Ένας στους δέκα ανθρώπους στην Ευρώπη κρυώνει μέσα στο σπίτι του τον χειμώνα. Στην Ελλάδα, το ποσοστό είναι διπλάσιο: δύο στους δέκα. Ενώ η Δυτική Ελλάδα κατατάσσεται, πανευρωπαϊκά, ως η περιοχή με τα πιο κρύα σπίτια.
H Κωνσταντίνα, 30 χρονών, ζει και εργάζεται στην Πάτρα τα τελευταία πέντε χρόνια. Πρόσφατα χρειάστηκε να μετακομίσει σε άλλο σπίτι γιατί το προηγούμενο, όπως λέει η ίδια, ήταν «εξαιρετικά κρύο το χειμώνα και εξαιρετικά ζεστό το καλοκαίρι».
Το σπίτι ήταν στο κέντρο της Πάτρας, ένα ρετιρέ μόλις 45 τετραγωνικών στην κορυφή μίας εξαώροφης πολυκατοικίας, κατασκευής της δεκαετίας του ‘70. Στο κτίριο έμεναν κυρίως οικογένειες και ηλικιωμένοι. Αλλά η πολυκατοικία, εδώ και χρόνια, δεν είχε κεντρική θέρμανση.
Για να θερμάνει το σπίτι της, η Κωνσταντίνα χρησιμοποιούσε ένα κλιματιστικό και θερμοπομπούς. Παρότι το διαμέρισμα ήταν μικρό, ήταν σχεδόν αδύνατο να το κρατήσει ζεστό. Τις ημέρες που έκανε πολύ κρύο, αναγκαζόταν να φύγει από το σπίτι – την φιλοξενούσαν φίλες της.
Πολλές ημέρες ξυπνούσε με πονοκεφάλους, ενώ για να πάει το πρωί στη δουλειά χρειαζόταν να στεγνώσει προηγουμένως τα ρούχα της, που ήταν νωπά από την υγρασία. Αφού, λοιπόν, το να βρει ένα σπίτι με κεντρική θέρμανση ήταν σχεδόν αδύνατο, η Κωνσταντίνα έψαχνε ένα διαμέρισμα που να μην είναι τουλάχιστον τόσο εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, και άρα να έχει μικρότερες απώλειες.
«Είναι κάτι που συζητάμε μεταξύ μας. Ότι έχουμε φτάσει τα τριάντα και δεν μπορούμε καν να εξασφαλίσουμε ένα σπίτι με θέρμανση για τον εαυτό μας», λέει στο Solomon.
47 εκατ. άνθρωποι κρυώνουν στην Ευρώπη
Η περίπτωση της Κωνσταντίνας δεν αποτελεί εξαίρεση, όπως προκύπτει από τη νέα έρευνα του Solomon σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο δημοσιογραφίας Correctiv.Europe.
Σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Eurostat, από το 2021 το ποσοστό των ανθρώπων που αδυνατούν να θερμάνουν τα σπίτια τους, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, παρουσιάζει αύξηση σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Συγκεκριμένα, η έρευνα δείχνει πως:
Ένας στους δέκα πολίτες στην ΕΕ, την Ελβετία, και τη Νορβηγία ζει σε σπίτι που δεν είναι επαρκώς ζεστό τους χειμερινούς μήνες. Το ποσοστό ανταποκρίνεται σε περισσότερους από 47 εκατ. ανθρώπους, δραματικά αυξημένο σε σύγκριση με το 2021, όταν αφορούσε περίπου 31 εκατ. ανθρώπους.
Τα σπίτια σε χώρες του ευρωπαϊκου νότου, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Βουλγαρία, είναι τα πιο κρύα της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό όσων κρυώνουν στα σπίτια τους τον χειμώνα είναι σχεδόν διπλάσιο από το ευρωπαϊκό: δύο στους δέκα, ή πιο συγκεκριμένα, 2 εκατ. πολίτες.
