«Mετά το πέρας της πανδημίας, πρέπει να ασχοληθούμε με την ψυχική υγεία των εργαζομένων την περίοδο αυτή»
Η Λορέτα Μακόλεϊ, ακτιβίστρια και ιδρύτρια της Οργάνωσης Ενωμένων Γυναικών Αφρικής στην Αθήνα, σε μία συνέντευξη στο Solomon για τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην εργασιακή πραγματικότητα των γυναικών μεταναστριών στην Ελλάδα.
Η Λορέτα Μακόλεϊ έχει ένα χαρακτηριστικό που την διακρίνει: θα σου μιλήσει, ακόμη και για τα πιο δύσκολα, πάντα χαμογελαστή.
Ακτιβίστρια και ιδρύτρια της Οργάνωσης Ενωμένων Γυναικών Αφρικής (United African Women) γεννήθηκε στη Σιέρα Λεόνε, και ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών. Σκοπός της, όπως μας είπε όταν την συναντήσαμε, ήταν να πάει στην Αμερική ή την Αγγλία, αλλά «κόλλησε» εδώ λόγω των δυσκολιών στην έκδοση της άδειας παραμονής της, και σήμερα μετράει 37 χρόνια ζωής στην Ελλάδα.
Η ίδια έχει βιώσει την αγωνία, τον φόβο και την αβεβαιότητα του να ζεις και να εργάζεσαι σε μία χώρα, ουσιαστικά ούσα αόρατη, καθώς χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια για να καταφέρει να αποκτήσει την άδεια παραμονής της.
«Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα δούλεψα σαν οικιακή βοηθός, μένοντας στα σπίτια των εργοδοτών μου. Χωρίς την άδεια παραμονής νιώθεις ένα τίποτα. Είναι σα να ζεις στο πουθενά, αφού και να πάθεις κάτι, το κράτος δεν αναγνωρίζει καν την ύπαρξή σου».
Με το ξέσπασμα της πανδημίας, η οργάνωσή της κλήθηκε να σταθεί στο πλευρό των γυναικών που βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις και δεδομένα που δυσχέρηναν μία ούτως ή άλλως δύσκολη πραγματικότητα.
Την συναντήσαμε σε έναν από τους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους στο κέντρο της Αθήνας, όπου οι δράσεις των Ενωμένων Γυναικών Αφρικής βρίσκουν στέγη εδώ και λίγο καιρό, καθώς, η πανδημία τους ανάγκασε να αφήσουν τον χώρο που νοίκιαζαν.
Μιλήσαμε μαζί της για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην εργασιακή πραγματικότητα των γυναικών μεταναστριών, τη χρονοβόρα και αβέβαιη διαδικασία χορήγησης άδειας παραμονής, την ανασφάλιστη και σε συνθήκες εκμετάλλευσης εργασία, και την έμφυλη βία, που αποτέλεσαν την σκιά της πανδημίας που έπεσε πάνω στις γυναίκες εργάτριες μετανάστριες.
Η πανδημία υπήρξε μία πρωτόγνωρη συνθήκη για όλο τον κόσμο, επηρέασε ωστόσο ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς. Ποια είναι η εικόνα που έχετε σχετικά με το πως βίωσαν οι γυναίκες μετανάστριες εργάτριες την πανδημία στην Ελλάδα;
Η εργασιακή πραγματικότητα σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολη για όλους. Όσοι έχασαν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια των λοκνταουν, δυσκολεύονται ακόμα να βρουν νέα απασχόληση. Και δυστυχώς, για άλλη μια φορά, οι γυναίκες επηρεάστηκαν περισσότερο από όλους από αυτή την κατάσταση.
Οι μετανάστριες εργάτριες, στην πλειονότητα τους ανασφάλιστες, έμειναν αποκλεισμένες από κάθε βοήθεια του κράτους και τα επιδόματα αναστολής εργασίας. Αυτή, βέβαια, ήταν και η πραγματικότητα για πολλούς Έλληνες εργαζόμενους.
