Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η αρχαιολόγος Ελπίδα Χατζηδάκη είχε ήδη καταδυθεί σε μία σειρά ναυαγίων ανά τον κόσμο: ανοιχτά της Νήσου Γουάιτ στην Αγγλία είχε δει το πολεμικό πλοίο «Μέρι Ρόουζ» που θυσιάστηκε στην προσπάθεια του Ερρίκου του 8ου να αποκρούσει μία γαλλική εισβολή από θαλάσσης· έξω από το μικρό λιμάνι του Μαντράγκ ντε Ζιάν στη Γαλλία, είχε πραγματοποίησει αυτοψία στο φημισμένο ρωμαϊκό εμπορικό πλοίο του 1ου π.Χ. αιώνα· είχε νιώσει τα «καθαρά και ζεστά νερά» που περιβάλλουν τις ισπανικές γαλέρες του 18ου αιώνα στον βυθό των Φλόριντα Κις στις ΗΠΑ.
Όταν όμως καταδύθηκε για πρώτη φορά στο Ναυάγιο της Περιστέρας έξω από την Αλόννησο, αναρωτήθηκε αν βρίσκεται στον παράδεισο. Περιγράφει «ένα απέραντο γαλάζιο», εντός του οποίου, ο όγκος του μεγαλύτερου ναυαγίου της κλασικής εποχής, βυθισμένου στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, με τους χιλιάδες αμφορείς του να έχουν εν πολλοίς διατηρήσει την αρχική διάταξη του οχήματος που τους μετέφερε, γίνεται ακόμα πιο επιβλητικός.
Η κ. Χατζηδάκη ανακάλυψε την Περιστέρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, κατά τη διάρκεια της πρώτης βραχύβιας θητείας της ως διευθύντριας της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων. Σκαλίζοντας τα αρχεία της Εφορείας που μέχρι τότε αποτελούσαν μία απλή συλλογή μαρτυριών και υποδείξεων για τοποθεσίες, πέτυχε τις φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι δύτες της Αλοννήσου. Το 1991 το επισκέφθηκε για πρώτη φορά, το 1992 ξεκίνησε την πολυτάραχη ανασκαφή της και έκτοτε, σπάνια αναφέρεται η Περιστέρα χωρίς το όνομα της αρχαιολόγου που την ανέδειξε να ακολουθεί κάπου κοντά.
Η Ελπίδα Χατζηδάκη είχε εξαρχής την επιθυμία να μοιραστεί την εμπειρία του ναυαγίου, ανοίγοντάς το στο κοινό – και την επιθυμία αυτή την έχει πληρώσει στο παρελθόν. Η πρόσκληση που απέτινε στο περιοδικό National Geographic το 1994 να παρακολουθήσει τη διαδικασία της ανασκαφής, οδήγησε στην παρέμβαση της τότε πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία ανέστειλε τις εργασίες και απαγόρευσε τη δημοσίευση. Έκτοτε, ακολούθησαν κάποιες μικρότερες εργασίες στα τέλη της δεκαετίας, μέχρι που το 2000, έπαψαν κι αυτές οριστικά. Η Περιστέρα έμεινε στο υδάτινο κρεβάτι της, παρά την πάγια πεποίθηση της αρχαιολόγου μέχρι σήμερα ότι η περαιτέρω ανασκαφή του ναυαγίου θα μπορούσε να αποφέρει πολύτιμα ευρήματα, μεταξύ των οποίων και τον σκελετό του.
Αποστολή στην Περιστέρα
Στις αρχές του περασμένου Απριλίου, μία αποστολή αποτελούμενη από αρχαιολόγους, στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού και της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημοσιογράφους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες δύτες, κατέπλευσε από τον Βόλο προς το νησί για την επίσημη πρεμιέρα ενός σχεδίου να γίνει η επιθυμία της κ. Χατζηδάκη πραγματικότητα.
Το σχέδιο αυτό, ονόματι BLUE MED, αποτελεί μια απόπειρα 14 φορέων από την Ιταλία, την Κροατία, την Ισπανία, την Κύπρο και την Ελλάδα, να καταστήσουν επισκέψιμους μια σειρά αρχαιολογικούς χώρους στη Μεσόγειο. Στο πλαίσιο του προγράμματος, εκείνο το σαββατοκύριακο του Απριλίου, το ναυάγιο άνοιξε για πρώτη φορά σε μη-αρχαιολόγους, πιλοτικά. Η Περιστέρα θα γίνει ο πρώτος υποβρύχιος αρχαιολογικός χώρος, με την ελπίδα να ακολουθήσουν κι άλλοι.
