Η τελευταία ενημέρωση του κειμένου έγινε στις 27 Οκτωβρίου 2021, δύο μέρες μετά τη δημοσίευσή του.
H ανθρωποκτονία του νεαρού Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα, τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου, 23 Οκτωβρίου, με καταιγισμό πυρών που εξαπέλυσαν αστυνομικοί της Ομάδας ΔΙΑΣ, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η χρήση θανατηφόρας βίας ήταν νόμιμη.
Σύμφωνα με μαρτυρίες και βίντεο που έχουν δημοσιοποιηθεί, τα τρία άτομα στο αυτοκίνητο ήταν άοπλα. Σε ένα από τα βίντεο οι αστυνομικοί ακούγονται να λένε πως κανένας τους δεν τραυματίστηκε, διαψεύδοντας την ανακοίνωση της Γ.Α.Δ.Α. (Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής), η οποία υποστήριζε ότι στην προσπάθειά τους να διαφύγουν οι δράστες εμβόλισαν πέντε μοτοσυκλέτες και τραυμάτισαν επτά αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν και σκότωσαν έναν άνδρα, τραυμάτισαν σοβαρά έναν άλλο που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, ενώ ο τρίτος επιβάτης διέφυγε.
Αρχικά αναφέρθηκε ότι το άτομο που έχασε τη ζωή του ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου. Ωστόσο, την Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021, ο επιβάτης — ηλικίας 14 ετών — που διέφυγε, παραδόθηκε στις αρχές και ισχυρίστηκε ότι αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο. Είπε επίσης ότι έκανε όπισθεν και έπεσε πάνω σε δύο σταθμευμένες μοτοσικλέτες μόνο αφού οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν και είχαν σκοτώσει τον φίλο του. Οι επικοινωνίες μέσω του ασυρμάτου κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, μεταξύ των εμπλεκόμενων αστυνομικών και του ελεγκτή τους (οι οποίες έχουν δημοσιοποιηθεί), αποκαλύπτουν ότι οι αστυνομικοί που καταδίωκαν το αυτοκίνητο είχαν αναγνωρίσει τους επιβάτες ως μέλη της κοινότητας των Ρομά.
Η εισαγγελία παρέπεμψε τους επτά αστυνομικούς που συμμετείχαν στην καταδίωξη, οι οποίοι κρατούνται στη Γ.Α.Δ.Α., να απολογηθούν στον τακτικό ανακριτή την ερχόμενη Τετάρτη, 27 Οκτωβρίου. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με τη σειρά του ανακοίνωσε ότι ο υπουργός Παναγιώτης Θεοδωρικάκος ζήτησε από τον Αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. «να προχωρήσει κατεπειγόντως πειθαρχικός έλεγχος» και ταυτοχρόνως «πλήρης επιχειρησιακή αξιολόγηση της δράσης της ΕΛ.ΑΣ» — προτού τους επισκευθεί στη Γ.Α.Δ.Α. για να τους «στηρίξει ψυχικά», όπως δήλωσε.
Είναι το τέταρτο περιστατικό χρήσης όπλων από αστυνομικούς τον τελευταίο μήνα με παρόμοια χαρακτηριστικά, με δύο να σημειώνονται στο κέντρο της Αθήνας και ένα κοντά στην Καλαμπάκα. Και στις τέσσερις περιπτώσεις οι αστυνομικοί πυροβόλησαν εναντίον οχημάτων που δεν σταμάτησαν για έλεγχο, παρότι σύμφωνα με τους κανόνες εμπλοκής απαγορεύεται η χρήση όπλου εναντίον προσώπου που αρνείται τον έλεγχο και τρέπεται σε φυγή. Η αιτιολογία που πρόταξαν οι αστυνομικοί, όπως και στο περιστατικό του περασμένου Σαββάτου, ήταν ο εμβολισμός των μηχανών τους.
Η υπόθεση Μακαρατζή
Τα ερωτήματα για τη χρήση θανατηφόρας βίας κατά την καταδίωξη στο Πέραμα εμφανίζουν, όμως, μεγάλες ομοιότητες και με αυτά που είχαν τεθεί σε μια ιδιαιτέρως σημαντική υπόθεση για το ζήτημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, την υπόθεση Μακαρατζή κατά Ελλάδας, η οποία κρίθηκε από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) το 2004. Εννιά χρόνια νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1995, αστυνομικοί είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν ένα αυτοκίνητο, το οποίο έτρεχε υπερβολικά και είχε παραβιάσει κόκκινο σηματοδότη κοντά στην Αμερικανική Πρεσβεία. Ο οδηγός, ονόματι Χρήστος Μακαρατζής, δεν σταμάτησε. Ακολούθησε καταδίωξη, στην οποία, υπό τα διαρκή και καταιγιστικά πυρά που δεχόταν από περίστροφα και υποπολυβόλα, συγκρούστηκε με δύο αυτοκίνητα και διέφυγε από πέντε αστυνομικά μπλόκα, προτού σταματήσει σε ένα βενζινάδικο. Από τα πυρά των αστυνομικών τραυματίστηκε στο πόδι, στο χέρι, στον γλουτό και στο στήθος αλλά επέζησε.