Η Δυτική Ελλάδα είναι η περιοχή με τα πιο κρύα σπίτια σε όλη την Ευρώπη: πιο κρύα ακόμα και από εκείνα εντός του αρκτικού κύκλου. Tο 2023, το 30.3% του πληθυσμού στη Δυτική Ελλάδα δήλωνε ότι κρυώνει στο σπίτι του τον χειμώνα. Την τριάδα, στην Ελλάδα, συμπληρώνουν Πελοπόννησος (21.5%) και Αττική (20.9%).
«Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η ενεργειακή φτώχεια συνδέεται με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, και σχετίζεται με αναπνευστικές παθήσεις, όπως βρογχίτιδα, άσθμα και πνευμονία», λέει στο Solomon ο Ηλίας Κυριόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Δημόσιας Υγείας στο βρετανικό πανεπιστήμιο London School of Economics (LSE).
Ο καθηγητής υπογραμμίζει την έλλειψη συγκεκριμένων δεδομένων για το ζήτημα στην Ελλάδα, καθώς —σε αντίθεση με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η παχυσαρκία ή το κάπνισμα— «δεν γίνεται συστηματική καταγραφή των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία».
Ο κ. Κυριόπουλος συμπληρώνει πως η ενεργειακή φτώχεια επηρεάζει και το καρδιαγγειακό σύστημα, με την έκθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες στο σπίτι να αυξάνει τον κίνδυνο εμφραγμάτων, εγκεφαλικών επεισοδίων, και επιδείνωσης της αρτηριακής πίεσης.
«Εξίσου σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία», εξηγεί. «Η αβεβαιότητα για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μπορεί να προκαλέσει άγχος, στρες και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και κατάθλιψη».
Η περίπτωση της Δυτικής Ελλάδας
Το 2024, η μέση θερμοκρασία που κατέγραψαν οι μετεωρολογικοί σταθμοί της Πάτρας ήταν 16.8°C, του Πύργου Ηλείας 20.2°C, του Αγρινίου 19.3°C, και των Καλαβρύτων 14.4°C, αντίστοιχα.
Και οι τρεις περιοχές υπάγονται στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, όπου οι χειμώνες είναι γενικά ήπιοι. Παρόλα αυτά, το 2023 δεν ήταν η μόνη χρονιά που οι κάτοικοι της συγκεκριμένης περιφέρειας δυσκολεύτηκαν να ζεστάνουν τα σπίτια τους.
Η περιοχή παρουσιάζει μία σταθερή τάση, τουλάχιστον από το 2021 και μετά. Μάλιστα, το ποσοστό του 2023 για τη Δυτική Ελλάδα (30.3%) φαίνεται μικρό μπροστά στο αντίστοιχο του 2021, που αγγίζει το 40.6% του συνολικού πληθυσμού.
Τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά εμφανίζονται να πλήττονται ιδιαίτερα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), έξι στα δέκα από τα νοικοκυριά που καταγράφονται ως «φτωχά» στην Δυτική Ελλάδα δεν είχε ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα του 2022 (59%). Το ίδιο έτος, η Δυτική Ελλάδα ήταν η τρίτη κατά σειρά Περιφέρεια σε χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.
Παρότι οι τιμές των ενοικίων στην Αχαΐα από το 2019 και μετά παρουσιάζουν σταθερά αύξηση, η Ιωάννα Κοπανιτσάνου, μεσίτρια δεύτερης γενιάς στην Πάτρα, επιβεβαιώνει στο Solomon πως, όπως και στην περίπτωση της Κωνσταντίνας, ελάχιστα σπίτια παρέχουν κεντρική θέρμανση.
Σχεδόν επτά στις δέκα πολυκατοικίες δεν βάζουν πετρέλαιο το χειμώνα, λέει η κ. Κοπανιτσάνου.
Ακόμα και αν υπάρχει δυνατότητα αυτόνομης θέρμανσης, εξηγεί, οι ένοικοι ενός διαμερίσματος δεν θα την επιλέξουν, γιατί είναι ασύμφορο αν δεν ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. «Είναι σα να είμαστε δύο άτομα και να παίρνουμε ένα μεγάλο φορτηγό για να ανεβούμε στην Αθήνα».