Οι γυναίκες που συνέχισαν να δουλεύουν, κάθε φορά που πήγαιναν στη δουλειά τους, κινδύνευαν. Κι αυτό γιατί δεν είχαν το πιστοποιητικό εργασίας που θα τους επέτρεπε να δικαιολογήσουν τη μετακίνησή τους κατά την περίοδο της καραντίνας. Κάποιες από αυτές ρίσκαραν κάθε φορά με κίνδυνο να πληρώσουν πρόστιμο ή να συλληφθούν, ενώ κάποιες άλλες αναγκάστηκαν να σταματήσουν να εργάζονται.
Φανταστείτε πόσο ψυχοφθόρο ήταν αυτό, αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Τα λοκνταουν θύμισαν εποχές που οι μετανάστες έπρεπε να κρυφτούν στα σπίτια τους, εξαιτίας του φόβου της σύλληψης. Αυτοί που δεν έχουν άδεια παραμονής ήταν και συνεχίζουν να είναι εντελώς αποκλεισμένοι. Δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Τι ίσχυε πριν την πανδημία; Ποιες είναι οι προκλήσεις με τις οποίες ανέκαθεν βρίσκονταν αντιμέτωποι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στη χώρα, και ειδικότερα οι γυναίκες;
Η πραγματικότητα για έναν μετανάστη ή πρόσφυγα στην Ελλάδα είναι κοινή. Στην αρχή, το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η γλώσσα και η εύρεση εργασίας. Όταν ήρθα εγώ, βέβαια, ήταν πολύ πιο εύκολο να βρεις μια δουλειά από ότι τώρα. Αφότου εγκατασταθείς, το μεγαλύτερο πρόβλημα γίνεται η απόκτηση της άδειας παραμονής. Μια διαδικασία που πραγματικά πρέπει να κυνηγήσεις.
Για τις γυναίκες που έρχονται από την Αφρική, αλλά κι από οποιαδήποτε άλλη χώρα, οι συνθήκες είναι πραγματικά δύσκολες. Βρίσκεσαι μακριά από την πατρίδα σου, το οικείο σου περιβάλλον και έχεις να αντιμετωπίσεις και τον ρατσισμό.
Οι γυναίκες μετανάστριες από την Αφρική εργάζονται ως επί το πλείστον ως οικιακές βοηθοί ή καθαρίστριες σε σπίτια ή σε χώρους εστίασης. Οι γυναίκες που εργαστήκαμε ως οικιακές βοηθοί και αυτές που συνεχίζουν, έχουμε όλες νιώσει να μην σε σέβονται, να σε θεωρούν ένα τίποτα. Υπάρχουν βέβαια και οι οικογένειες που σε κάνουν να νιώθεις μέλος τους.
Δυστυχώς, είναι πολλές οι γυναίκες με πανεπιστημιακή εκπαίδευση που έχουν πάρει άσυλο εδώ για πολιτικούς λόγους και δεν τους αναγνωρίζονται τα πτυχία τους, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση. Οι περισσότερες γυναίκες δεν καταφέρνουν να βρεθούν σε άλλα εργασιακά περιβάλλοντα, πέρα από αυτά που σας ανέφερα.
Άρα, λοιπόν, η πανδημία επιδείνωσε μία ούτως ή άλλως δύσκολη κατάσταση, και έφερε τις κοινότητες των προσφύγων και μεταναστών αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις. Τι είδατε να αλλάζει στην καθημερινότητα και την εργασιακή πραγματικότητα των γυναικών μεταναστριών;
Ήταν αρκετά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στους μετανάστες κατά τη διάρκεια του περιορισμού μετακίνησης, κάτι που προκαλούσε περαιτέρω φόβο και αγωνία στις μεταξύ τους κοινότητες. Κάποιες γυναίκες σταμάτησαν τη δουλειά τους εξαιτίας αυτού.
Είχαμε, επομένως, να διαχειριστούμε επιπλέον τέτοια ζητήματα σε καθημερινή βάση.