Η πειθαρχική έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. ασχολήθηκε με όσους αστυνομικούς μπόρεσε, σύμφωνα με την αστυνομία, να εντοπίσει, καθότι αρκετοί είχαν φύγει από τον τόπο του περιστατικού δίχως να ελεγχθούν τα όπλα τους. Ως εκ τούτου, η έρευνα δεν μπόρεσε να ταυτίσει τις σφαίρες που τραυμάτισαν τον Μακαρατζή ή βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του με συγκεκριμένα όπλα. Παράλληλα, η εισαγγελία παρέπεμψε σε δίκη επτά αστυνομικούς, με τις κατηγορίες της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της οπλοχρησίας. Το 1999, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αθώωσε τους αστυνομικούς.
Μολονότι το ΕΔΔΑ στην απόφασή του δέχτηκε, όπως και το ελληνικό δικαστήριο, ότι η χρήση όπλου υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να είναι νόμιμη, εξέφρασε έκπληξη για «τον χαώδη τρόπο µε τον οποίο οι αστυνοµικοί χρησιµοποίησαν τα όπλα τους». Αποφάνθηκε ότι οι ελληνικές αρχές παραβίασαν το άρθρο 2 («δικαίωμα στη ζωή») της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), επειδή δεν παρείχαν «στους πολίτες, και ιδίως αυτούς (όπως ο προσφεύγων) κατά των οποίων γίνεται χρήση βίας που µπορεί να αποβεί θανατηφόρος, το απαιτούµενο επίπεδο εγγυήσεων και για να αποτρέψουν τον πραγµατικό και άµεσο κίνδυνο για τη ζωή που γνώριζαν ότι είναι πιθανόν να προκύψει, έστω και µόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις, σε αστυνοµικές επιχειρήσεις που περιλαµβάνουν καταδίωξη υπόπτων». Επιπλέον, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα και για το γεγονός ότι δεν διεξήγαγε αποτελεσματική έρευνα για το περιστατικό και επιδίκασε αποζημίωση 15.000 ευρώ στον παθόντα.
Η υπόθεση Σιδηρόπουλου-Παπακώστα
Η υπόθεση Μακαρατζή ήταν η δεσπόζουσα σε μια ομάδα υποθέσεων του ΕΔΔΑ οι οποίες αφορούν περιστατικά παράνομης βίας των ελληνικών διωκτικών αρχών και την αποτυχία τόσο των πειθαρχικών όσο και των δικαστικών διαδικασιών να τα διερευνήσουν αποτελεσματικά, με τρόπο που να συμβάλλει στην αποτροπή παρόμοιων περιστατικών. Σταδιακά, προστέθηκαν και άλλες υποθέσεις με πιο χαρακτηριστική, ίσως, σε σχέση όχι μόνο με την παράνομη βία καθαυτή αλλά και με το καθεστώς ασυλίας που επί της ουσίας στηλιτεύεται στις αποφάσεις αυτές, την Σιδηρόπουλου-Παπακώστα κατά Ελλάδας.
Τη νύχτα της 13ης Αυγούστου 2002, δύο αστυνομικοί συνέλαβαν τον δεκαεπτάχρονο τότε Γιώργο Σιδηρόπουλο και τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα Ασπροπύργου. Οδηγούσε μηχανή χωρίς άδεια κι όταν τον ρώτησαν αν ήταν δική του, τους απάντησε πως την είχε βρει σ’ ένα χωράφι.
Όσο τον ανέκριναν, ο αξιωματικός υπηρεσίας εμφανίστηκε κρατώντας μια μαύρη συσκευή. Την ακούμπησε στο στέρνο και κοντά στα γεννητικά όργανα του συλληφθέντα, ο οποίος ένιωσε ηλεκτρικό ρεύμα να τον διαπερνά κι ύστερα παράλυση.