Οι επαγγελματίες δύτες που έχουν επισκεφτεί το ναυάγιο καταλαβαίνουν γιατί είναι ελκυστικό. Κανείς τους όμως δεν εξηγεί καλύτερα τον λόγο από την αρχαιολόγο που το ανέδειξε. Εικοσιοχτώ ολόκληρα χρόνια μετά από την πρώτη της αυτοψία, η κ. Χατζηδάκη θυμάται «μία ηρεμία, μία γαλήνη, σαν να βρίσκομαι σε άλλο κόσμο – και ήμουν σε άλλον κόσμο, βέβαια, δεν είναι ο κόσμος αυτός».
Ιστορία δύο κόσμων
Η κ. Χατζηδάκη δεν είναι η πρώτη που περιγράφει τις υποβρύχιες περιηγήσεις ως αλλόκοσμες. Το βασικότερο, ίσως, θέλγητρο για να ακολουθήσει κανείς τις κοπιώδεις διαδικασίες εκπαίδευσης των καταδύσεων είναι άλλωστε τα ψυχοδραστικά αποτελέσματα της κατάδυσης, η συνειδησιακή αλλοίωση που εντείνεται όσο μεγαλύτερο είναι το βάθος. Εν μέρει, υπαίτια είναι η ίδια η φυσική του βυθού: οι αλλαγές στο φάσμα των ακροάσιμων ήχων· η διάθλαση που διώχνει ένα-ένα τα χρώματα κατά την κατάδυση. Μέχρι τα εικοσιδύο μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, όπου κείτεται το ναυάγιο της Περιστέρας, μόνο το μαύρο, το μπλε και κάποια ίχνη του πρασίνου έχουν μείνει διαθέσιμα στο βλέμμα του επισκέπτη. Οι αμφορείς παρουσιάζονται ως ένας πελώριος όγκος που διακρίνεται σε αποχρώσεις του μαύρου· οι σμέρνες που έχουν φωλιάσει εντός τους εκπέμπουν ένα ιδιότυπο γαλαζοπράσινο φως.
Καθώς τους χωρίζει ένα δύσβατο σύνορο προς το άγνωστο, για τον επίγειο κόσμο, ο υποθαλάσσιος έχει λειτουργήσει εν πολλοίς ως αποθετήριο δοξασιών. Ο μύθος της Ατλαντίδας ήταν ένας βολικός τρόπος για τον Πλάτωνα να εμπλουτίσει τη φιλοσοφία του με μία πειστική κοσμολογία. Κατ’ αντιστοιχία, πολλοί καλλιτέχνες και θεωρητικοί ανά τον κόσμο έχουν πλέον οικειοποιηθεί τον μύθο, οραματιζόμενοι μία χειραφετημένη πολιτεία που έφτιαξαν στον βυθό τα θύματα του δουλεμπορίου απ’ την Αφρική που πνίγηκαν στη Μεσόγειο ή τον Ατλαντικό, όταν οι Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι απαγωγείς τους έκριναν ότι ήταν προς το λογιστικό τους συμφέρον. Από τη «Νέα Ατλαντίδα» του Μπέικον μέχρι τις «20000 Λεύγες Κάτω από τη Θάλασσα» του Βερν, η επιστημονική φαντασία έψαξε εξίσου στο άγνωστο του διαστήματος και του βυθού για ιστορίες. Οι δε ήχοι του βυθού έχουν πολλάκις χρησιμοποιηθεί ως πρωτογενή υλικά μίας ιδιαίτερης μουσικής.
Για τους κατοίκους της Αλοννήσου, το ναυάγιο της Περιστέρας ήταν ταυτόχρονα θρύλος και κοινοτοπία. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι ψαράδες, πολύ πριν βυθιστεί ο πρώτος σωλήνας για την ανασκαφή του, αναφέρονταν στο ναυάγιο ως «τα σταμνιά». Ωστόσο μεταξύ τους, φρόντιζαν να κληρονομούν στις νεότερες γενιές την αλλόκοσμη εμπειρία του.