Οι περισσότερες εργαζόμενες σε σπίτια έμειναν άνεργες, αφού πλέον η δουλειά τους έγινε μη αναγκαία. Φυσικά, δεν υπήρχε καμία βοήθεια από το κράτος δεδομένου ότι ήταν ανασφάλιστες, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα. Κάποιες έμειναν απλήρωτες λόγω της κατάστασης, και φοβούνταν ακόμα και να ζητήσουν τα δεδουλευμένα τους. Πολλοί δεν σε πληρώνουν, δεν σε ασφαλίζουν και εννοείται δεν έχεις τη δυνατότητα να μιλήσεις για αυτό ή ακόμα και να το καταγγείλεις, γιατί υπάρχει πάντα ο φόβος της απέλασης.
Κάποια στιγμή, μετά το πέρας της πανδημίας, πρέπει να ασχοληθούμε με την ψυχική υγεία των εργαζομένων την περίοδο αυτή.
Επιπλέον, όσες γυναίκες συνέχισαν να δουλεύουν, κυρίως στην φροντίδα ηλικιωμένων, έρχονταν αντιμέτωπες με συχνά ρατσιστικές συμπεριφορές. Έγινε αυτονόητο πως θα κατηγορηθούν πως μεταφέρουν τον ιό. Βίωσαν ―και συνεχίζουν να βιώνουν μέχρι και σήμερα― επιπλέον ρατσισμό τόσο στην εργασία τους όσο και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, καθώς πολλοί είναι αυτοί που επιτίθενται στους μετανάστες κατηγορόντας τους πως διασπείρουν τον ιό. Θεωρούν πως λόγω του σκούρου δέρματος μεταφέρουμε τον ιό ή άλλες αρρώστιες.
Είναι αστείο, αλλά υπάρχουν ρατσιστές που υποστηρίζουν πως καλύτερα να κολλήσεις τον ιό από κάποιον λευκού χρώματος, παρά από ένα σκουρόχρωμο.
Οι γυναίκες που διατηρούσαν τις δικές τους μικροεπιχειρήσεις, όπως hair salons και mini markets, ήταν σε διαφορετικό καθεστώς, αλλά φυσικά και αυτές αντιμετώπισαν δυσκολίες λόγω της πανδημίας.
Και φυσικά, μια άλλη πλευρά της πανδημίας αφορά και τις μετανάστριες μητέρες, οι οποίες έμειναν άνεργες. Κυρίως αυτές που είναι στη χώρα χωρίς άδεια παραμονής ―που είναι πολλές― δεν είχαν καμία βοήθεια, ενώ τα παιδιά τους δεν πάνε ούτε σχολείο.
Παρά την κρίση της πανδημίας, σε πάρα πολλές περιπτώσεις είδαμε την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων να λειτουργεί σαν αντίδοτο. Με ποιον τρόπο προσπαθήσατε εσείς σαν Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής να διαχειριστείτε τα προβλήματα της κοινότητάς σας;
Ως Οργάνωση προσπαθήσαμε μέσω Zoom ή άλλων ψηφιακών μέσων να ενημερώνουμε τις γυναίκες για το τι συμβαίνει με την Covid-19, ποιές είναι οι εξελίξεις στη χώρα, και ό,τι άλλο είναι χρήσιμο και απαραίτητο να γνωρίζουν. Κυρίως, θέλαμε να δυναμώσουμε την κοινότητα και να μην αφήσουμε να απομονωθεί καμιά.
Επίσης, μαζί με άλλες γυναικείες οργανώσεις προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε προσφέροντας τρόφιμα και φάρμακα σε γυναίκες που ήταν μόνες με τα παιδιά τους, και βοηθήσαμε όσες δεν είχαν Α.Μ.Κ.Α να πάνε στο νοσοκομείο. Οι γυναικείες οργανώσεις στην Ελλάδα έχουν μια πολύ δυνατή σχέση μεταξύ τους, είναι αλληλέγγυες.