Μετά από λίγη ώρα, άλλοι αστυνομικοί συνέλαβαν τον εικοσάχρονο τότε Γιάννη Παπακώστα, ο οποίος οδηγούσε μηχανή χωρίς δίπλωμα, και τον οδήγησαν στο ίδιο τμήμα.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας εμφάνισε πάλι τη συσκευή του και την ακούμπησε στην πλάτη και κοντά στα γεννητικά όργανα του συλληφθέντα. Εκείνος έπεσε στο πάτωμα με οξείς πόνους και δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 2018, το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) εκδίκασε την προσφυγή τους. Διαπίστωσε πως η Ελληνική Αστυνομία, στην Ένορκη Διοικητική Εξέταση που διεξήγαγε, θεώρησε πως ο εν λόγω αξιωματικός υπηρεσίας ευθυνόταν μόνο για την κατοχή ενός «φορητού πομπού-δέκτη», για τον οποίο δεν είχε την απαιτούμενη άδεια από το υπουργείο Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών. Του επέβαλε πρόστιμο 100 ευρώ και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο. Ως εκ τούτου, ο τότε αρχιφύλακας παρέμεινε στην υπηρεσία, προήχθη στον βαθμό του ανθυπαστυνόμου και αποστρατεύτηκε μετά από δικό του αίτημα, το 2010.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ακόμη ότι από την αρχή της προανάκρισης ως το τέλος της ποινικής δίκης σε δεύτερο βαθμό πέρασαν δώδεκα χρόνια. Τέλος, διαπίστωσε πως μολονότι η ελληνική Δικαιοσύνη έκρινε τον αυτοβούλως αποστρατευθέντα ανθυπαστυνόμο ένοχο για βασανιστήρια, τον καταδίκασε σε μια από τις ελαφρύτερες ποινές που ο νόμος τής επέτρεπε: πέντε χρόνια φυλάκισης, εξαγοράσιμα προς πέντε ευρώ την ημέρα. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική δυσχέρεια του αστυνομικού, του παρείχε τη διευκόλυνση να καταβάλει το ποσό σε τριανταέξι δόσεις.
Το ΕΔΔΑ, επιδικάζοντας 26.000 ευρώ ως αποζημίωση στο καθένα από τα θύματα, έκρινε πως «μία τέτοια ποινή δεν θα μπορούσε, ούτε να θεωρηθεί ως κατάλληλη, να αποτρέψει τον δράστη των γεγονότων ή άλλους Κρατικούς λειτουργούς να τελέσουν παρόμοια παραπτώματα, ούτε να θεωρηθεί ως δίκαιη από τα θύματα». Σχετικά με την αρχειοθετημένη ΕΔΕ, το δικαστήριο σημείωσε ότι ο αστυνομικός υπηρέτησε «για οκτώ έτη μετά τα εν λόγω γεγονότα, χωρίς να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του» και ότι εξαιτίας της διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, η ΕΔΕ δεν μπορούσε να επαναληφθεί μετά την καταδίκη του, όπως προβλέπει ο νόμος, ενώ ο αστυνομικός «έλαβε και προαγωγή, με όλες τις ηθικές και οικονομικές συνέπειες που αυτή συνεπάγεται». Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ έκρινε πως «η έλλειψη αυστηρότητας στην εφαρμογή του ποινικού και πειθαρχικού συστήματος, όπως εν προκειμένω, δεν αποτρέπει τις δυνάμεις ασφαλείας, να μην διαπράττουν έκνομες πράξεις, παρόμοιες με αυτές που κατήγγειλαν οι προσφεύγοντες».
Η επιτήρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης
Καθώς τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν δεσμευτεί να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ όχι μόνο ως προς τις αποζημιώσεις που επιδικάζονται αλλά και ως προς την βελτίωση της νομοθεσίας και των διοικητικών διαδικασιών που επισημαίνονται ως προβληματικές, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το αρμόδιο όργανο που απαρτίζεται από τους υπουργούς Εξωτερικών και επιτηρεί την εφαρμογή των αποφάσεων ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να εφαρμόσουν μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της παράνομης βίας.
Κάποια από αυτά τα μέτρα είχαν ήδη ληφθεί — λόγου χάρη, η παρωχημένη νομοθεσία για τη χρήση όπλων από την αστυνομία που είχε θεσπιστεί το 1943, επί γερμανικής κατοχής, και ήταν ακόμη σε ισχύ την εποχή της υπόθεσης Μακαρατζή, εκσυγχρονίστηκε το 2003. Κρίσιμα ζητήματα, ωστόσο, όπως αυτά που αφορούσαν τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας περί βασανιστηρίων και, κυρίως, τη θέσπιση αποτελεσματικού μηχανισμού διερεύνησης καταγγελιών που θα αντιμετώπιζε τη χρόνια ανεπάρκεια των εσωτερικών πειθαρχικών διαδικασιών, παρέμεναν εκκρεμή, γεγονός που έθεσε τις υποθέσεις της ομάδας Μακαρατζή σε «αυξημένη επιτήρηση», η οποία επιφυλάσσεται για περιπτώσεις συστημικών προβλημάτων που απαιτούν δομικές λύσεις.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, η Επιτροπή Υπουργών αποφάσισε να κλείσει κάποιες υποθέσεις της ομάδας Μακαρατζή, αποτιμώντας τα ατομικά μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως λόγου χάρη την εκταμίευση αποζημιώσεων. Σε σχέση με τα γενικά μέτρα, τα οποία σκοπό έχουν να αντιμετωπίσουν τα συστημικά προβλήματα, το σχετικό υπόμνημα επισημαίνει μια σειρά βελτιώσεις, όπως την θέσπιση του Μηχανισμού του Συνηγόρου του Πολίτη το 2016 και την ενίσχυσή του το 2020, τον νέο Πειθαρχικό Κώδικα του 2019, τη μεταρρύθμιση του νόμου περί βασανιστηρίων το 2020 κ.ά.