Σχεδόν επτά στις δέκα πολυκατοικίες δεν βάζουν πετρέλαιο το χειμώνα, λέει η κ. Κοπανιτσάνου.
Ακόμα και αν υπάρχει δυνατότητα αυτόνομης θέρμανσης, εξηγεί, οι ένοικοι ενός διαμερίσματος δεν θα την επιλέξουν, γιατί είναι ασύμφορο αν δεν ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. «Είναι σα να είμαστε δύο άτομα και να παίρνουμε ένα μεγάλο φορτηγό για να ανεβούμε στην Αθήνα».
Η κατάσταση αυτή είναι πλέον ορατή στο κέντρο της Πάτρας, όπου τα περισσότερα κτίρια έχουν μικτή χρήση—λειτουργούν ταυτόχρονα ως γραφεία και φοιτητικές κατοικίες. Αυτό σημαίνει ότι, συχνά, οι ένοικοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό ωράριο θέρμανσης.
Σε συνδυασμό με την αυξημένη τιμή του πετρελαίου και τα χαμηλά εισοδήματα, η επαρκής θέρμανση καθίσταται για πολλούς ενοίκους απαγορευτική. Πολλοί στρέφονται στα τζάκια, με αποτέλεσμα, λέει η κ. Κοπανιτσάνου, «τις κρύες μέρες η κατάσταση, κυρίως εκτός κέντρου, να είναι αποπνικτική».
Ο περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας, Νεκτάριος Φαρμάκης, απάντησε στις ερωτήσεις του Solomon για την ιδιότυπη «πρωτιά» που καταλαμβάνει η περιφέρειά του, επισημαίνοντας πως «αν και η επαρκής θέρμανση ενός νοικοκυριού που περιγράφεται στην εν λόγω έρευνα, είναι μόνο ένας δείκτης του ευρύτερου προβλήματος, η ενεργειακή ένδεια αποτελεί ένα υπαρκτό και πολυετές ζήτημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία της Δυτικής Ελλάδας».
Ο κ. Φαρμάκης αναφέρθηκε σε τρεις πρωτοβουλίες που έχει λάβει η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, για την αντιμετώπιση του ζητήματος, με την ενεργειακή αναβάθμιση πάνω από 700 κατοικιών μεταξύ 2019-2024, την κατασκευή δικτύων φυσικού αερίου σε Πάτρα, Πύργο και Αγρίνιο, καθώς και τη δημιουργία επτά ενεργειακών κοινοτήτων, «με στόχο τη δημιουργία ενός μεγάλου ενεργειακού πάρκου, προκειμένου να απαλλαχθούν δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας από το δυσβάστακτο ενεργειακό κόστος».
Αναλυτικά τις απαντήσεις του κ. Φαρμάκη μπορείτε να βρείτε εδώ.
Όπως διαπιστώνεται, οι ορεινοί πληθυσμοί «επιβαρύνονται με ιδιαίτερα αυξημένο κόστος για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών». Μια ενδεικτική κατοικία σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, για παράδειγμα, χρειάζεται 83% περισσότερη ενέργεια σε σύγκριση με μια κατοικία στο επίπεδο της θάλασσας.
Στις ορεινές περιοχές της Ηπείρου και των Αγράφων, που επισκέφτηκε το Solomon, οι κάτοικοι που αδυνατούν να εξασφαλίσουν κεντρική θέρμανση καταφεύγουν σε μια παραδοσιακή λύση για να κρατήσουν τα σπίτια τους ζεστά: καυσόξυλα.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σημειώνει πως έχει αυξηθεί σημαντικά ο προϋπολογισμός που διατίθεται στις αρμόδιες υπηρεσίες των περιφερειών για υλοτόμηση, με σκοπό την κάλυψη των ατομικών αναγκών των κατοίκων: από 1,1 εκατ. ευρώ το 2015 στα 4,5 εκατ. ευρώ το 2022.