Ο Κώστας Μαυρίκης γεννήθηκε το 1968. Ο πατέρας του, Δημήτρης, ψαράς στο επάγγελμα, τον είχε παροτρύνει να καταδυθεί στο ναυάγιο. Δεν του είχε δώσει πληροφορίες· είχε αρκεστεί να του πει ότι είναι κάτι που θα τον μαγέψει. Καταμεσής της εφηβείας του, το 1982, ο κ. Μαυρίκης ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και καταδύθηκε για πρώτη φορά. Θα ακολουθούσαν πολλές ακόμα.
Στην πρώτη του κατάδυση, ο κ. Μαυρίκης ήταν μαθητής Λυκείου, άρα ο μόνος μεταξύ των ψαράδων που ήταν κάπως εξοικειωμένος με τους αριθμούς και τις μετρήσεις. Με τη βοήθεια του πατέρα του, μέτρήσαν το ναυάγιο, ώστε να μπορούν να το δηλώσουν στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στην Αθήνα – χωρίς όμως κάποιο άλλο αποτέλεσμα, πέρα από τα 18 εκ. δραχμές που έλαβε ως εύρετρα. «Ήταν ακόμα μια υπηρεσία καθαρά γραφειοκρατική τότε» θυμάται, «ούτε βουτούσε, ούτε έκανε ανασκαφές». Το ναυάγιο είχε γίνει μια οικογενειακή εμμονή πατέρα και γιού. Τα καλοκαίρια το έλεγαν σε εγχώριους και ξένους επισκέπτες του νησιού, στην περίπτωση που μπορεί κάποιος να βοηθήσει. Πράγματι, μέσω τέτοιων επαφών, εμφανίστηκε στο νησί το ιδιωτικό ερευνητικό κέντρο Decuva, με έδρα τη Γερμανία.
Η ομάδα της Decuva συνεργάστηκε με τον Κώστα και τον Δημήτρη Μαυρίκη προκειμένου να φωτογραφίσουν και να βιντεοσκοπήσουν το ναυάγιο. «Ίσως είχαμε βουτήξει πάνω από 100 φορές κατά τη δεκαετία του ‘80», εκτιμά ο Κώστας Μαυρίκης. «Όμως ποτέ δεν αγγίξαμε τίποτα, ήταν ιερός χώρος για μας».
Αργότερα, στο πρώτο του βιβλίο, ο κ. Μαυρίκης παραθέτει την ιστορία του Πίτερ Σάλα, ενός από τους δύτες της Decuva που κάποτε χτυπήθηκε από μία ανίατη ασθένεια. Λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, το 1988, υποβασταζόμενος και ζυγίζοντας 45 κιλά, εξέφρασε την επιθυμία να καταδυθεί για μια τελευταία φορά στο ναυάγιο. Στον βυθό της Περιστέρας, άρχισε να κλαίει πίσω απ’ τη μάσκα. Λίγους μήνες μετά πέθανε. Είχε εκφράσει την επιθυμία να σκορπιστούν οι στάχτες του στην περιοχή του ναυαγίου, όπως και έγινε.
Η παύση μιας ανασκαφής
Μέσω των εργασιών της Decuva, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, η ύπαρξη του ναυαγίου έφτασε στους διασημότερους θαλάσσιους εξερευνητές της εποχής, από τον Ζακ-Υβ Κουστώ, μέχρι τον Χανς Χας. Η ξαφνική «διασημότητά» του υπήρξε σύμφωνα με τον κ. Μαυρίκη καθοριστική ώστε λίγο αργότερα να εγκριθούν οι ανασκαφές που ξεκίνησε η Ελπίδα Χατζηδάκη -καινοτόμες ως προς την Ενάλια Αρχαιολογία στην Ελλάδα.
Η δεκαετία του ‘90 άλλαξε τις ζωές όλων όσων ενεπλάκησαν με το ναυάγιο. Ο Κώστας Μαυρίκης, θέλοντας να γράψει ένα βιβλίο για το ναυάγιο, αλλά χωρίς να του επαρκεί το υλικό, αποφάσισε να κάνει μια εκτενή έρευνα για την Αλόννησο και τα γύρω νησιά. Το πόνημά που προέκυψε με τίτλο «Άνω Μαγνήτων Νήσοι», το εξέδωσε ο ίδιος το 1998. Παρότι γραμμένο από έναν απόφοιτο Λυκείου, ανακαλύφθηκε από επισκέπτες απ’ την Οξφόρδη, κυκλοφόρησε από την Oxford Maritime Research στα αγγλικά, πούλησε αρκετά αντίτυπα ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί best seller στο Amazon και τον ταξίδεψε για ομιλίες στην Αγγλία, την Αυστρία, τη Γερμανία και αλλού. Το ενδιαφέρον για την επίσκεψη του ναυαγίου απ’ το εξωτερικό γινόταν ολοένα και πιο έντονο.