Γνωρίζω περιπτώσεις γυναικών που διώχθηκαν από το σπίτι τους, γιατί δεν είχαν να πληρώσουν το ενοίκιό τους. Η στέγαση και η ανεργία είναι σοβαρά ζητήματα στη ζωή των γυναικών μεταναστριών. Πολλοί μετανάστες πέρασαν την καραντίνα σε ένα διαμέρισμα με πολλά άτομα. Οι συνθήκες διαβίωσης στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Αναγνωρίζω βέβαια ότι είναι το ίδιο και για τους άνδρες, απλώς εμένα η δουλειά μου είναι επικεντρωμένη στις γυναίκες.
Ακόμα και ο κωδικός 6, για σωματική άσκηση σε εξωτερικό χώρο, δεν ήταν κάτι αυτονόητο για όλους. Για κάποιους ήταν προνόμιο. Πολλές γυναίκες παρέμεναν για μέρες κλεισμένες στα διαμερίσματα τους, βγαίνοντας έξω μόνο για τις αναγκαίες μετακινήσεις, πάντα υπό τον φόβο και ρισκάροντας. Αυτό συνετέλεσε στην περαιτέρω κοινωνική απομόνωση και επηρέασε την ψυχική υγεία πολλών γυναικών.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας είδαμε τα περιστατικά ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας να αυξάνονται και τις καταγγελίες γυναικών που βρέθηκαν εγκλωβισμένες στα σπίτια τους να πληθαίνουν. Ποια είναι η εικόνα που έχετε εσείς;
Είναι γεγονός ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας αυξήθηκαν κατά πολύ. Κι αυτή υπήρξε μια πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα κατά την πανδημία. Η Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής από την αρχή της πανδημίας μέχρι και σήμερα δέχεται τηλεφωνήματα για να βοηθήσει τέτοια περιστατικά. Είναι πολύ δύσκολο όμως.
Τα θύματα δεν μπορούν να καταγγείλουν τον κακοποιητή τους στις Αρχές καθώς ο φόβος για την μη άδεια παραμονής υπερισχύει. Η ζωή μιας γυναίκας ―χωρίς άδεια παραμονής― με έναν βίαιο άνδρα στο σπίτι είναι ένας εφιάλτης.
Προσωπικά, έχω φιλοξενήσει πολλές γυναίκες στο σπίτι μου βοηθώντας έστω προσωρινά. Αυτό που κάνει η Οργάνωση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να επικοινωνεί με τις φεμινιστικές οργανώσεις στην Αθήνα και να βρίσκεται κάποιος ξενώνας φιλοξενίας, καθώς και να παρέχεται ψυχολογική υποστήριξη.
Πείτε μας λίγα λόγια και για την ευρύτερη δράση της Οργάνωσης Ενωμένων Γυναικών Αφρικής. Μετράει πολλά χρόνια ζωής και δημιουργήθηκε από γυναίκες για τις γυναίκες. Πώς οδηγηθήκατε στη δημιουργία της;
Η Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής ξεκίνησε το 2005 και είναι απόρροια και κομμάτι του γυναικείου κινήματος της Αθήνας.
Όταν έχασα την άδεια παραμονής μου —μια διαδικασία γεμάτη εμπόδια— ήμουν τόσο απελπισμένη. Κάποια στιγμή αναλογίστηκα πως, σε αυτή τη χώρα, δεν είμαι εγκληματίας, είμαι εργαζόμενη. Σκέφτηκα, γιατί να έχω πάντα αυτόν τον φόβο για την αστυνομία, πάντα να φοβάμαι και να κρύβομαι; Ξέρετε, είχα και την προϊστορία στη χώρα μου, όπου όποιος μαχόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλειά του. Αποφάσισα λοιπόν να βγω έξω και να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου και να μην περιμένω μέχρι να με απελάσουν, και να φτάσω τότε να ζητήσω βοήθεια.
Συνάντησα μία γυναίκα ακτιβίστρια, μετανάστρια από την Αλβανία, και με σύστησε σε γυναικείες οργανώσεις της Αθήνας. Μετά από διάφορες εκδηλώσεις όλων αυτών των γυναικείων οργανώσεων όπου συμμετείχα, κατάλαβα πως, αν δεν μιλήσω για τα προβλήματα μου, πώς θα μάθουν οι άλλοι γι’ αυτά; Και δεν ήταν κάτι που αφορούσε μόνο εμένα, αλλά όλες τις γυναίκες μετανάστριες από την Αφρική, που κι αυτές με τη σειρά τους δυσκολεύονταν να μιλήσουν γι’ αυτά που τους συμβαίνουν.
