεις πιο εύκολη ζωή. Μπορείς να τη συγκρίνεις μόνο με τις δυσκολίες, με τα παιδιά που έφευγαν με τα καράβια από την Ελλάδα και γυρνούσαν μετά από χρόνια».
Ο Ιβάν πάντως, χάρη στους κόπους της μαμάς του και στη δική του επιμέλεια, αρίστευσε στη Νομική. Πρόσφατα ενταγμένος στην αγορά εργασίας της χώρας του, παίρνει ήδη έναν μισθό καλύτερο από της Άννας. Με εμφανή χαρά λέει πως από εδώ και πέρα θα δουλεύει μόνο για εκείνη. Έχοντας μερικά ένσημα από παλαιότερη εργασία της σε εργοστάσιο θα πάρει από την χώρα της την κατώτατη σύνταξη (περίπου 80 ευρώ). Αν το ζευγάρι των συνταξιούχων Ελλήνων γιατρών αποφασίσει πως δεν τη χρειάζεται άλλο, θα γυρίσει στο χωριό της. Όμως, η πραγματικότητα που συνήθισε πια δεν χωράει στην παλιά της ζωή στη Βουλγαρία.
«Τώρα πια είσαι ξένος. Επειδή έκανα χρόνια να πάω, δεν γνωρίζω τους ανθρώπους, δεν γνωρίζω τα παιδιά… Άλλοι έχουν πεθάνει. Έχω μια φίλη, είμαστε μαζί από μικρές. Αλλά όταν την επισκέπτομαι αρχίζει να συζητάει τι έχει μαγειρέψει και άλλα τέτοια. Εμένα αυτό δεν με ενδιαφέρει. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορώ να μιλήσω με την αδερφή μου. Αυτή στο κεφάλι της έχει τι θα φάμε σήμερα. Βαριέμαι. Εντάξει, μπορεί και να φταίω. Γιατί έχω αλλάξει, το καταλαβαίνω. Δεν είμαι έτσι όπως ήμουν. Έχω γίνει μούτρο».
Το μεγαλύτερο διάστημα που έκανε η Άννα να πάει στη Βουλγαρία ήταν μεταξύ 2005 και 2007. Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο και είδε τον Ιβάν, 15 χρονών, έπεσε «μια κεραμίδα στο κεφάλι» της, λέει χαρακτηριστικά. «Τέτοια συναισθήματα δεν έχω ξαναζήσει. Είχε αλλάξει πάρα πολύ ο Ιβάν και σκέφτηκα ότι ίσως έρχεται μια στιγμή που δεν μπορείς να γνωρίσεις πια το παιδί σου. Περίεργο αίσθημα. Θυμάμαι όταν είχα πρωτοφύγει πόσο κλάμα είχε ρίξει. Μαμά μην φεύγεις, μην με αφήνεις, δεν θέλω λεφτά. Τώρα αλλάξανε τα πράγματα. Έχουμε απομακρυνθεί από τα παιδιά μας. Τα παιδιά κατάφεραν να ζήσουν μόνα τους. Σκέφτομαι μόνο τα χρόνια που με χρειαζόταν και δεν ήμουν εκεί. Αγαπιόμαστε αλλά δεν νομίζω ότι θα ξανασυνηθίσουμε ο ένας τον άλλον».
«Το μετανιώνεις;» τη ρωτάμε. «Όχι. Αν δεν υπήρχε η Ελλάδα, ο Ιβάν δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα».
Μήπως εκείνος το μετανιώνει τότε; «Μπα. Θα είχε κομπιούτερ; Θα έμενε μόνος του μέσα στα πούπουλα; Μάλλον θα έμενε ακόμα στη φοιτητική εστία και θα είχε τώρα τρία παιδιά…».
Μαρία: «Μου άρεσε εκεί πολύ. Ήταν σαν σπίτι. Με ρώταγαν πως γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στην Ουκρανία»
«Ήρθα σαν τουρίστρια, είχα βίζα για 2 μήνες. Ήρθα με το λεωφορείο από το Λιβίου. Έκανε 36 ώρες. Έπρεπε να συναντήσω μια φίλη μου. Δεν είχα τηλέφωνο. Παρακάλεσα τον οδηγό να της τηλεφωνήσει. Κατάφερε να με βρει το βράδυ. Είχαν περάσει 9 χρόνια από τότε που πέθανε ο άντρας μου. Τα παιδιά μου έχουν 12 χρόνια διαφορά. Ο μεγάλος ήταν παντρεμένος, ο μικρός τελείωσε το σχολείο και θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο να γίνει γυμναστής. Δεν είχα λεφτά. Έπρεπε να πληρώσω». Η Μαρία ήρθε στην Ελλάδα στις 11 Νοεμβρίου του 2002. Τότε ήταν 51 ετών και ήδη γιαγιά. Έχοντας 34 χρόνια προϋπηρεσίας σε νοσοκομείο ως μαγείρισσα, από τα οποία 17 ως προϊσταμένη, έφτασε η στιγμή που τα χρήματα δεν έφταναν και έμοιαζε να είναι η μόνη από την οικογένειά της που μπορούσε να φύγει.