Συχνά, όμως, για να καλύψουν τις ανάγκες τους, οι κάτοικοι αξιοποιούν τη γνώση της περιοχής που έχουν από παιδιά.
Σε χωριά του δήμου Αγράφων, κάτοικοι είπαν στο Solomon πως μαζεύουν τους κορμούς δέντρων που ξεβράζει σε συγκεκριμένα σημεία το ποτάμι. Έχουν χαμηλότερη ποιότητα καύσης σε σχέση με τα καυσόξυλα, εξήγησαν, αλλά παραμένουν μια λύση—και δωρεάν.
Σε πυκνότερα κατοικημένες περιοχές, η λύση αυτή δημιουργεί προβλήματα. Τα τοπικά Μέσα αναδεικνύουν το ζήτημα της αιθαλομίχλης «που πνίγει τα Ιωάννινα» και τις καταγραφές αιωρούμενων μικροσωματιδίων που φτάνουν έως και τα 171 μικρογραμμάρια, με ανώτατο όριο τα 50.
Σε μια διαδικτυακή συλλογή υπογραφών, υποστηρίζεται πως η αιθαλομίχλη δημιουργείται από την καύση κάθε είδους ξύλων στα τζάκια της πόλης, συμπεριλαμβανομένων ακατάλληλων ξύλων ή ξύλων με χρώματα ή χημικά.
Οι σχολιαστές αντιτείνουν πως, στο επίπεδο που βρίσκονται πλέον οι τιμές πετρελαίου θέρμανσης, οι πολίτες καταφεύγουν σε οποιαδήποτε λύση.
Οι τρεις παράγοντες
Τι σημαίνει όμως η ίδια η έννοια της «ενεργειακής φτώχειας»; Ο επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο LSE, Ηλίας Κυριόπουλος, επισημαίνει πως υπάρχουν τρεις παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σχετικά.
«Ο πρώτος είναι τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών, ο δεύτερος οι ενεργειακές ανάγκες (όπως το πόσο ενεργειακά αποδοτικό είναι ένα κτίριο), και ο τρίτος οι τιμές της ενέργειας», εξηγεί.
«Άρα, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα», συμπληρώνει, «πρέπει να εστιάσουμε σε αυτούς τους τρεις τομείς: πώς θα αυξηθούν τα εισοδήματα, πώς θα βελτιωθεί η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, και ποιες είναι οι πολιτικές διαμόρφωσης των τιμών της ενέργειας».
Εκτίναξη των τιμών ενέργειας
Την τριετία 2020-2022 τα εισοδήματα στην Ελλάδα αυξήθηκαν, τόσο για τα «φτωχά», όσο και για τα «μη φτωχά» νοικοκυριά. Η αύξηση, ωστόσο, δεν μεταφράστηκε σε πιο ζεστά σπίτια τον χειμώνα – αντιθέτως, τα νοικοκυριά που αδυνατούσαν να θερμάνουν τα σπίτια τους αυξήθηκαν.
Σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), αυτό αποτελεί ένδειξη ότι «η αύξηση των εισοδημάτων δεν επαρκεί, ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση στις τιμές της ενέργειας ή/και των λοιπών αγαθών πρώτης ανάγκης, περισσότερο στα φτωχά νοικοκυριά και λιγότερο στα υπόλοιπα».
Τα δεδομένα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας είναι αποκαλυπτικά ως προς την εκτίναξη της μέσης ετήσιας τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας τα τελευταία χρόνια.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, η εκτίναξη των τιμών στην ενέργεια παρουσιάζεται ως επίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αφενός, όμως, όπως αναφέρεται σε επεξηγηματικό άρθρο της διαΝΕΟσις, ενός think tank που έχει διερευνήσει την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα, «η αλήθεια όμως είναι ότι, αν και ο πόλεμος σαφώς την ενίσχυσε και την επιμήκυνε, οι τιμές της ενέργειας είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά πολύ πριν από την έναρξη του πολέμου».