Ο Ίκαρος, το μπαρ της οικογένειας Μαυρίκη στη Στενή Βάλα της Αλοννήσου έγινε από το 1992 το ορμητήριο της ανασκαφής. Αυτοσχέδιοι καταυλισμοί στήθηκαν στο νησί της Περιστέρας προκειμένου να φιλοξενούν τους δύτες. Τα βράδια επέστρεφαν στον Ίκαρο, παρέα με τον Νίκο Παπάζογλου, ο οποίος τραγουδούσε μέχρι το πρωί. Ανάμεσα στους δύτες που έζησαν την ανασκαφή και την κοινότητα που την πραγματοποίησε ήταν και ο Σπύρος Μουρέας, συνεργάτης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων μέχρι σήμερα. «Όλοι οι άνθρωποι εδώ στη Στενή Βάλα βοήθησαν, ό,τι χρειαζόμασταν το παρείχαν» λέει. «Σκάφη, αποθηκευτικούς χώρους, χέρια, τα πάντα. Και ακόμα – να, ο Γιώργος εκεί που έχει το καΐκι μου λέει ‘ό,τι χρειαστείς να μου το πεις’».
Το πρώτο χτύπημα που δέχθηκε η ανασκαφή το 1994, με αφορμή τη συμμετοχή του National Geographic, δεν ήταν ακόμα το οριστικό. Ακολούθησαν δύο ακόμα οργανωμένες επισκέψεις για έλεγχο και συντήρηση στο τέλος της δεκαετίας. Από το 2000, το ναυάγιο εγκαταλείφθηκε. Τα αυτοσχέδια καταλύματα στην Περιστέρα διαλύθηκαν. Η Ελπίδα Χατζηδάκη συνταξιοδοτήθηκε και ο Δημήτρης Μαυρίκης, ο ψαράς απ’ τον οποίον ξεκίνησαν όλα, εμφάνισε ένα καρδιολογικό πρόβλημα που του απαγόρευε πλέον τις καταδύσεις. Έφυγε απ’ τη ζωή το 2011, λίγο μετά τον Νίκο Παπάζογλου. Ο Κώστας Μαυρίκης πήρε την απόφαση να ανοίξει ιδίοις πόροις ένα λαογραφικό μουσείο της Αλοννήσου, το οποίο τον απασχολεί μέχρι σήμερα, σε βαθμό που σύμφωνα με τον ίδιο έχει κάνει τα ενήλικα πλέον παιδιά του να μην θέλουν ούτε να ακούσουν γι’ αυτό.
Επιστροφή στην Περιστέρα
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου υπάρχουν ήδη περίπου 300 κηρυγμένοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι, η θάλασσα δεν είναι απλά πηγή αρχέγονων μύθων. Πόλεις, ναοί και πλοία βρίσκονται διάσπαρτοι στους βυθούς της χώρας. Το ναυάγιο της Περιστέρας στην Αλόννησο είναι στην πραγματικότητα το αρχικό πείραμα -«φτιάχνοντας ένα πρότυπο μοντέλο που θα μπορεί να εφαρμοστεί κι αλλού» σύμφωνα με τους διοργανωτές- που εμφορείται απ’ την πεποίθηση ότι οι νέες τεχνολογίες μπορούν να άρουν τη λήθη του υδάτινου κόσμου.
Δυστυχώς, η λήθη δεν χρειάζεται χιλιετίες για να επέλθει. Στα 19 χρόνια που μεσολάβησαν από το 2000 μέχρι τις αρχές του περασμένου Απριλίου που έλαβε χώρα η πιλοτική επίσκεψη των δυτών στο ναυάγιο, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν στην ανασκαφή της Περιστέρας δεν είχαν μπορέσει να την επισκεφτούν ξανά. Το δε ναυάγιο είχε εγκαταλείψει κάθε δημοσιότητα. Το 2000 είναι όμως και η χρονιά που ο Άγγελος Μαγκλής, επικεφαλής της «Ατλαντίς Συμβουλευτική» επισκέπτεται την Αλόννησο, γνωρίζει τον Κώστα Μαυρίκη, διαβάζει το βιβλίο του και επικεντρώνεται στις περίπου 70 σελίδες που αφορούν τα ναυάγια.