Τον πρώτο καιρό δούλεψε φροντίζοντας μια ηλικιωμένη στην Καισαριανή, ακόμα χωρίς να μπορεί να καταλαβαίνει καλά τα Ελληνικά. «Αλλά η γιαγιά ήταν στην Αμερική 40 χρόνια. Και μου είπε “και εγώ όταν πήγα στην Αμερική δεν ήξερα. Ρώτησα και σιγά σιγά έμαθα”. Κι έτσι πήρα ένα τετράδιο. Και ρώτησα για όλα. Όσα είδα τα ρώτησα. Το βράδυ καθόμουν και διάβαζα. Ακόμα είναι δύσκολα».
Στα 16 χρόνια παραμονής της στην Ελλάδα δεν έμαθε μόνο τη γλώσσα. Η εγγονή μιας γυναίκας την οποία η Μαρία φρόντισε για περίπου 7 χρόνια μέχρι τον θάνατό της, λέει πως εκτός των δικών της, μόνο η Μαρία σε ολόκληρο τον κόσμο θυμάται πάντα τα γενέθλια και τις γιορτές όλων των μελών της οικογένειάς της. Ενώ η Μαρία ζει για χρόνια μακριά από την οικογένειά της προκειμένου να τη στηρίξει, ζει παράλληλα με ξένες οικογένειες τις οποίες επίσης στηρίζει αλλά και αναπόφευκτα κάποτε αγαπά.
«Μου άρεσε εκεί πολύ. Ήταν σαν σπίτι. Με ρώταγαν πως γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στην Ουκρανία». Τα μάτια της θαμπώνουν από δάκρυα καθώς περιγράφει πόσο σημαντικό είναι να δείχνει απλά κανείς λίγο ενδιαφέρον.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες γυναίκες που φροντίζουν ηλικιωμένους στην Ελλάδα, η Μαρία έμεινε μαζί με κάθε έναν από αυτούς μέχρι το τέλος. «Εγώ τους σήκωνα, εγώ τους έκανα μπάνιο. Κανείς δεν βοηθούσε. Και μετά πλυντήριο και σίδερο». Κάπου ανάμεσα στις καθημερινές οικιακές εργασίες θα μάθαινε και για τους δικούς της γονείς.
«Πριν φύγω ζούσαν όλοι. Εγώ έπαιρνα (τηλέφωνο) κάθε φορά. Ήξερα πάντα τι κάνουν. Αλλά δεν μπορούσα να πάω. Δηλαδή μπορούσα να πάω, να γυρίσω δεν μπορούσα. Το πιο πολύ που έκανα να πάω ήταν 3 χρόνια και 8 μήνες. Και μια μέρα από εκείνο τον καιρό, ήταν 23 Ιουλίου. Στις 7 το απόγευμα βγήκα με τη γιαγιά και κάναμε βόλτες και πήρα τηλέφωνο από το κινητό. «Αυτή τη στιγμή πέθανε η μητέρα σου», μου είπαν».
-Και εσύ τι έκανες;
-Τι μπορούσες να κάνεις;… Να κλαις. Μιαν άλλη μέρα πήγα στην εκκλησία.
Όπως και η Άννα, έτσι και η Μαρία έχοντας πια δει τα παιδιά της να ανεξαρτητοποιούνται, λέει πως θα δουλέψει τώρα για εκείνη. Ρωτάω τι θα έκανε αν γύρναγε τον χρόνο πίσω και απαντάει κατηγορηματικά πως δεν θα έφευγε. «Ο χρόνος παγώνει. 16 χρόνια. Εκείνοι μαθαίνουν μόνοι. Τα εγγόνια μεγαλώσανε χωρίς εμένα. Όλα μου λείπουνε».
Η Άννα Γκεοργκίεβα και η Μαρία Λουκά είναι, σε πολλές περιπτώσεις, οι αθέατες πλευρές της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας.
Η διεθνής οικογένεια: περισσότερο μια διαδικασία παρά μια σταθερή δομή
Στις μελέτες της για τις οικιακές εργαζόμενες από τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη, η ερευνήτρια Κατερίνα Βασιλικού σημειώνει πως για τις μετανάστριες «η οικογένεια γίνεται κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιστεί κανείς, ένα ζήτημα συνεχούς προσπάθειας, περισσότερο μια διαδικασία παρά μια σταθερή δομή».
Η διεθνής οικογένεια, δηλαδή αυτή της οποίας οι δεσμοί δεν παύουν παρά την χιλιομετρική απόσταση των μελών της, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη σταθερή διατήρηση της επικοινωνίας.