Επίσης, δίνει βάρος στη συγνώμη που εξέφρασε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τον περασμένο Μάρτιο, μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, προς τα θύματα της αστυνομικής βίας — κάτι που έχει αποτελέσει πάγιο αίτημα πολλών παθόντων και ιδιαίτερα όσων, λόγω παραγραφής, δεν μπορούσαν να στραφούν εκ νέου κατά των θυτών τους μετά τη δικαίωσή τους από το ΕΔΔΑ. Στο υπόμνημα επισημαίνεται, ακόμη, η υπόσχεση του πρωθυπουργού να ενισχυθεί η λογοδοσία της αστυνομίας.
Είναι λοιπόν αν μη τι άλλο ενδιαφέρον πως τη στιγμή που μια σειρά υποθέσεων κλείνει χάρη σε λογιζόμενες βελτιώσεις του ρυθμιστικού πλαισίου και στη δημόσια υπόσχεση του πρωθυπουργού στο κοινοβούλιο, σημειώνεται περιστατικό άσκησης θανατηφόρας βίας από αστυνομικούς με εντυπωσιακά παρόμοια χαρακτηριστικά με τη δεσπόζουσα υπόθεση που έκλεισε. Το εύλογο ερώτημα συνεπώς είναι αν οι βελτιώσεις αυτές, καθώς και οι υποσχέσεις, μεταφράζονται σε ουσιαστικές αλλαγές της συμπεριφοράς της αστυνομίας.
Η Επιτροπή Υπουργών, πάντως, δεν συνοδεύει το κλείσιμο των υποθέσεων και με άρση της «αυξημένης επιτήρησης». Τουναντίον, τη διατηρεί για νέα ομάδα υποθέσεων υπό την Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας και επισημαίνει ότι το κλείσιμο των υποθέσεων δεν «διαμορφώνει εκ των προτέρων την αποτίμηση των γενικών μέτρων που απαιτούνται για να εμποδιστεί η επανάληψη της κακομεταχείρισης από αστυνομικούς και η απουσία αποτελεσματικών ερευνών κακομεταχείρισης και θανάτων…».
Η ενδημική ατιμωρησία
Σε κάθε περίπτωση, οι υποθέσεις αστυνομικής βίας που φτάνουν να εκδικαστούν στο ΕΔΔΑ είναι σχετικά λίγες σε σχέση είτε με όσες καταγγελίες βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας είτε σε σύγκριση με όσα καταγράφονται στις περιοδικές εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας. Η αποτίμηση του προβλήματος ως συστημικού από την Επιτροπή Υπουργών, ωστόσο, σίγουρα υποστηρίζεται αν ανατρέξει κανείς στις σοβαρότερες υποθέσεις όπου έχουν εμπλακεί αστυνομικοί κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεν είναι λοιπόν παράλογο που μόνον η υπόσχεση του πρωθυπουργού και οι εξαγγελίες για πειθαρχική και ποινική διερεύνηση του υπουργείου και της εισαγγελίας δεν αρκούν για να δημιουργήσουν αίσθηση ασφάλειας ούτε ως προς τη διαλεύκανση της υπόθεσης του Περάματος ούτε ως προς το γενικότερο ζήτημα της παράνομης βίας της ΕΛ.ΑΣ. Οι καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της Ελλάδας, άλλωστε, ακριβώς αυτό αναδεικνύουν: πως πέραν από αυτά καθαυτά τα περιστατικά βίας, τόσο ο εσωτερικός πειθαρχικός έλεγχος — οι περίφημες ΕΔΕ — όσο και η ελληνική δικαιοσύνη συστηματικά αποτυγχάνουν να δράσουν με τρόπο που να διερευνά αποτελεσματικά και να αποδίδει ευθύνες για την αστυνομική αυθαιρεσία, δημιουργώντας μια ενδημική κουλτούρα ατιμωρησίας.
Στο Β΄ Μέρος θα εξετάσουμε πιο στενά τα προβλήματα των εσωτερικών πειθαρχικών διαδικασιών της ΕΛ.ΑΣ., καθώς και τις απόπειρες θέσπισης μηχανισμών ελέγχου που έχουν κάνει μέχρι σήμερα διαδοχικές κυβερνήσεις.