Στην κουβέντα με τους δημοσιογράφους που ακολουθεί την ημερίδα του περασμένου Απριλίου, ο υφυπουργός Πολιτισμού, Κώστας Στρατής, αναφέρεται στον κ. Μαγκλή με τον χαρακτηρισμό «ο τεχνοκράτης». Η προσέγγισή του στο ναυάγιο υπήρξε πράγματι διαφορετική από αυτή των αρχαιολόγων. Εξερευνώντας τις δυνατότητες που παρέχονται για την ανάπτυξη πρότυπων μοντέλων με τη βοήθεια του ΕΣΠΑ, ξεκίνησε ήδη από το 2006, υποβοηθούμενος από την αγγλική έκδοση του βιβλίου του κ. Μαυρίκη, την προσπάθεια να φτιαχτούν μοντέλα για να καταστούν επισκέψιμοι οι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι.
Το άνοιγμα της Περιστέρας είναι ένα φιλόδοξο έργο. Περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός μουσείου στη στεριά με εικονική περιήγηση στο ναυάγιο. Οι επισκέπτες θα κρατάνε υδατοστεγή tablets που θα μπορούν να ανακατασκευάζουν τρισδιάστατα ομοιώματα των ευρημάτων. Δίπλα στην καινοτομία, όμως, αυτό που μονοπωλεί στον μεγαλύτερο βαθμό τη συζήτηση των εμπλεκομένων είναι το ζήτημα της επιτήρησης του ναυαγίου. Όπως θα αποδειχθεί, αυτό είναι πλέον επείγον.
Στην Αλόννησο βρέχει όλο το σαββατοκύριακο της παρουσίασης του BLUE MED. Την Κυριακή, όταν οι επισκέπτες δύτες έχουν φύγει για το ναυάγιο, ο Σπύρος Μουρέας και οι περισσότεροι παλιοί δύτες μένουν στη στεριά. Ο ίδιος καταδύθηκε ξανά τον Σεπτέμβρη, προκειμένου να αφαιρέσει τα εναπομείναντα στοιχεία της ανασκαφής -τους κουβάδες με τσιμέντο που κρατούσαν σταθερό τον βυθό κατά την ανασκαφή, τα μπλόκια, τις άγκυρες και τον κάνναβο- προκειμένου να είναι έτοιμο για τις επισκέψεις. «Όταν είδα το ναυάγιο τελευταία φορά το 2000 ήταν ακέραιο, έλειπε μόνο το κομμάτι της τομής», λέει. «Πλέον έχει λεηλατηθεί. Η εικόνα που είχα εγώ δεν είναι ίδια. Έχουν αφαιρέσει αμφορείς από πάνω, έχουν κάνει γούβες». Καθώς οι αμφορείς είναι κολλημένοι μεταξύ τους, χρειάζεται να σπάσουν οι γύρω για να αφαιρεθεί ένας. Έχει βρει τέτοια σπασμένα κομμάτια διάσπαρτα στον βυθό.
Παρότι έχουν πλέον περάσει 19 χρόνια από την τελευταία της κατάδυση, εκείνη τη μέρα, η κ. Χατζηδάκη δεν είχε αρχικά σκοπό να βουτήξει. Τα βίντεο που της δείχνουν τα μέλη της αποστολής όμως φαίνεται να την παροτρύνουν, όπως και οι προειδοποιήσεις των δυτών της παλιάς της αποστολής ότι έχουν αφαιρεθεί αμφορείς. Στην επιστροφή της από τη βουτιά είναι ολιγομίλητη και εμφανώς ταραγμένη. Εκτιμά ότι λείπουν πάνω από 1000 αμφορείς, από τους περίπου 4000 που είχε το ναυάγιο στην αρχική του κατάσταση. Βλέποντας μια φωτογραφία από τις καταδύσεις του 1985 στο βιβλίο του κ. Μαυρίκη, η ταραχή της μεγαλώνει. «Η ευθύνη βαραίνει όλους μας» αποφαίνεται. «Τους ντόπιους γιατί είναι δικό τους, το λιμεναρχείο, τους ίδιους τους ανθρώπους που δεν σέβονται την Ιστορία. Ο καθένας είναι υπεύθυνος των πράξεών του και θα πρέπει να ξέρει να σέβεται το ιστορικό παρελθόν του».