Τα περισσότερα χρόνια της διαμονής τους στην Ελλάδα, η Άννα και η Μαρία δεν είχαν πρόσβαση σε εξελιγμένη τεχνολογία επικοινωνίας με τις οικογένειές τους. Τις Κυριακές τηλεφωνούσαν από καρτοτηλέφωνα στους δικούς τους: η Μαρία θυμάται πως 20 λεπτά συνομιλίας ξόδευαν και τα 3 ευρώ που κόστιζε η τηλεκάρτα. Η Άννα αγόρασε ένα λάπτοπ από τη Βουλγαρία και η Μαρία πρόσφατα ένα τάμπλετ και στο σπίτι που δουλεύει της παρέχουν ιντερνετ μετά από 3 χρόνια που προσπαθούσε με το κινητό να συνδεθεί από το wifi του γείτονα. Τώρα πια και οι δύο μπορούν έστω να μην εκπλήσσονται με το πόσο αλλάζουν μεγαλώνοντας οι δικοί τους άνθρωποι.
Καθώς φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι ο κυρίαρχος λόγος που οι διεθνείς οικογένειες παραμένουν ενωμένες ακόμα και αν είναι αυτές που φεύγουν, η Κωνσταντίνκα Κούνεβα επιχειρεί να δώσει μια εξήγηση: «Όπως αναδεικνύεται από τη ζωή και φαίνεται από τους περισσότερους λαούς στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια, η γυναίκα προσαρμόζεται και είναι πιο ευέλικτη και πιο εύκολα αποφασίζει και φεύγει να δουλέψει κάπου αλλού για να στηρίξει την οικογένειά της. Έχω μια άποψη από παλιά, ότι μαθαίνουμε να διαθέτουμε το σώμα μας και να δίνουμε ενέργεια και δουλειά για ένα άλλο ον κι έτσι με αυτόν τον τρόπο, νομίζω, δουλεύουμε και τον εγωισμό μας. Αυτό μετατρέπεται σε αγάπη, μετά σε αφοσίωση, κι έτσι νιώθει μεγάλη ευθύνη η μαμά να στηρίξει τη ζωή των παιδιών, όταν βλέπει πως άλλα μέλη της οικογένειας αδυνατούν να το κάνουνε για διάφορους λόγους. Η γυναίκα δεν μπορεί να περιμένει όταν βλέπει ότι το παιδί δεν έχει τι να φάει. Θυμάμαι τη θεία μου που ένιωσε πολύ άσχημα όταν ο γιος της ζήτησε μια γκοφρέτα, όχι σοκολατένια αλλά μια απλή γκοφρέτα, η οποία κόστιζε λίγα ψιλά και δεν είχε καν αυτά στο πορτοφόλι της. Τι να σκεφτεί μετά για φαγητό και τι να σκεφτεί για εκπαίδευση κι έτσι αναγκάστηκε να φύγει. Και πάντα το έλεγε: «για μια γκοφρέτα έχω φύγει».
Η ρύθμιση του επαγγέλματος των οικιακών εργαζομένων, πόσο μάλλον η ύπαρξη ενός πλαισίου πιστοποίησης θα διαφοροποιούσε όχι μόνο τις ζωές των γυναικών που ζουν σε πολλές περιπτώσεις σαν φυλακισμένες, αλλά θα ωφελούσε και τους ίδιους τους εργοδότες τους, τις οικογένειες που αναθέτουν σε έναν άγνωστο άνθρωπο τη φροντίδα των δικών τους.
Ως ένα βαθμό θα επηρέαζε θετικά και τη ζωή των παιδιών των μεταναστριών γιατί «είναι άλλο να αναγκαστείς να φύγεις απότομα για μια δουλειά που είναι σαν φυλακή, να μην υπάρχει σεβασμός, ούτε να ξέρουν οι άλλοι αν ζεις, τι κάνεις, πως είναι, να σου παίρνουν τα χαρτιά και να μη στα δίνουν και είναι άλλο να ξέρουν οι δικοί σου ότι πήγες σε ένα ερευνητικό κέντρο, σε ένα πανεπιστήμιο ή σε μια εταιρία και έχεις διεύθυνση και τηλέφωνο και πάντα μπορείς να έχεις μια επαφή», συμπληρώνει η ευρωβουλευτής.
Για τα υπόλοιπα είναι δύσκολο να δοθούν απαντήσεις. Το πώς αντισταθμίζει κανείς την απώλεια του γονιού που δεν έχει πεθάνει και πως κανείς διαχειρίζεται την πιθανή ενοχή ότι η απώλεια συνέβη για χάρη του ή εξαιτίας του, μπορεί μόνο να απαντηθεί από την παγκόσμια γενιά που μεγάλωσε χωρίς μαμάδες.