Αυτός ο φόβος είναι ο καθρέφτης του βιώματος του μετανάστη που έρχεται από μία δικτατορική χώρα. Και το να ζεις με αυτό το φόβο, να είσαι κοινωνικά αποκλεισμένος ή μη ενταγμένος στην ελληνική ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνία, σε κάνει να μην γνωρίζεις τα δικαιώματά σου.
Κάλεσα, λοιπόν, γυναίκες από την Αφρική να μοιραστούν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους και να ενωθούμε, ώστε να παλέψουμε για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Η ανάγκη δημιουργίας ενός ασφαλούς χώρου ήταν ο πρωταρχικός λόγος της δημιουργίας της Οργάνωσης.
Οι δυσκολίες με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες οι γυναίκες εργάτριες μετανάστριες, και για τις οποίες μας μιλήσατε, αποτελούν και δικά σας προσωπικά βιώματα. Κλείνοντας, τι σας έχει μείνει από τα χρόνια εκείνα που δουλεύατε ως οικιακή βοηθός;
Έχω δύο προσωπικές ιστορίες που αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα για να καταλάβει κάποιος τις διαφορετικές όψεις της κοινωνίας, και το πως βιώνουν —και βίωσα και εγώ η ίδια— τη δουλειά στην Ελλάδα ως οικιακή βοηθός.
Θυμάμαι, εργαζόμουν σε ένα σπίτι μιας αρκετά πλούσιας οικογένειας που δεν μου φερόταν καλά. Μου είχαν βάλει ένα ράντζο στο χώρο που κρατούσαν τα βαρέλια με το κρασί. Κατέληξα να γίνω αλκοολική, αφού κάθε βράδυ έπινα στεναχωρημένη. Με το που τελείωνα τη δουλειά, έκανα πάρτι μόνη μου. Ακούγεται μια αστεία ιστορία, αλλά ειλικρινά αναρωτιόμουν πως έγινε και κατέληξα έτσι. Ήθελα να φύγω από τη Σιέρα Λεόνε και τις αντιξοότητες εκεί, τα βάσανα που βιώνει κάποιος σε μια χώρα υπό δικτατορία. Αλλά και εδώ, είδα πως είναι να αντιμετωπίζεσαι σα να είσαι εγκληματίας.
Από την άλλη, δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την οικογένεια που πραγματικά με έκανε να αισθανθώ μέλος της. Φανταστείτε, μοιραζόμασταν τις δουλειές! Με ρωτούσαν ακόμα και αν έχω και κάποια προτίμηση στο φαγητό της ημέρας. Επίσης, τότε, δεν υπήρχε η Western Union και η Moneygram, ώστε να στέλνεις χρήματα στους δικούς σου πίσω στην πατρίδα. Αυτή η οικογένεια, λοιπόν, έστελνε τα χρήματά μου μέσω μιας φίλης τους που ζούσε στην Γερμανία. Με βοήθησαν σε όλα τα επίπεδα. Είμαστε ακόμα φίλοι.
Τώρα, μπορώ να πω πως έμαθα πολλά από τόσες εμπειρίες που είχα σε αυτή τη δουλειά. Μπήκα στα σπίτια των Ελλήνων, έμαθα την κουλτούρα τους, κατάλαβα ποιοί είναι. Έζησα με τους ρατσιστές, αλλά και με αυτούς που ήθελαν να σε βοηθήσουν. Τους αλληλέγγυους.
Η συνέντευξη δημοσιεύεται στα πλαίσια της πολύμηνης δημοσιογραφικής έρευνας «Μετανάστευση και εργασία στην Ελλάδα τον καιρό του κορονοϊού» του Solomon, που υποστηρίζεται από το Rosa Luxemburg Stiftung – Office in Greece.
Είναι, επίσης, μέρος του Solomon media lab 2020-2021 με την υποστήριξη του Faces of Migration.