Δεν ήταν μόνο η ομάδα της ανασκαφής που αποχώρησε με την παύση των εργασιών το 2000. Ήταν και ο φύλακας στον οποίο είχε αναθέσει το υπουργείο Πολιτισμού την προστασία του ναυαγίου. Σε μία από τις τελευταίες της καταδύσεις τότε, είχε βρει σχοινιά ανέλκυσης, είχε διαπιστώσει ότι έλειπαν αντικείμενα και είχε ειδοποιήσει την Ιντερπόλ – η οποία μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο αν κατάφερε ποτέ να τα εντοπίσει. Έκτοτε, πολλές είναι οι ενδείξεις ότι μεσολάβησαν παρεμβάσεις που κατέληξαν στην αποψίλωσή του. Μόλις το περασμένο καλοκαίρι, οι κάτοικοι της Στενής Βάλας είδαν μεγάλα σκάφη αραγμένα στην τοποθεσία του ναυαγίου και κάλεσαν το λιμενικό για να τα απομακρύνει. «Είναι αφύλακτο το ναυάγιο, ασυδοσία είναι» εκτιμά ο κ. Μαυρίκης. «Λόγω του χαμηλού βάθους είναι πολύ εύκολο ακόμα και για έναν δύτη χωρίς μηχανική υποστήριξη να βουτήξει και να αφαιρέσει αντικείμενα».
Το ναυάγιο της Περιστέρας έχει σημαντική παρακαταθήκη. Αποτελεί την πρώτη μεγάλη υποβρύχια ανασκαφή αρχαιολογικού χώρου στην Ελλάδα. Το μέγεθός του ανέτρεψε την πεποίθηση ότι η κατασκευή πλοίων τέτοιου μεγέθους έγινε για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους. Ακόμα και αν η όψη του έχει αλλοιωθεί, παραμένει ελκυστικό προς τους δύτες που περιμένουν το άνοιγμά του. Η πρόκληση ότι κάτω από την άμμο πιθανότατα βρίσκεται ακόμα ο αρμός του ή ισως και οι σκελετοί του πληρώματος γοητεύει τους αρχαιολόγους, όπως και η αιτία της βύθισής του, που εικάζεται ότι προέκυψε από πυρκαγιά στο κατάστρωμα, χωρίς όμως περαιτέρω πληροφορίες.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι στο άνοιγμά του στο κοινό, ομονοούν -με διαφορετικές διαβαθμίσεις- ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την προστασία του. Χρειάστηκαν λιγότερες από δύο δεκαετίες για να αλλοιώσουν αυτό που ένας υδάτινος τάφος ηλικίας δυόμιση χιλιάδων ετών είχε καταφέρει να προστατεύσει. Στο βιβλίο του, ο κ. Μαυρίκης υποστηρίζει ότι η κ. Χατζηδάκη είναι τόσο δεμένη με το ναυάγιο, ωστέ να το θεωρεί έναν «ζωντανό οργανισμό». Πιθανότατα, την ίδια αντίληψη μοιράζονταν και ο ίδιος, ο πατέρας του, οι εξερευνητές του, η παρέα της Στενής Βάλας και ο Πέτερ Σάλα που θέλησε να το επισκεφθεί με τις τελευταίες του δυνάμεις. Άλλωστε, από την υποβρύχια θέση του στα 22 μέτρα βάθος, καθόρισε τουλάχιστον τις επαγγελματικές τους σταδιοδρομίες.
Όταν έπαψε τότε η ανασκαφή, το ναυάγιο εγκαταλείφθηκε κι από τη μνήμη των κατοίκων. «Οι καινούργιες γενιές δεν ξέρουν καν που είναι» σύμφωνα με τον κ.Μαυρίκη. Στη σταδιακή αυτή λήθη, οι ίδιοι οι κάτοικοι στάθηκαν αδύναμοι να αντισταθούν, ιδίως απ’ τη στιγμή που η μοίρα του έγινε θέμα διένεξης μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των ανασκαφέων του. «Είναι σαν να μαλώνουν οι ελέφαντες και τα βατράχια να κοιτάνε».
Φωτογραφίες: ΕΕΑ/Κ. Μενεμένογλου