Αφετέρου, η σύγκριση της πορείας της τιμής της ενέργειας στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, υποδεικνύει δυσανάλογη αύξηση.
«Εξοικονομώ» και «Σχέδιο Δράσης»
Τι απώλεια ενέργειας υπάρχει στα σπίτια;
Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στην Ελλάδα δήλωσε πως διαθέτει διπλά τζάμια (64%), με μια διαφορά να εντοπίζεται μεταξύ «φτωχού» (58%) και «μη φτωχού» (65.4%) πληθυσμού. Μεγαλύτερη είναι η διαφορά ως προς το εάν διαθέτουν «επαρκές σύστημα θέρμανσης και θερμομόνωση»: διαθέτει 76% του «μη φτωχού» πληθυσμού, έναντι μόλις 53% του «φτωχού» πληθυσμού.
Με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ», η κυβέρνηση επιδοτεί παρεμβάσεις με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αυτονομία των νοικοκυριών. Η συνολική επένδυση, αναφέρεται, «θα συμβάλει στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην ενεργειακή ανακαίνιση κατ’ ελάχιστον 11.500 κατοικιών έως το 2025».
Παράλληλα, δάνεια για εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης παρέχει το «Αναβαθμίζω το σπίτι μου».
Το Solomon απηύθυνε ερωτήματα στο υπουργείο Περιβάλλοντος, γνωστοποιώντας τα ευρήματα της διασυνοριακής έρευνας και ζητώντας μεταξύ άλλων να πληροφορηθεί πώς θα επιτευχθούν οι άνωθι στόχοι, την στιγμή που από το 2019 τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν σταθερά αύξηση και όχι μείωση όσων πλήττονται από την ενεργειακή φτώχεια.
Το υπουργείο δεν απάντησε στα ερωτήματά μας έως και τη δημοσίευση του ρεπορτάζ.
Οι κίνδυνοι για τα παιδιά
Ο καθηγητής στο LSE Ηλίας Κυριόπουλος επισημαίνει πως οικογένειες σε κατάσταση ενεργειακής φτώχειας «συχνά καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη θέρμανση και την εξασφάλιση τροφής. Αυτό έχει άμεσες συνέπειες, ιδιαίτερα στα παιδιά, των οποίων η σωματική και γνωστική ανάπτυξη επηρεάζεται σημαντικά από τη διατροφική ανασφάλεια».
Για μια οικογένεια στο Μέτσοβο, το δίλημμα αυτό δεν θα μπορούσε να τεθεί. Έχοντας μόλις υποδεχθεί το νεότερο μέλος της οικογένειάς τους, το σπίτι (σε υψόμετρο 1.150μ) έπρεπε να είναι πάντοτε ζεστό.
Είπαν στο Solomon πως, πέρυσι, χρειάστηκαν περίπου 2.800 ευρώ για θέρμανση. Για τη σεζόν 2024-2025, το ανώτατο επίδομα θέρμανσης που μπορεί να λάβει μια οικογένεια με ένα παιδί στο Μέτσοβο δεν ξεπερνά τα 641 ευρώ. Για να λάβει δε κανείς το επίδομα ορεινών περιοχών (έως 600 ευρώ), απαιτείται πρακτικά να βρίσκεται για τα καλά κάτω από το όριο της φτώχειας: το οικογενειακό ετήσιο εισόδημα δεν πρέπει να ξεπερνά τα 4.700 ευρώ.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι καθοριστικά για την υγεία και τη μελλοντική κοινωνικοοικονομική κατάσταση ενός ανθρώπου, συμπληρώνει ο κ. Κυριόπουλος. Και οι επιπτώσεις όσων τώρα βιώνουν μπορούν να κρατήσουν μια ζωή.
«Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ψυχρά και ανεπαρκώς θερμαινόμενα σπίτια είναι πολύ πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εκπαιδευτική τους πορεία και αυξημένο κίνδυνο κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων στο μέλλον».